Daria Saburova
Με αφορμή την κοινή δήλωση της ουκρανικής και της ρωσικής αριστεράς
για τη συζήτηση μεταξύ “δυτικής” και “ανατολικής” αριστεράς
Εισαγωγικό σημείωμα του Contretemps
Απέναντι στην εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και τις θανατηφόρες συνέπειές της, έχει ανοίξει μια στρατηγική συζήτηση στην Αριστερά σχετικά με την πολιτική που πρέπει να υπερασπιστεί σε ένδειξη αλληλεγγύης προς τον ουκρανικό λαό, στην οποία το Contretemps έχει αφιερώσει πολύ χώρο τις τελευταίες εβδομάδες.
Η Daria Saburova, φιλόσοφος και μέλος της συντακτικής επιτροπής του Contretemps, εστιάζει εδώ στην κοινή διακήρυξη δύο αντικαπιταλιστικών οργανώσεων από τη Ρωσία και την Ουκρανία, που δημοσιεύτηκε πρόσφατα, και αναπτύσσει μια σειρά από θέσεις σχετικά με διάφορα κρίσιμα σημεία της συζήτησης (για το χαρακτηρισμό του ρωσικού ιμπεριαλισμού, τη σχέση μεταξύ της ανατολικοευρωπαϊκής και της δυτικής αριστεράς, την υποστήριξη του εξοπλισμού).
Contretemps
Στρατηγικές παράμετροι της στήριξης στην ουκρανική αντίσταση:
Προϋποθέσεις και επιπτώσεις
Στις 7 Απριλίου1, δύο αντικαπιταλιστικές αριστερές οργανώσεις, το Ρωσικό Σοσιαλιστικό Κίνημα2 και το Κοινωνικό Κίνημα της Ουκρανίας3, δημοσίευσαν μια κοινή διακήρυξη. Ισχυρή διεθνιστική χειρονομία σε καιρό πολέμου, το κείμενο αυτό επιβεβαιώνει την αλληλεγγύη της ρωσικής και της ουκρανικής αριστεράς πέρα από το μέτωπο. Το μήνυμα είναι σαφές: “Για να υπάρξει πολιτική αλλαγή στο εσωτερικό της Ρωσίας, ο ρωσικός στρατός πρέπει να ηττηθεί στην Ουκρανία”. Ο αγώνας κατά του ρωσικού ιμπεριαλισμού είναι κοινός στόχος. Επομένως, δεν υπάρχει καμία αντίφαση μεταξύ της έκκλησης για λιποταξία στις τάξεις του ρωσικού στρατού και του αιτήματος της ουκρανικής αντίστασης για όπλα. Η έκβαση του εθνικοαπελευθερωτικού πολέμου στην Ουκρανία αποτελεί προϋπόθεση για τη διαδικασία της πολιτικής και κοινωνικής χειραφέτησης στη Ρωσία.
Αλλά το κείμενο αυτό αποτελεί επίσης σαφής απεικόνιση των διαιρέσεων που έχει δημιουργήσει ο πόλεμος στην Ουκρανία στο εσωτερικό της διεθνούς αριστεράς, ιδίως μεταξύ της ανατολικοευρωπαϊκής και της δυτικής αριστεράς. Αυτές οι διαιρέσεις απορρέουν από μια διαφοροποιημένη ανάλυση του ιμπεριαλισμού (των ιμπεριαλισμών), η οποία με τη σειρά της καθορίζει διαφορετικές θέσεις σε συγκεκριμένα ζητήματα όπως η προμήθεια όπλων, οι οικονομικές κυρώσεις ή οι ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις.
Θα πρέπει να ξεκινήσουμε επισημαίνοντας ότι ο όρος “Δυτική Αριστερά”, ο οποίος κατακρίθηκε κάπως ως καταχρηστική γενίκευση, αναδύθηκε ωστόσο αυθόρμητα και σχεδόν ομόφωνα στους Ουκρανούς, Ρώσους, Λευκορώσους και Πολωνούς συντρόφους μας. Σε τι ακριβώς αναφέρεται; Από τη μία πλευρά, στοχεύει να επισημάνει την ανάδυση, τώρα μόνο και σχετικά με το ουκρανικό ζήτημα, μιας ορισμένης συναίνεσης -που πάει από τους Mélenchon, Belarra, Corbyn και Sanders έως διάφορες οργανώσεις, μέσα ενημέρωσης και προσωπικότητες της άκρας αριστεράς στην Ιταλία, την Ισπανία, την Ελλάδα, αλλά και τη Γαλλία- γύρω από τη θέση του ρωσικού ιμπεριαλισμού σε σχέση με τον δυτικό ιμπεριαλισμό. Από την άλλη πλευρά, η λειτουργία της είναι να υπογραμμίσει πόσο μακριά βρίσκεται αυτή η συναίνεση από τις επικρατούσες αναλύσεις και απαιτήσεις της ουκρανικής κοινωνίας γενικότερα και της εργατικής τάξης, των οργανώσεών της και των συνδικάτων ειδικότερα.
“Παρόλο που η πλειοψηφία της αριστεράς καταδίκασε τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, ωστόσο εξακολουθεί να μην υπάρχει ενότητα στο αριστερό στρατόπεδο. Θα θέλαμε να απευθυνθούμε σε εκείνους στην Αριστερά που εξακολουθούν να υποστηρίζουν τη θέση ότι “η πανούκλα βρίσκεται και στις δύο πλευρές” και βλέπουν αυτόν τον πόλεμο ως ενδοϊμπεριαλιστικό πόλεμο. Είναι καιρός η Αριστερά να ξυπνήσει και να κάνει “συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης”, αντί να αναπαράγει φθαρμένα σχήματα από τον Ψυχρό Πόλεμο. Η αγνόηση του ρωσικού ιμπεριαλισμού αποτελεί τρομερό λάθος για την Αριστερά. Ο Πούτιν, όχι το ΝΑΤΟ, είναι αυτός που κάνει πόλεμο στην Ουκρανία”.
Πράγματι, η σύγκρουση αυτή αποκάλυψε πόσο πολύ η ανάλυση του ιμπεριαλισμού εξακολουθεί πολύ συχνά να διατυπώνεται σε ένα θεωρητικό και πολιτικό πλαίσιο χαρακτήριζε τον Ψυχρό Πόλεμο και την περίοδο αμέσως μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, με την αδιαμφισβήτητη ηγεμονία των ΗΠΑ. Σύμφωνα με μια ευρέως επικρατούσα ανάλυση, το ΝΑΤΟ και ο συνδεόμενος με αυτό αμερικανικός ιμπεριαλισμός, παραμένουν σε τελική ανάλυση οι υπεύθυνοι και/ή οι ωφελημένοι για/από όλους τους πολέμους. Παρά τις αποχρώσεις, και παρόλο που μπορεί να παραδέχεται ότι πρόκειται για έναν παράνομο επιθετικό πόλεμο κατά του ουκρανικού λαού, η άνιση κατανομή της ευθύνης παραμένει αναγνωρίσιμη ακόμα και στη σειρά με την οποία παρουσιάζονται τα επιχειρήματα.
Όλο και περισσότερο “περικυκλωμένη” από το ΝΑΤΟ, η Ρωσία θα ήταν μια υποδεέστερη και ουσιαστικά απλώς αντιδρούσα ιμπεριαλιστική δύναμη, αν όχι μια απλώς κυριαρχούμενη περιφερειακή δύναμη. Δεν θα μπορούσε καν να χαρακτηριστεί ως ιμπεριαλιστικό κράτος με τη μαρξιστική έννοια: με μια γενικά αδύναμη εξορυκτική οικονομία, βρίσκεται πολύ πίσω από τις ΗΠΑ και τις άλλες χώρες του G7 όσον αφορά την τεχνοεπιστημονική, βιομηχανική, εμπορική, χρηματοοικονομική, ακόμη και στρατιωτική ισχύ της.
Εξετάζοντας την κατάσταση σχεδόν αποκλειστικά από γεωπολιτική σκοπιά, οι αναλύσεις αυτού του είδους κρύβουν μια έλλειψη κατανόησης των κοινωνικοπολιτικών διεργασιών στον μετασοβιετικό χώρο και παρουσιάζουν μια περιοριστική άποψη της πολύπλοκης πραγματικότητας. Πρώτον, ελαχιστοποιούν τη μακρά ιστορία του ρωσικού ιμπεριαλισμού και την προσφυγή στο αυτοκρατορικό φαντασιακό ως κεντρικό ιδεολογικό εργαλείο της εθνικής ενότητας στη Ρωσία:
“Ο ρώσικος ιμπεριαλισμός […] συνεπάγεται τον αναθεωρητικό ρωσικό εθνικισμό. Μετά το 2012, ο Πούτιν και το κατεστημένο του πέρασαν από μια πολιτική έννοια του έθνους (ως rossiysky, δηλ. «σχετιζόμενη με τη Ρωσία») σε μια αποκλειστικά, καθαρά εθνοτική αντίληψη του έθνους (ως russkiy, δηλ. «εθνοτικά και πολιτισμικά ρωσική»). Η επίθεση που εξαπέλυσε ο Πούτιν το 2014 και το 2022 νομιμοποιήθηκε από την επιστροφή «αρχικά» ρωσικών εδαφών. Επιπλέον, αυτή η αντίληψη της (εθνοτικής) «ρωσικής ταυτότητας» αναβιώνει την αυτοκρατορική αντίληψη του ρωσικού έθνους που κυριαρχούσε τον 19ο αιώνα, η οποίοα υποβαθμίζει την ουκρανική και την λευκορωσική ταυτότητα σε περιφερειακές ταυτότητες.
Σύμφωνα με τη θεώρηση αυτή, οι Ρώσοι, οι Λευκορώσοι και οι Ουκρανοί αποτελούν ένα ενιαίο λαό. Η χρήση αυτής της αντίληψης στην επίσημη ρητορική ισοδυναμεί με την άρνηση ανεξάρτητης ουκρανικής κρατικής υπόστασης. Γι αυτό δεν μπορούμε να πούμε με κάποιο βαθμό ασφάλειας ότι ο Πούτιν θέλει μόνο την αναγνώριση της ρωσικής κυριαρχίας στην Κριμαία και στο Ντονμπάς. Ο Πούτιν μπορεί να θέλει είτε να προσαρτήσει είτε να υποτάξει ολόκληρη την Ουκρανία, απειλές που ήδη εμφανίζονται στο άρθρο του με τίτλο «Για την ιστορική ενότητα των Ρώσων και των Ουκρανών» και στο διάγγελμά του στις 21 Φεβρουαρίου 2022”.
Η αποτυχία ενός νεοαποικιακού σχεδίου, που θα είχε επιτρέψει στη Ρωσία να συνεχίσει την πολιτική και οικονομική κυριαρχία της στις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες χωρίς την άμεση εφαρμογή βίας -όπως συνέβη στις σχέσεις της με τη Λευκορωσία μέχρι το 2020- έχει ήδη τροφοδοτήσει πολυάριθμους πολέμους στην Τσετσενία, τη Γεωργία και την Ουκρανία. Επιπλέον, σύμφωνα με τους συντάκτες της δήλωσης, οι διεκδικήσεις του ρωσικού ιμπεριαλισμού δεν είναι καθόλου περιφερειακές: δεν σταματούν καν στα σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά τροφοδοτούνται από:
“από την επιθυμία να αλλάξει η λεγόμενη «παγκόσμια τάξη πραγμάτων». Έτσι, η απαίτηση του Πούτιν να φύγει το ΝΑΤΟ από την Ανατολική Ευρώπη μπορεί να είναι μια ένδειξη ότι η Ρωσία ενδέχεται να μη σταματήσει στην Ουκρανία, αλλά να είναι οι επόμενοι στόχοι της επιθετικότητας του Πούτιν η Πολωνία, η Λετονία, η Λιθουανία ή η Εσθονία. Το αίτημα της αποστρατιωτικοποίησης της Ανατολικής Ευρώπης είναι εντελώς αφελές, διότι υπό το φως των σημερινών συνθηκών, το μόνο που θα πετύχει είναι ο κατευνασμός του Πούτιν, καθιστώντας παράλληλα τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης ευάλωτες απέναντι στην επιθετικότητά του. Το αφήγημα για την επέκταση του ΝΑΤΟ συγκαλύπτει την επιθυμία του Πούτιν να διαιρέσει τις σφαίρες επιρροής στην Ευρώπη ανάμεσα στις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Ρωσία. Όσες χώρες θα βρεθούν στη ρωσική ζώνη επιρροής θα υποτάσσονται πολιτικά στη Ρωσία και θα δεχθούν την επέκταση του ρωσικού κεφαλαίου. […] Ο Πούτιν και το κατεστημένο του είναι πολύ κυνικοί. Χρησιμοποιούν τον βομβαρδισμό της Γιουγκοσλαβίας από το ΝΑΤΟ, την αμερικανική επέμβαση στο Αφγανιστάν και την εισβολή στο Ιράκ ως ασπίδα για τον βομβαρδισμό της Ουκρανίας. Σε αυτό το πλαίσιο, η Αριστερά πρέπει να δείξει συνέπεια και να πει όχι σε κάθε ιμπεριαλιστική επιθετικότητα στον κόσμο. Σήμερα η ιμπεριαλιστική επίθεση προέρχεται από τη Ρωσία, όχι από το ΝΑΤΟ, και αν δεν σταματήσουμε τη Ρωσία στην Ουκρανία, θα συνεχίσει σίγουρα την επιθετικότητά της”.
Οι συντάκτες της δήλωσης υπογραμμίζουν τα γεωπολιτικά κίνητρα του πολέμου του Πούτιν, όμως επίσης κρίνουν απαραίτητο να τονίσουν και τους εσωτερικούς οικονομικούς και πολιτικούς λόγους. Ο κύριος κίνδυνος των “χρωματιστών επαναστάσεων” στην Ουκρανία και τη Γεωργία, των λαϊκών εξεγέρσεων στη Λευκορωσία και το Καζακστάν δεν είναι μόνο η απώλεια περιοχών επιρροής προς όφελος των δυτικών δυνάμεων. Ο κίνδυνος είναι επίσης και ότι η φωτιά της λαϊκής διαμαρτυρίας θα εξαπλωθεί στην καρδιά της αυτοκρατορίας. Παρά τις φιλοδοξίες των διαδοχικών ουκρανικών κυβερνήσεων, ούτε το 2014 ούτε το 2022 τέθηκε θέμα ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ ή την Ευρωπαϊκή Ένωση στο εγγύς μέλλον.
Για τη Μόσχα, από την άλλη πλευρά, ήταν επείγον να δυσφημιστεί και να τιμωρηθεί μια χώρα όπου ένα λαϊκό κίνημα είχε καταφέρει να ανατρέψει μια βίαιη και διεφθαρμένη ολιγαρχική καπιταλιστική κυβέρνηση. Ταυτόχρονα, το καθεστώς Πούτιν κατάφερε να συσπειρώσει ολόκληρη την κοινωνία γύρω από ένα εθνικιστικό σχέδιο ανοικοδόμησης του “ρωσικού κόσμου”. Μετά την κρίση του 2008, δεν μπορούσε πλέον να διατηρήσει τη δημοτικότητά της με βάση τις υποσχέσεις για σταθερότητα και ευημερία, όπως συνέβαινε στο ευνοϊκότερο οικονομικό πλαίσιο της δεκαετίας του 2000 που χαρακτηριζόταν από την άνοδο των τιμών των καυσίμων. Το 2011-2012, η Ρωσία συγκλονίστηκε από σχετικά μαζικές διαδηλώσεις κατά του Πούτιν.
Το τέλος αυτού του κύματος αγώνων, που καταπνίγηκε από την άγρια καταστολή, σηματοδοτεί την αρχή μιας νέας εποχής και τα γεγονότα της περιόδου 2014-2022 πρέπει να εξεταστούν στη λογική αυτής της στροφής που κατέστη απαραίτητη για την επιβίωση του καθεστώτος. Με αυτή την έννοια, οι συντάκτες της δήλωσης έχουν δίκιο να υπενθυμίζουν ότι
“Το καθεστώς του Πούτιν […] δεν προσφέρει καμία εναλλακτική λύση απέναντι στον δυτικό καπιταλισμό. Πρόκειται για μια αυταρχική και ολιγαρχική μορφή καπιταλισμού. Οι κοινωνικές ανισότητες στη Ρωσία έχουν αυξηθεί σημαντικά κατά τη διάρκεια των 20 ετών της ηγεσίας του. Ο Πούτιν δεν είναι μόνο εχθρός της εργατικής τάξης, αλλά και εχθρός όλων των μορφών δημοκρατίας. Η λαϊκή συμμετοχή στην πολιτική και στην κοινωνία των πολιτών αντιμετωπίζεται με καχυποψία στη Ρωσία. Ο Πούτιν είναι ουσιαστικά ένας αντικομμουνιστής και εχθρός όλων των στόχων για τους οποίους αγωνίστηκε η Αριστερά στον εικοστό αιώνα και εξακολουθεί να αγωνίζεται στον εικοστό πρώτο. Στην κοσμοθεωρία του, οι ισχυροί έχουν το δικαίωμα να χτυπούν τους αδύναμους, οι πλούσιοι έχουν το δικαίωμα να εκμεταλλεύονται τους φτωχούς και οι ισχυροί που βρίσκονται στην εξουσία έχουν το δικαίωμα να λαμβάνουν αποφάσεις για λογαριασμό του ανίσχυρου πληθυσμού τους”.
Η αδυναμία της ρωσικής οικονομίας και η αδυναμία της να οικοδομήσει μια πολιτική ηγεμονία στον μετασοβιετικό χώρο όχι μόνο δεν ακυρώνουν τη θέση ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι ιμπεριαλιστικός πόλεμος και δεν σχετικοποιούν την ευθύνη του καθεστώτος Πούτιν, αλλά και, αντίθετα δίνουν μια εξήγηση για την ιδιαιτερότητα του ιμπεριαλισμού της: Πρόκειται για το συνδυασμό ενός αυταρχικού πολιτικού καθεστώτος μέσα σε μια απολύτως “ειρηνοποιημένη” Ρωσία γύρω από μια μεγάλη ρωσική εθνικιστική ιδέα και από ένα καθεστώς βάναυσου στρατιωτικού καταναγκασμού απέναντι στις επαναστατημένες περιοχές της, συμπεριλαμβανομένων των μη λευκών εσωτερικών περιοχών της, όπως οι δημοκρατίες του Καυκάσου, που ζουν σε μόνιμη κατάσταση έκτακτης ανάγκης.
Η υποτίμηση του ρωσικού ιμπεριαλισμού είναι με τη σειρά της ο ένας από τους λόγους που η Δυτική Αριστερά αντιτάχθηκε στην παράδοση όπλων στην Ουκρανία: Αυτή παραδοσιακά, αγωνίζεται για την έξοδο από το ΝΑΤΟ, ενάντια στη βιομηχανία όπλων και ενάντια στις τεράστιες στρατιωτικές δημόσιες επενδύσεις που θα έπρεπε να πηγαίνουν στην εκπαίδευση, την υγεία κ.λπ. Πρόκειται επομένως για την κριτική του δικού μας ιμπεριαλισμού, το οποίο συμβαδίζει με την άρνηση να στηρίξει αυτή η ιμπεριαλιστική δύναμη την ουκρανική αντίσταση. Περισσότερο από έναν αφηρημένα ειρηνιστικό προσανατολισμό, εντελώς ξένο προς τη μαρξιστική αριστερά, είναι αυτή η θέση αρχής που εξηγεί γιατί, παρά το προφανές ότι δηλαδή η στήριξη της ουκρανικής αντίστασης συνεπάγεται αναγκαστικά και την υποστήριξη της παράδοσης όπλων, η δυτική αριστερά περιορίζεται σε μια ουσιαστικά ηθική υποστήριξη της αντίστασης και σε μια καθαρά ανθρωπιστική προσέγγιση των συνεπειών του πολέμου στον άμαχο πληθυσμό.
Το Κοινωνικό Κίνημα της Ουκρανίας και το Ρωσικό Σοσιαλιστικό Κίνημα συμμερίζονται την κριτική των χωρών μελών του ΝΑΤΟ:
“Κατανοούμε τις επιπτώσεις της στρατιωτικοποίησης για το προοδευτικό αριστερό κίνημα παγκοσμίως και για την αντίσταση της Αριστεράς στην επέκταση του ΝΑΤΟ ή στην επέμβαση της Δύσης”.
Επισημαίνουν όμως ότι, παρά το εμπάργκο του 2014, πολλές χώρες μέλη του ΝΑΤΟ συνέχισαν να πωλούν όπλα στη Ρωσία.
“Έτσι, η συζήτηση για το αν τα όπλα που στέλνονται στην περιοχή καταλήγουν στα σωστά ή στα λάθος χέρια ακούγεται λίγο καθυστερημένη. Βρίσκονται ήδη σε κακά χέρια, και οι χώρες της ΕΕ απλώς θα διόρθωναν τα προηγούμενα λάθη τους παρέχοντας όπλα στην Ουκρανία”.
Απαντώντας στο επιχείρημα ότι θα πρέπει να φοβόμαστε μια στρατιωτική ενίσχυση της ακροδεξιάς, οι συγγραφείς επισημαίνουν και πάλι τον λαϊκό χαρακτήρα της ουκρανικής αντίστασης και την ουσιαστικά αμυντική λειτουργία των όπλων που ζήτησε η κυβέρνηση:
“σε αντίθεση με το 2014, η ακροδεξιά δεν παίζει εξέχοντα ρόλο στον σημερινό πόλεμο, ο οποίος έχει μετασχηματιστεί σε λαϊκό πόλεμο -και οι σύντροφοί μας στην αντιεξουσιαστική Αριστερά της Ουκρανίας, της Ρωσίας και της Λευκορωσίας μάχονται μαζί ενάντια στον ιμπεριαλισμό. Όπως έχει γίνει σαφές τις τελευταίες μέρες, η Ρωσία προσπαθεί να αντισταθμίσει την αποτυχία της στο έδαφος με αεροπορικές επιθέσεις. Η αεράμυνα δεν θα δώσει στο Αζόφ επιπλέον ισχύ, αλλά θα βοηθήσει την Ουκρανία να διατηρήσει τον έλεγχο του εδάφους της και να μειώσει τους θανάτους αμάχων, ακόμη και αν οι διαπραγματεύσεις αποτύχουν”.
Η δήλωση περιλαμβάνει έναν κατάλογο συγκεκριμένων αιτημάτων, πέρα από αυτά που είναι ευρέως αποδεκτά από τη διεθνή αριστερά (υποστήριξη των προσφύγων, διαγραφή του εξωτερικού χρέους της Ουκρανίας, κυρώσεις κατά των Ρώσων ολιγαρχών, κ.λπ.). Τα αιτήματα αυτά είναι τα εξής:
- άμεση απόσυρση όλων των ρωσικών στρατευμάτων από την Ουκρανία
- νέες στοχευμένες, προσωπικές κυρώσεις κατά του Πούτιν και των πολυεκατομμυριούχων του. (Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι ο Πούτιν και το κατεστημένο του ενδιαφέρονται μόνο για τα δικά τους ιδιωτικά περιουσιακά στοιχεία -αγνοούν την κατάσταση της ρωσικής οικονομίας συνολικά. Η Αριστερά μπορεί επίσης να χρησιμοποιήσει αυτό το αίτημα, για να εκθέσει την υποκρισία εκείνων που χρηματοδότησαν το καθεστώς και το στρατό του Πούτιν και ακόμη και τώρα συνεχίζουν να πωλούν όπλα στη Ρωσία)
- επιβολή κυρώσεων στο ρωσικό πετρέλαιο και φυσικό αέριο
- αυξημένη στρατιωτική βοήθεια στην Ουκρανία, ιδίως όσον αφορά την προμήθεια συστημάτων αεράμυνας
- εισαγωγή ειρηνευτικών δυνάμεων του ΟΗΕ από χώρες που δεν ανήκουν στο ΝΑΤΟ για την προστασία των αμάχων, συμπεριλαμβανομένης της προστασίας των πράσινων διαδρόμων και της προστασίας των πυρηνικών εργοστασίων (το βέτο της Ρωσίας στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ μπορεί να ξεπεραστεί στο επίπεδο της Γενικής Συνέλευσης)
Εκτός από την έκκληση για αυξημένη στρατιωτική στήριξη της Ουκρανίας, κεντρικό αίτημα είναι το αίτημα για μποϊκοτάζ του ρωσικού πετρελαίου και φυσικού αερίου, χωρίς όμως να υποστηρίζονται εκτεταμένες οικονομικές κυρώσεις κατά όλων των τομέων της οικονομίας. Το κύριο επιχείρημα κατά των τελευταίων κυρώσεων είναι το ρεαλιστικό, επικεντρώνοντας στην αναποτελεσματικότητά τους, και όχι σε μια, ανατολίτικου τύπου, αντιπαράθεση ανάμεσα στα δεινά που θα έπλητταν αθώους ανθρώπους και τα συμφέροντα του δικτάτορα. Η διακοπή των εξαγωγών ορυκτών καυσίμων, από την άλλη πλευρά, θα στερούσε το ρωσικό κράτος από την κύρια πηγή εσόδων του και, επομένως, από τη δυνατότητά του να χρηματοδοτήσει τον πόλεμο, παρόλο που ένα τέτοιο εμπάργκο θα είχε συνέπειες και για τη ρωσική και την ευρωπαϊκή εργατική τάξη.
Η περιβαλλοντική ανάλυση αυτού του πολέμου, στον οποίο και μόνο η κατοχή πυρηνικών όπλων, καθώς και η κυρίαρχη θέση στην ευρωπαϊκή αγορά ορυκτών καυσίμων δημιουργούν επαρκείς συνθήκες ατιμωρησίας της ιμπεριαλιστικής επιθετικότητας μεγάλης κλίμακας, δεν έχει ασφαλώς ακόμη ολοκληρωθεί. Η δήλωση καταλήγει με μια έκκληση προς την Αριστερά να διαδραματίσει ρόλο στην αναδιαμόρφωση του διεθνούς συστήματος ασφάλειας:
“Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία δημιουργεί ένα τρομακτικό προηγούμενο για την επίλυση συγκρούσεων που ενέχουν τον κίνδυνο πυρηνικού πολέμου. Γι’ αυτό η Αριστερά πρέπει να διαμορφώσει ένα δικό μας όραμα για τις διεθνείς σχέσεις και την αρχιτεκτονική της διεθνούς ασφάλειας, που μπορεί να περιλαμβάνει τον πολυμερή πυρηνικό αφοπλισμό (που θα είναι δεσμευτικός για όλες τις πυρηνικές δυνάμεις) και τη θεσμοθέτηση διεθνών οικονομικών απαντήσεων σε κάθε ιμπεριαλιστική επιθετικότητα στον κόσμο. Η στρατιωτική ήττα της Ρωσίας θα πρέπει να είναι το πρώτο βήμα προς τον εκδημοκρατισμό της παγκόσμιας τάξης πραγμάτων και τη διαμόρφωση ενός διεθνούς συστήματος ασφάλειας και η διεθνής Αριστερά πρέπει να συμβάλει σε αυτό τον σκοπό”.
Τέλος, καλεί τη διεθνή αριστερά:
“να στηρίξει τους Ουκρανούς αριστερούς που αντιστέκονται, δίνοντάς τους προβολή, φροντίζοντας να ακουστούν κεντρικά οι φωνές τους και στηρίζοντάς τους οικονομικά. Αναγνωρίζουμε ότι είναι τα εκατομμύρια των απαραίτητων ουκρανών εργαζομένων και των εθελοντών ανθρωπιστικής βοήθειας που καθιστούν δυνατή την περαιτέρω αντίσταση”.
Ελπίζουμε απλώς ότι οι σύντροφοί μας θα ανταποκριθούν σε αυτό το κάλεσμα. Η δήλωση της 7ης Απριλίου είναι ένα σημαντικό ντοκουμέντο για όποιον θέλει να παράγει μια μαρξιστική και αποαποικιακή ανάλυση της τρέχουσας κατάστασης και να οικοδομήσει και διάλογο με τους συντρόφους στη Ρωσία και την Ουκρανία, χωρίς να φοβάται την αμφισβήτηση προτύπων σκέψης και πολιτικών αντανακλαστικών από μια άλλη εποχή.