Καθώς η Ουκρανία συνεχίζει να αντιστέκεται στη φρικτή ρωσική επιθετικότητα και την προσπάθεια κατάκτησης και προσάρτησης του νότιου και ανατολικού τμήματος της χώρας, η ποσότητα των όπλων που προμηθεύουν στην Ουκρανία οι Ηνωμένες Πολιτείες και άλλες δυτικές χώρες αυξάνεται σταθερά. Όντας η χώρα και ο λαός που υποφέρουν από αυτή τη γυμνή ιμπεριαλιστική επίθεση, οι Ουκρανοί έχουν κάθε δικαίωμα να λάβουν όπλα από όποιον θέλει να τα στείλει, ανεξάρτητα από τους στόχους αυτών των χωρών που το κάνουν ή την εξαιρετική υποκρισία αυτών των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Ωστόσο, μεγάλο μέρος των αριστερών σχολιαστών βλέπει ολοένα και περισσότερο αυτή την παροχή όπλων ως απόδειξη ότι ο πόλεμος μετατρέπεται σε έναν πόλεμο «διά αντιπροσώπων» (proxy), στον οποίο η Ουκρανία, αντί να μάχεται για την ίδια της την ύπαρξη, ουσιαστικά χρησιμοποιείται για «να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά» [ii] για έναν υποτιθέμενο ιμπεριαλιστικό στόχο των ΗΠΑ να διεξάγουν "πόλεμο κατά της Ρωσίας", ίσως ακόμη και με στόχο τη «Βαλκανοποίηση» της Ρωσίας.
Μια γρήγορη ανασκόπηση ορισμένων αριστερών μέσων ενημέρωσης μόλις τις τελευταίες δύο ημέρες μας δίνει ένα άρθρο που χαρακτηρίζει τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία ως "πόλεμο των ΗΠΑ κατά της Ρωσίας" [iii] που "απειλεί την παγκόσμια ειρήνη"- ενώ ακόμη και στο Socialist Worker, το οποίο καταδικάζει έντονα τη ρωσική εισβολή και σίγουρα δεν μπορεί να κατηγορηθεί για μαλθακότητα απέναντι στον πουτινισμό, διαβάζουμε ότι «σήμερα κάθε στοιχείο ενός απελευθερωτικού πολέμου κατά του ρωσικού ιμπεριαλισμού έχει πλήρως ενταχθεί και υποταχθεί στον πόλεμο του ΝΑΤΟ κατά της Ρωσίας» [iv] .
Ένα σημαντικό μέρος της επιχειρηματολογίας αυτής είναι ο ισχυρισμός ότι η προμήθεια όπλων αντίκειται στη σημασία των «διαπραγματεύσεων», στις οποίες υποτίθεται ότι οι ΗΠΑ και τα δυτικά κράτη ασκούν βέτο, μαζί με τον ισχυρισμό ότι ο στόχος των ΗΠΑ είναι να «αποδυναμώσουν» τη Ρωσία και όχι απλώς να βοηθήσουν την Ουκρανία. Κάποια από αυτά βασίζονται σε μια σειρά από στιγμές «αποκάλυψης», όταν ο ένας ή ο άλλος εκπρόσωπος της άρχουσας τάξης των ΗΠΑ είπε κάτι λίγο εκτός γραμμής. Ωστόσο, μια σοβαρή ανάλυση θα καταδείξει ότι αυτές οι υποθέσεις και οι υποτιθέμενες διχογνωμίες δεν έχουν καμία βάση στην πραγματικότητα, και οι πιο σοβαροί Αμερικανοί αναλυτές της αυτοκρατορίας, αναδεικνύουν συμφέροντα και φόβους που όχι μόνο δείχνουν ότι οι στιγμές «αποκάλυψης» έχουν ελάχιστη σχέση με τη δυτική πολιτική, αλλά τελικά δηλώνουν πολύ παρόμοιους φόβους με πολλούς από αυτούς τους αριστερούς αναλυτές σχετικά με το ενδεχόμενο μιας επικίνδυνα αποσταθεροποιημένης Ρωσίας που θα προκύψει από την απώλεια της ρωσικής «αξιοπιστίας», και επομένως υποστηρίζουν μάλλον παρόμοια όρια στην αμερικανική υποστήριξη (στην Ουκρανία) και έμφαση στις διαπραγματεύσεις.
"Διαπραγματεύσεις" εναντίον πολέμου;
Γράφοντας στο Counterpunch στις 29 Απριλίου, ο Ρίτσαρντ Ρούμπενσταϊν [v] ρωτά: "Αν ο Πούτιν προσέφερε τώρα κατάπαυση του πυρός προκειμένου να διαπραγματευτεί το καθεστώς των δημοκρατιών του Ντονμπάς και να διεκδικήσει άλλες ρωσικές απαιτήσεις και συμφέροντα, θα δικαιολογούνταν οι ΗΠΑ και η Ουκρανία να αρνηθούν να συνομιλήσουν προκειμένου να τον τιμωρήσουν ή να τον «αποδυναμώσουν»; Και απαντάει: «Φυσικά και όχι!»
Είναι απλώς τόσο εξωπραγματικές οι συζητήσεις που ξεκινούν με τέτοιες δηλώσεις. «Θα δικαιολογούνταν οι ΗΠΑ και η Ουκρανία»; Οι ΗΠΑ και η Ουκρανία είναι δύο διαφορετικές χώρες. Το τι κάνουν οι ΗΠΑ είναι ένα ζήτημα, αλλά είναι η Ουκρανία που βρίσκεται υπό εισβολή και κατοχή. Η Ουκρανία μάχεται για την ύπαρξή της. Αν αποφασίσει ότι θέλει να συνεχίσει να πολεμάει για να πάρει πίσω όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος της χώρας της και να έχει έτσι ισχυρότερη θέση στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, αυτό εξαρτάται από την Ουκρανία, όχι από τις ΗΠΑ ή τους αριστερούς της Δύσης. Αν η Ουκρανία αποφασίσει ότι δεν μπορεί να τα βγάλει άλλο πέρα με την ανώτερη ρωσική στρατιωτική δύναμη και αναγκαστεί να υπογράψει κατάπαυση του πυρός με ταπεινωτικούς όρους, αυτό εξαρτάται από την Ουκρανία, όχι από τις ΗΠΑ ή τους δυτικούς αριστερούς. Οι αποφάσεις της Ουκρανίας, με άλλα λόγια, δεν θα πρέπει να υπόκεινται στην έγκριση ούτε του δυτικού ιμπεριαλισμού ούτε της αριστεράς των χωρών του δυτικού ιμπεριαλισμού. Είτε έτσι είτε αλλιώς, θα πρέπει απλά να απαιτήσουμε να φύγει η Ρωσία (από την Ουκρανία).
Τώρα, η πρώτη υπόθεση σε αυτά τα ατελείωτα άρθρα που διατυμπανίζουν τη σοφία της «κατάπαυσης του πυρός και των διαπραγματεύσεων» και της παραπάνω ερώτησης του Ρούμπενσταϊν είναι ότι η Ρωσία «πεθαίνει από επιθυμία» να διαπραγματευτεί και έχει «λογικές» ανησυχίες, ή όπως το θέτει ο Ρούμπενσταϊν, «άλλες ρωσικές ανάγκες και συμφέροντα», τα οποία προφανώς βρίσκονται στο εσωτερικό ενός άλλου κυρίαρχου κράτους. Αναρωτιέμαι αν ο Rubenstein θα προσπαθούσε να δικαιολογήσει τη συνεχιζόμενη αμερικανική κατοχή μέρους του κυρίαρχου εδάφους της Κούβας ως οφειλόμενη σε «αμερικανικές ανάγκες και συμφέροντα». Η σχετική υπόθεση είναι είτε ότι η Ουκρανία είναι αντίθετη στις διαπραγματεύσεις, είτε ότι πολλοί στην Ουκρανία, ίσως ο Ζελένσκι, θα ήταν έτοιμοι να διαπραγματευτούν, αλλά οι ΗΠΑ είναι αντίθετες στις διαπραγματεύσεις ή σε οποιεσδήποτε παραχωρήσεις προς τη Ρωσία και «απαγορεύουν» στην Ουκρανία να διαπραγματευτεί ή να συμβιβαστεί, ή με την παροχή όπλων «ενθαρρύνουν» την Ουκρανία να πολεμήσει και όχι να διαπραγματευτεί..
Αυτό το σενάριο, ωστόσο, είναι εντελώς φανταστικό. Κανένας που κάνει αυτές τις ατελείωτες δηλώσεις δεν έχει παρουσιάσει ποτέ κανένα απολύτως αποδεικτικό στοιχείο. Απλά τα επινοούν, επειδή ταιριάζει στο σχήμα τους ότι πρόκειται για ένα πόλεμο δια αντιπροσώπου (proxy war) που διεξάγεται από τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό, ο οποίος προφανώς χρησιμοποιεί την Ουκρανία και τις ουκρανικές ζωές για τον «πόλεμο του (των ΗΠΑ) κατά της Ρωσίας», σε αντίθεση με τον πραγματικό κατακτητικό πόλεμο που διεξάγει ο ρωσικός ιμπεριαλισμός εναντίον της πρώην αποικίας του, ο οποίος κοιτάζει κατάμουτρα όποιον θέλει να δει...
Είναι μια εξαιρετικά δυτικοκεντρική άποψη, ακόμη και για την πάντα δυτικοκεντρική μανιχαϊστική «αντιιμπεριαλιστική» αριστερά, να φανταστεί κανείς ότι τα εκατομμύρια των Ουκρανών που έχουν ξεσηκωθεί σε επίπεδο βάσης σε μια εξαιρετική κινητοποίηση για να υπερασπιστούν το δικαίωμα της Ουκρανίας να υπάρχει ως κράτος και έθνος δεν το κάνουν για τα δικά τους συμφέροντα, αλλά απλώς ξεγελιούνται για να γίνουν «αντιπρόσωποι» για τα σχέδια του αμερικανικού ιμπεριαλισμού.
Η Ουκρανία στην πραγματικότητα, είτε διαπραγματεύεται, είτε προσφέρεται να ξαναρχίσει διαπραγματεύσεις, σχεδόν συνεχώς. Δεν θα έπρεπε να είναι υποχρεωμένη να το κάνει. Η Ουκρανία θα είχε κάθε δικαίωμα να πει απλώς ότι τα ρωσικά στρατεύματα πρέπει να αποχωρήσουν από τη χώρα και ότι δεν υπάρχει τίποτα άλλο να διαπραγματευτεί εκτός από το ρυθμό και την υλικοτεχνική υποδομή αυτής της αποχώρησης. Αλλά διαπραγματεύεται ούτως ή άλλως λόγω της θέσης στην οποία βρίσκεται. Έτσι, όταν οι δυτικοί αριστεροί απαιτούν από την Ουκρανία να κάνει κάτι που ήδη κάνει, αυτό που πραγματικά εννοούν είναι ότι η Ουκρανία πρέπει να παραδοθεί στις «λογικές» απαιτήσεις της Ρωσίας. Θα πρέπει λοιπόν να ξεκαθαρίσουν - τι απαιτούν αυτοί οι συνετοί δυτικοί σοφοί από την Ουκρανία να κάνει για να ικανοποιήσει τη Ρωσία, ώστε να συμφωνήσει δήθεν σε κατάπαυση του πυρός και διαπραγματεύσεις; Ως επί το πλείστον, απαιτούν από την Ουκρανία να αποδεχθεί το πλήρες πρόγραμμα της Ρωσίας για την παράδοση της Ουκρανίας.
Ακόμα και στα χαρτιά, οι απαιτήσεις της Ρωσίας για την παράδοση της Ουκρανίας - κανένα δικαίωμα να ενταχθεί σε μια συμμαχία ασφαλείας της επιλογής της, αποστρατιωτικοποίηση, αναγνώριση της προσάρτησης της Κριμαίας και του Ντονμπάς από τη Ρωσία - μοιάζουν εντυπωσιακά με τις «λογικές» απαιτήσεις του Ισραήλ για την παράδοση των Παλαιστινίων, συμπεριλαμβανομένης της αναγνώρισης της προσάρτησης με τη βία και όλο το πακέτο. Και στις δύο περιπτώσεις, η δικαιολόγηση για να αποκαλέσει κανείς τέτοιες μέγιστες απαιτήσεις «λογικές» προκύπτει εύκολα από την άποψη ότι «δεν υπάρχει τέτοια αντιστοιχία όπως Παλαιστίνη/Ουκρανία». Ακριβώς όπως οι δυτικοί ιμπεριαλιστές ηγέτες απορρίπτουν το ένα και υποστηρίζουν το άλλο, η αριστερά των χωρών του δυτικού ιμπεριαλισμού κάνει ακριβώς το ίδιο, αλλά απλώς το αντιστρέφει. Αντίθετα, οι Ρώσοι και οι Ισραηλινοί ηγέτες των μικρών ιμπεριαλιστικών κρατών που ασχολούνται με τον παλιού τύπου κατακτητικό-ιμπεριαλισμό έχουν από καιρό έναν γενναιόδωρο σεβασμό για τα σχέδια του άλλου.
Η διαπραγματευτική πρόταση της Ουκρανίας: Όχι στο ΝΑΤΟ, όχι στρατιωτικές λύσεις στις κατεχόμενες περιοχές
Αλλά είναι αυτά τα «λογικά» ρωσικά αιτήματα αυτά για τα οποία η Ρωσία διεξάγει πραγματικά αυτόν τον πόλεμο;
Ας πάρουμε την απαίτηση σχετικά με το ΝΑΤΟ. Είναι δύσκολο να καταλάβουμε γιατί μπορεί κάποιος ακόμα να πιστεύει ότι η Ρωσία ξεκίνησε αυτόν τον πόλεμο λόγω των υποτιθέμενων «ανησυχιών της για την ασφάλεια» σχετικά με τη «διεύρυνση του ΝΑΤΟ». Η διεύρυνση του ΝΑΤΟ έλαβε χώρα την περίοδο 1999-2004, όταν εντάχθηκαν 10 χώρες, συμπεριλαμβανομένων των τριών μοναδικών χωρών «στα σύνορα της Ρωσίας», δηλαδή των τριών μικροσκοπικών κρατών της Βαλτικής. Οι τέσσερις χώρες στις οποίες επετράπη η είσοδος στο ΝΑΤΟ σε διαφορετικές χρονικές στιγμές τα τελευταία 18 χρόνια ήταν μικρά βαλκανικά κράτη που δεν βρίσκονταν πουθενά κοντά στη Ρωσία, και συχνά μετά από μακρές και δύσκολες διαδικασίες.
Η Ουκρανία υπέβαλε αίτηση ένταξης το 2008, και η κατηγορία ότι οι ΗΠΑ πιέζουν να «επεκταθούν» στην Ουκρανία βασίζεται στο γεγονός ότι το ΝΑΤΟ δεν είπε «όχι» εκείνη τη χρονιά, καθώς ο καταστατικός του χάρτης το εμποδίζει να πει όχι σε οποιαδήποτε ευρωπαϊκή χώρα. Ωστόσο, 14 χρόνια αργότερα, η Ουκρανία δεν έχει ακόμη λάβει ούτε ένα Σχέδιο Δράσης για την ένταξη στο ΝΑΤΟ (Membership Action Plan - MAP), ώστε να μπορέσει να αρχίσει να προσπαθεί να πληροί τους όρους ένταξης. Κανένας σοβαρός παρατηρητής δεν πιστεύει ότι η Ουκρανία έχει πιθανότητες να γίνει δεκτή [vi] για πολλά χρόνια ή δεκαετίες [vii] .
Αλλά σε κάθε περίπτωση, ο Ζελένσκι έκανε τη μεγάλη παραχώρηση σχετικά με το ΝΑΤΟ στις διαπραγματεύσεις μόλις λίγες εβδομάδες μετά τον πόλεμο. Η πλήρης επεξεργασία της ως γραπτή πρόταση έγινε στις 30 Μαρτίου. Τα πρώτα σημεία του σχεδίου των 10 σημείων [viii] έχουν ως εξής:
Πρόταση 1: Η Ουκρανία ανακηρύσσει τον εαυτό της ουδέτερο κράτος, υποσχόμενη να παραμείνει αδέσμευτη από οποιοδήποτε μπλοκ και να απέχει από την ανάπτυξη πυρηνικών όπλων - με αντάλλαγμα διεθνείς νομικές εγγυήσεις. Πιθανά κράτη-εγγυητές περιλαμβάνουν τη Ρωσία, τη Μεγάλη Βρετανία, την Κίνα, τις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Γαλλία, την Τουρκία, τη Γερμανία, τον Καναδά, την Ιταλία, την Πολωνία και το Ισραήλ, ενώ και άλλα κράτη θα ήταν επίσης ευπρόσδεκτα να συμμετάσχουν στη συνθήκη.
Πρόταση 2: Αυτές οι διεθνείς εγγυήσεις ασφαλείας για την Ουκρανία δεν θα επεκτείνονται στην Κριμαία, τη Σεβαστούπολη ή ορισμένες περιοχές του Ντονμπάς [δηλαδή τις περιοχές που ελέγχονται σήμερα από τα ανδρείκελα του Κρεμλίνου]. Τα μέρη της συμφωνίας θα πρέπει να καθορίσουν τα όρια αυτών των περιοχών ή να συμφωνήσουν ότι κάθε μέρος αντιλαμβάνεται διαφορετικά αυτά τα όρια.
Πρόταση 3: Η Ουκρανία δεσμεύεται να μην συμμετάσχει σε κανένα στρατιωτικό συνασπισμό και να μην φιλοξενήσει ξένες στρατιωτικές βάσεις ή τμήματα στρατευμάτων. Οποιεσδήποτε διεθνείς στρατιωτικές ασκήσεις θα ήταν δυνατές μόνο με τη συγκατάθεση των εγγυητριών χωρών. Από την πλευρά τους, οι εγγυήτριες αυτές χώρες επιβεβαιώνουν την πρόθεσή τους να προωθήσουν την ένταξη της Ουκρανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. {Σημειώστε ότι το δεύτερο σημείο αφορά επίσης τους άλλους όρους παράδοσης της Ρωσίας. Ένας από αυτούς, το ζήτημα της Κριμαίας, αναλύεται περαιτέρω στο σημείο 8:}
Πρόταση 8: Οι ενδιαφερόμενες πλευρές επιθυμούν να επιλύσουν τα ζητήματα που σχετίζονται με την Κριμαία και τη Σεβαστούπολη και δεσμεύονται για διμερείς διαπραγματεύσεις μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας για περίοδο 15 ετών. Η Ουκρανία και η Ρωσία δεσμεύονται επίσης να μην επιλύσουν τα ζητήματα αυτά με στρατιωτικά μέσα και να συνεχίσουν τις διπλωματικές προσπάθειες επίλυσης.
Αν κάποιος μπορεί να βρει στοιχεία για την «απόρριψη» του σχεδίου της Ουκρανίας από τις ΗΠΑ, για οποιαδήποτε προσπάθεια «απαγόρευσης» της Ουκρανίας να κάνει αυτές τις παραχωρήσεις, παρακαλείται να παράσχει πηγές. Τέτοιες αποδείξεις δεν θα υπάρξουν. Στα τέλη Απριλίου, κατά τη διάρκεια μιας ακρόασης της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας, ο ακροδεξιός Ρεπουμπλικανός γερουσιαστής Ραντ Πολ κατηγόρησε την κυβέρνηση Μπάιντεν ότι προκάλεσε τον πόλεμο «χτυπώντας τα τύμπανα για να γίνει δεκτή η Ουκρανία στο ΝΑΤΟ». Στην απάντησή του, ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Άντονι Μπλίνκεν δήλωσε ότι ο Λευκός Οίκος θα ήταν ανοιχτός σε μια συμφωνία που θα είχε ως αποτέλεσμα η Ουκρανία να γίνει «ένα αδέσμευτο, ουδέτερο έθνος»[ix] . «Εμείς, Γερουσιαστά, δεν πρόκειται να γίνουμε πιο Ουκρανοί από τους Ουκρανούς. Αυτές είναι αποφάσεις που πρέπει να πάρουν οι ίδιοι», δήλωσε ο Μπλίνκεν στον Πολ. «Σκοπός μας είναι να διασφαλίσουμε ότι έχουν στα χέρια τους την ικανότητα να αποκρούσουν τη ρωσική επιθετικότητα και μάλιστα να ενισχύσουν τη θέση τους σε ένα ενδεχόμενο τραπέζι διαπραγματεύσεων», πρόσθεσε. Αν και δεν έβλεπε κανένα σημάδι ότι ο Πούτιν ήταν έτοιμος να διαπραγματευτεί, είπε: «Αν είναι έτοιμος και αν οι Ουκρανοί συμμετάσχουν, θα το υποστηρίξουμε αυτό».
Αυτό δεν οφείλεται στο γεγονός ότι ο Μπάιντεν ή ο Μπλίνκεν είναι σπουδαίοι ειρηνιστές ή ότι δεν είναι ιμπεριαλιστές. Είναι απλά ότι η θέση «καμία διαπραγμάτευση» που τους αποδίδεται από πολλούς ευερέθιστους αριστερούς, απλά δεν είναι μια θέση που ενδιαφέρει το κύριο σώμα του αμερικανικού ιμπεριαλισμού (με την επιφύλαξη των μεμονωμένων ομιλούντων κεφαλών ή των πολεμιστών της πολυθρόνας).
Σε αντίθεση με τη φαντασιακή και χωρίς στοιχεία άποψη ότι η Ουκρανία μπορεί να θέλει να διαπραγματευτεί αλλά η Δύση δεν θα της το επιτρέψει, άλλοι ισχυρίζονται (εξίσου λανθασμένα) ότι η Ουκρανία αρνείται να διαπραγματευτεί, αλλά οι ΗΠΑ και η Δύση πρέπει να διαπραγματευτούν ούτως ή άλλως. Αυτό είναι ένα μάλλον περίεργο αίτημα - αφού η Ρωσία δεν εισβάλλει στις ΗΠΑ ή στη Δυτική Ευρώπη και αυτές δεν εισβάλλουν στη Ρωσία, για ποιο ακριβώς θέμα πρέπει να διαπραγματευτούν οι ΗΠΑ;
Το θέμα είναι, φυσικά, ότι αυτοί οι «αντι-ιμπεριαλιστές» εδώ αποκαλύπτονται ως υπερ-ιμπεριαλιστές: απαιτούν από τις ΗΠΑ και τη Δύση να διαπραγματευτούν «για λογαριασμό» της Ουκρανίας! Έτσι, προφανώς, αν οι ΗΠΑ ή η Γαλλία «διαπραγματευτούν» με τον Πούτιν για να παραχωρήσει η Ουκρανία την Κριμαία και το Ντονμπάς στη Ρωσία, η Ουκρανία θα πρέπει ευχαρίστως να δεχτεί να διαμοιραστεί από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, και αυτή η Κισινγκεριανή «ρεαλιστική» γεωπολιτική της σκακιέρας είναι τώρα υποτίθεται η ουσία μιας χειραφετητικής αριστερής θέσης!
Υπάρχει ένας νέος στόχος των ΗΠΑ να «αποδυναμώσουν τη Ρωσία»;
Σε μια σχετική συνέντευξη, η δήλωση του Αμερικανού υπουργού Άμυνας Λόιντ Όστιν στις 25 Απριλίου ότι οι ΗΠΑ στοχεύουν «να δουν τη Ρωσία να αποδυναμώνεται σε βαθμό που να μην μπορεί να κάνει τέτοιου είδους πράγματα που έκανε με την εισβολή στην Ουκρανία» προκάλεσε μεγάλο ενθουσιασμό. Υποτίθεται ότι πρόκειται για δήλωση είτε πραγματικών, είτε νέων στόχων των ΗΠΑ σε αυτόν τον πόλεμο. Τώρα, ακόμη και αν ερμηνευτεί έτσι, αυτό δεν σημαίνει κάτι για τον πόλεμο αντίστασης που διεξάγει ο ουκρανικός λαός ενάντια στην προσπάθεια της αυτοκρατορικής Ρωσίας να τον εξαφανίσει από τον χάρτη. Προφανώς, ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός έχει τους δικούς του λόγους για να βοηθήσει αυτή την αντίσταση (παρέχοντας μάλιστα μεγάλο αριθμό από τα ίδια όπλα που όχι μόνο δεν παρείχε στην εξέγερση της Συρίας κατά του Άσαντ, αλλά εμπόδισε ενεργά άλλους να παρέχουν). Αλλά αν οι ΗΠΑ στοχεύουν στην αποδυνάμωση της Ρωσίας μέσω της υποστήριξης αυτής της ουκρανικής αντίστασης, αυτή δεν είναι μια επιλογή της Ουκρανίας- η Ουκρανία δεν εισέβαλε στη Ρωσία για να δώσει στις ΗΠΑ μια οδό για την αποδυνάμωση της Ρωσίας. Η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία- αν η αντίσταση της Ουκρανίας επιτρέπει στις ΗΠΑ να αποδυναμώσουν τη Ρωσία βοηθώντας την, η Ρωσία μπορεί να ευχαριστεί τον Πούτιν γι' αυτό.
Αλλά σε κάθε περίπτωση, η δήλωση αυτή μπορεί να σημαίνει σχεδόν τα πάντα- η Ουκρανία απλά διατηρώντας το δικαίωμά της στην ύπαρξη ή στην ύπαρξη χωρίς να υποστεί μεγάλες εδαφικές απώλειες - μια ήττα των στόχων της ρωσικής εισβολής - θα αποδυναμώσει τη Ρωσία. Έτσι, όποιος δεν υποστηρίζει μια ρωσική νίκη επί της Ουκρανίας θα μπορούσε επίσης να θεωρηθεί ότι συμφωνεί με τον Όστιν. Με την παροχή οποιασδήποτε βοήθειας από την πρώτη μέρα, οι ΗΠΑ βοηθούσαν στην «αποδυνάμωση της Ρωσίας».
Ορισμένοι διακηρύσσουν ότι αυτός δεν ήταν ο αρχικός στόχος των ΗΠΑ, αλλά η δήλωση του Όστιν προανήγγειλε μια «νέα» στρατηγική στροφή στην πολιτική των ΗΠΑ. Αλλά αν είναι έτσι, πρέπει να εξηγήσουν τι έχει αλλάξει στην πράξη. Προηγουμένως, ισχυρίζονται, οι ΗΠΑ βοηθούσαν την ουκρανική αντίσταση με στόχο να βοηθήσουν την Ουκρανία να αντισταθεί στη ρωσική εισβολή - για τους δικούς της λόγους, φυσικά, αλλά μέσα σε αυτά τα όρια. Τώρα οι ΗΠΑ κάνουν το ίδιο πράγμα, βοηθώντας την ουκρανική αντίσταση, αλλά με στόχο την αποδυνάμωση της Ρωσίας. Συγχωρέστε με που έχω μπερδευτεί σχετικά με το τι έχει αλλάξει στην πράξη.
Ένας συνήθης ισχυρισμός είναι ότι με την προμήθεια όπλων στην Ουκρανία, οι ΗΠΑ στοχεύουν να παρατείνουν τον πόλεμο, ώστε να καθηλώσουν και να εξαντλήσουν τη Ρωσία, ενώ η αποδυνάμωση της Ρωσίας θα πληρωθεί από το θάνατο και τον πόνο των Ουκρανών. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι γεμάτα από δυτικά αριστερά σοφίσματα που διακηρύσσουν ότι «οι ΗΠΑ θα πολεμήσουν τη Ρωσία μέχρι την τελευταία σταγόνα Ουκρανικού αίματος». Προφανώς, ο λόγος για τον οποίο εκατομμύρια Ουκρανοί αντιστέκονται στη ρωσική εισβολή δεν είναι επειδή δεν θέλουν να κατακτηθούν από μια κτηνώδη ιμπεριαλιστική δύναμη, αλλά επειδή υποσυνείδητα ενεργούν ενάντια στα δικά τους συμφέροντα, πεθαίνοντας για τον αμερικανικό στόχο της αποδυνάμωσης της Ρωσίας. Μακάρι να ήξεραν (οι Ουκρανοί) αυτό που γνωρίζουν αυτοί οι γενναίοι και έξυπνοι δυτικοί αριστεροί, ότι τα πραγματικά τους συμφέροντα βρίσκονται στην αποδοχή της αποικιοκρατικής καταπίεσης, της κατοχής, της σφαγής και της καταλήστευσης.
Το προφανές ερώτημα που προκύπτει από αυτόν τον ισχυρισμό ότι οι ΗΠΑ θέλουν να παρατείνουν τον πόλεμο για να αποδυναμώσουν τη Ρωσία είναι «πώς μπορεί ο πόλεμος να τελειώσει πιο γρήγορα;». Από τη μία πλευρά, ο ισχυρισμός θα μπορούσε να σημαίνει ότι, επιτρέποντας στους Ουκρανούς να αντισταθούν καλύτερα στη ρωσική κατάκτηση, αυτά τα δυτικά όπλα αποτρέπουν το γρήγορο τέλος του πολέμου με συνολική ρωσική νίκη, με τις συνακόλουθες σφαγές και τα εγκλήματα πολέμου, την επιβολή ενός φασιστικού καθεστώτος καταπίεσης και την προσάρτηση μεγάλου μέρους της Ουκρανίας. Αν αυτοί οι αριστεροί υποστηρίζουν ένα γρήγορο τέλος του πολέμου μέσω αυτής της κατάληξης, ώστε να μην «τραβήξει», θα πρέπει να το πουν ανοιχτά και να σταματήσουν να γυροφέρνουν το θέμα.
Αλλά αν δεν το εννοούν αυτό, ο μόνος άλλος τρόπος για να τελειώσει ο πόλεμος πιο γρήγορα και να μην καθηλωθεί η Ρωσία θα ήταν μια δραματική αύξηση της ποσότητας και της ποιότητας των παραδόσεων όπλων στην Ουκρανία, έτσι ώστε να μπορέσει να εκδιώξει με τρόπο αξιόπιστο και γρήγορο τη Ρωσία από το έδαφός της- ενώ η Ρωσία θα εξακολουθούσε να είναι κάπως αποδυναμωμένη από την ήττα, τουλάχιστον ο πόλεμος δεν θα τραβούσε σε μάκρος, και ως εκ τούτου ο υποτιθέμενος στόχος να καθηλωθεί η Ρωσία εκεί και να εξαντληθεί δεν θα εκπληρωνόταν. Σε αυτή την περίπτωση θα έπρεπε να καταγγέλλουν τις ΗΠΑ ότι δεν προμηθεύουν την Ουκρανία με όπλα επαρκούς ποσότητας και ποιότητας για να το πετύχουν αυτό, αλλά μόνο αρκετά για να συνεχίσουν να πολεμούν αλλά όχι να νικήσουν. Αλλά είναι απίθανο να εννοούν ούτε αυτό.
Έτσι, αν η ιδέα δεν είναι ένα γρήγορο τέλος του πολέμου ούτε μέσω μιας συντριπτικής ρωσικής νίκης, ούτε μέσω του ότι η Ουκρανία θα διώξει γρήγορα τον εισβολέα, τότε η δήλωση δεν έχει κανένα νόημα, είναι απλώς ένα κομμάτι φτηνής ρητορικής.
Αλλά φυσικά, καθώς οι τανκιστές (tankies) [x] γίνονται ειρηνιστές, επιστρέφουμε στο αίτημα για «κατάπαυση του πυρός και διαπραγματεύσεις». Όχι γρήγορη ρωσική νίκη, όχι ολοκληρωτική ουκρανική νίκη, αλλά ούτε και παράταση του πολέμου, γιατί ως γνωστόν οι «διαπραγματεύσεις» μπορούν να τερματίσουν τον πόλεμο. Αυτό λειτουργεί πάντα, και κανείς δεν το είχε σκεφτεί ποτέ πριν.
Το μόνο που πρέπει να κάνει η Ουκρανία είναι να παραδοθεί στις «λογικές απαιτήσεις» της Ρωσίας, που θα οδηγήσει σε μια ικανοποιημένη Ρωσία που θα ζητήσει κατάπαυση του πυρός- ή αν όχι, οι ΗΠΑ πρέπει να διαπραγματευτούν αυτή την παράδοση «για λογαριασμό της Ουκρανίας». Αφήνοντας κατά μέρος το πόσο αυτή η στάση η αριστερά των χωρών του δυτικού ιμπεριαλισμού έρχεται σε αντίθεση με τις αριστερές θέσεις σε σχεδόν κάθε άλλο αγώνα ενός έθνους και ενός λαού ενάντια στην ιμπεριαλιστική επίθεση, κατοχή και κατάκτηση, άραγε πόσο ρεαλιστική είναι αυτή η «στρατηγική» με τους δικούς της όρους;
Η Ρωσία εμπλέκεται σε έναν πόλεμο παλαιού τύπου κατακτητικού ιμπεριαλισμού
Για να απαντήσουμε σε αυτό, πώς απάντησε η Ρωσία στις προτάσεις της Ουκρανίας τον Μάρτιο, που συζητήθηκαν παραπάνω, για όχι ΝΑΤΟ, για ουδετερότητα με εγγυήσεις ασφαλείας, για μη ένταξη σε κανένα στρατιωτικό μπλοκ, για 15ετή διαπραγμάτευση για την Κριμαία χωρίς στρατιωτικές λύσεις; Με όσα είδαμε έκτοτε: την πλήρη καταστροφή της Μαριούπολης, τη σφαγή της Μπούτσα, όλη την υπόλοιπη φρίκη. Το τελευταίο πράγμα που ήθελε η Ρωσία ήταν η Ουκρανία να μπλοφάρει.
Το πρόβλημα είναι ότι αυτή η «αντιιμπεριαλιστική» αριστερά δεν καταλαβαίνει τη φύση του ιμπεριαλισμού- ή ισχυριζόμενη ότι η Ρωσία δεν είναι ιμπεριαλιστική δύναμη, αλλά απλώς μια μεγάλη καπιταλιστική δύναμη με μέσες επεκτατικές τάσεις, φαντάζεται ότι δεν ισχύει η ίδια ιμπεριαλιστική λογική.
Η Ρωσία εμπλέκεται σε έναν πόλεμο ιμπεριαλιστικής κατάκτησης τύπου του τέλους του 19ου αιώνα. Προφανώς, δεν είναι μοναδική στον κόσμο, όπως ισχυρίζονται τα δυτικά μέσα ενημέρωσης, είχαμε το Ισραήλ, την Ινδονησία, το Μαρόκο, την Τουρκία και άλλους να εμπλέκονται σε πολέμους κατάκτησης και προσάρτησης τις τελευταίες δεκαετίες, που χαιρετίστηκαν είτε από τη δυτική αδιαφορία, είτε από την ένθερμη δυτική και κυρίως αμερικανική υποστήριξη. Η επισήμανση της δυτικής υποκρισίας είναι πολιτικά σημαντική, καθώς αντιμετωπίζουμε την επίθεση της ιδιοτελούς και γελοίας προπαγάνδας για το ότι ο κόσμος είναι διαιρεμένος μεταξύ «δημοκρατίας και απολυταρχίας», για το ότι δήθεν υπάρχει μια «διεθνής τάξη βασισμένη σε κανόνες» που κανείς δεν παραβίασε ποτέ πριν από τον Πούτιν, και ούτω καθεξής. Αλλά η καταπολέμηση της υποκρισίας δεν βοηθά στην ανάλυση μιας συγκεκριμένης κατάστασης. Αυτές οι άλλες περιπτώσεις αφορούν όλες σχετικά μικρές χώρες- η μεγαλύτερη, η Ινδονησία, ηττήθηκε τελικά στο Ανατολικό Τιμόρ (με τη βοήθεια μιας αλλαγής στην ιμπεριαλιστική πολιτική, και μάλιστα με ιμπεριαλιστική παρέμβαση για την υπεράσπιση του Ανατολικού Τιμόρ), αν και όχι στη Δυτική Παπούα. Η Τουρκία δεν προχώρησε στην επίσημη προσάρτηση της βόρειας Κύπρου, την οποία εξακολουθεί να κατέχει- και παρόλο που δεν αντιμετώπισε ποτέ δυτικές κυρώσεις, η "δημοκρατία" της μαριονέτα της δεν αναγνωρίζεται από καμία χώρα στον κόσμο. [xi] Προφανώς, το Ισραήλ/Παλαιστίνη είναι η περίπτωση με τις περισσότερες παγκόσμιες συνέπειες.
Αλλά είναι η πρώτη φορά που μια μεγάλη παγκόσμια ιμπεριαλιστική δύναμη επιδίδεται σε ιμπεριαλισμό «άμεσης κατάκτησης» τύπου 19ου αιώνα από το 1945. Δεν πρόκειται για διαγωνισμό ηθικής εδώ, προφανώς η εισβολή των ΗΠΑ στο Ιράκ ήταν εξαιρετικά βίαιη και εγκληματική, αλλά ο στόχος δεν ήταν η κατάκτηση ως τέτοια- και φυσικά τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Ρωσία και άλλοι έχουν εμπλακεί σε μαζικές και βίαιες «επεμβάσεις» αφού «προσκλήθηκαν», αλλά και πάλι δεν πρόκειται για κατάκτηση ως τέτοια. Πρέπει να κατανοήσουμε αυτό το γεγονός.
Στα τέλη Απριλίου, ο Rustam Minnekayev, αναπληρωτής διοικητής της κεντρικής στρατιωτικής περιφέρειας της Ρωσίας, δήλωσε ότι η Ρωσία σχεδίαζε να διαμορφώσει έναν χερσαίο διάδρομο μεταξύ της Κριμαίας και του Ντονμπάς στην ανατολική Ουκρανία- αυτό είναι μάλλον προφανές ούτως ή άλλως - γι' αυτό έπρεπε να κατακτηθεί και να καταστραφεί η Μαριούπολη, που βρίσκεται ακριβώς στη μέση και είναι ένα λιμάνι-κλειδί. Πρόκειται φυσικά για ρωσόφωνες περιοχές, όπου ο «απελευθερωτής των Ρώσων» τους έσφαξε. Αλλά συνέχισε, σημειώνοντας ότι «ο έλεγχος της νότιας Ουκρανίας είναι ένας άλλος δρόμος προς την Υπερδνειστερία, όπου υπάρχουν επίσης ενδείξεις ότι ο ρωσόφωνος πληθυσμός καταπιέζεται» [xii].
Με άλλα λόγια, ολόκληρος ο νότος της Ουκρανίας, ολόκληρη η ακτή της Μαύρης Θάλασσας, είναι στόχος του ρωσικού ιμπεριαλισμού. Όχι μόνο η σύνδεση του Ντονμπάς με την Κριμαία, αλλά και η κατάληψη της Οδησσού και η σύνδεση της Κριμαίας με τη ρωσικά ελεγχόμενη ψευτο-«δημοκρατία» της Υπερδνειστερίας, την οποία η Ρωσία κατέλαβε από τη Μολδαβία πριν από δεκαετίες (πόσο εκπληκτικό είναι το γεγονός ότι μια περιοχή υπό ουσιαστικό ρωσικό έλεγχο «καταπιέζει» τώρα και τους Ρώσους!) Και αν λάβουμε υπόψη τις πιο ακραίες «ευρασιατικές» απόψεις [xiii] , η Μολδαβία - ένα ουδέτερο κράτος, όπως η Ουκρανία, εκτός ΝΑΤΟ - θα έπρεπε μάλλον να ανησυχεί και για την ύπαρξή της.
Φυσικά, η τεράστια κινητοποίηση της ουκρανικής αντίστασης έχει μάλλον φρενάρει τους πιο ακραίους ρωσικούς γεωγραφικούς στόχους - σε αυτό το στάδιο φαίνεται ότι η Ρωσία θα εδραιώσει την κατάκτηση της σύνδεσης του Ντονμπάς με την Κριμαία και δεν θα έχει τη δυνατότητα να τολμήσει να προχωρήσει πέρα από την Οδησσό - αλλά αυτό δεν αλλάζει το γεγονός ότι αυτοί είναι οι στόχοι της Ρωσίας. Και ακόμη και μόνο η εδραίωση αυτού του μέρους της κατάκτησης αποκλείει την Ουκρανία από το μεγαλύτερο μέρος της Μαύρης Θάλασσας.
Οι αποδείξεις ότι η Ρωσία στοχεύει να προσαρτήσει τις νέες της κατακτήσεις φαίνονται όπου «Ρώσοι αξιωματούχοι έχουν ήδη προχωρήσει στην εισαγωγή του νομίσματος του ρουβλίου, στην εγκατάσταση εντολοδόχων πολιτικών στις τοπικές κυβερνήσεις, στην επιβολή νέων σχολικών προγραμμάτων σπουδών, στην ανακατεύθυνση των servers του διαδικτύου μέσω της Ρωσίας και στην αποκοπή του πληθυσμού από τις ουκρανικές εκπομπές» [xiv] σε αυτές τις κατακτημένες περιοχές. Ο Marat Khusnullin, αναπληρωτής πρωθυπουργός της Ρωσίας για τις υποδομές, δήλωσε επίσης ότι η Ρωσία σκοπεύει «να χρεώσει την Ουκρανία για την ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται από το ουκρανικό πυρηνικό εργοστάσιο που οι ρωσικές δυνάμεις κατέλαβαν τις πρώτες εβδομάδες της εισβολής».
Η Μαύρη Θάλασσα, φυσικά, είναι γεμάτη υδρογονάνθρακες [xv] . Ας μην κάνουμε τα πράγματα πολύ περίπλοκα. Ο ρωσικός ιμπεριαλισμός τους θέλει [xvi]. Σίγουρα δεν θέλει να μοιραστεί τίποτα με την πρώην αποικία του και αποκόπτοντάς την από το μεγαλύτερο μέρος της θαλάσσιας ακτής της, μπορεί ουσιαστικά να την αποκλείσει μέχρι να υποταχθεί.
Και τώρα, προς τα πού όσον αφορά την πολιτική των ΗΠΑ;
Οι απόψεις σχετικά με το πού κατευθύνεται η πολιτική των ΗΠΑ ως απάντηση σε αυτή την κατάσταση κυμαίνονται από το «οι ΗΠΑ θα συνεχίσουν την κλιμάκωση μέχρι να οδηγήσουν σε πόλεμο με τη Ρωσία» έως το «οι ΗΠΑ θα κλείσουν συμφωνία με τη Ρωσία και θα ξεπουλήσουν την Ουκρανία». Το σενάριο που περιλαμβάνει τις ΗΠΑ που πιέζουν την Ουκρανία να κάνει έναν συμβιβασμό που δεν είναι απόλυτα δίκαιος μόλις αισθανθεί ότι η Ρωσία έχει αποδυναμωθεί αρκετά, αντί να πιέζουν για πλήρη νίκη, είναι εξίσου πιθανό, αν όχι περισσότερο, από τις προβλέψεις ότι οδεύουν σε πόλεμο με τη Ρωσία. Όπως και να έχει, είναι σαφές ότι οι ΗΠΑ και άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις υποστηρίζουν την Ουκρανία για τους δικούς τους λόγους και τα συμφέροντά τους δεν είναι ταυτόσημα.
Ποια είναι λοιπόν τα συμφέροντα των ΗΠΑ που εμπλέκονται; Προφανώς, ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός έχει ήδη «κερδίσει» λόγω της εισβολής του Πούτιν: Η ηγεμονία «ασφάλειας» των ΗΠΑ στην Ευρώπη είναι τώρα ισχυρότερη από κάθε άλλη φορά μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, το ΝΑΤΟ προσθέτει τώρα νέα μέλη, τα πολλά χρόνια ανάπτυξης του ρωσογερμανικού αγωγού φυσικού αερίου έχουν ξαφνικά πέσει στο κενό. Προφανώς, ο αμερικανικός και γενικότερα ο δυτικός ιμπεριαλισμός δεν θέλει μια ρωσική κατάκτηση ολόκληρης της Μαύρης Θάλασσας- και το να επιτραπεί στη Ρωσία να κατακτήσει πολύ περισσότερο από εκεί που ήδη κατείχε στην Ουκρανία πριν από την εισβολή δεν θα ήταν καλό για την «αξιοπιστία» των ΗΠΑ ή του ΝΑΤΟ. Αλλά μόλις η προσπάθεια αυτή ηττηθεί, μπορεί να μην υπάρχει μεγάλη όρεξη να συνεχίσουν να υποστηρίζουν την Ουκρανία.
Το απλό δεδομένο είναι ότι ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός δεν έχει ξεκινήσει καμία «πολεμική εκστρατεία» εναντίον της Ρωσίας και δεν έχει κανένα ενδιαφέρον για κάτι τέτοιο. Δεν υπήρχαν ενδείξεις για οποιαδήποτε αμερικανική προετοιμασία εναντίον της Ρωσίας πριν από τον πόλεμο, και ενώ οι σχέσεις ήταν τεταμένες μετά την προσάρτηση της Κριμαίας το 2014, ήταν σχετικά φυσιολογικές, συμπεριλαμβανομένης μιας μεγάλης συνεργασίας σε μέρη όπως η Συρία. Ενώ μια ορισμένη ποσότητα αντιρωσικής ρητορικής μπορεί να έχει χαρακτηρίσει ορισμένες δηλώσεις των ΗΠΑ σε σύγκριση με την πιο διαλλακτική γαλλογερμανική προσέγγιση, αυτό μπορεί να γίνει κατανοητό ως μέρος της διατήρησης του ΝΑΤΟ -του εργαλείου της για ηγεμονία στην Ευρώπη- ως «επίκαιρου», ιδίως μεταξύ ορισμένων από τις πιο αντιρωσικές ανατολικοευρωπαϊκές ηγετικές ελίτ (και ακόμη και αυτό είχε αρχίσει να φθείρεται πριν ο Πούτιν σώσει το ΝΑΤΟ - μόλις πριν από λίγους μήνες, μια σειρά ανατολικοευρωπαίοι δεξιοί λαϊκιστές ηγέτες βρίσκονταν όλο και πιο κοντά στη Μόσχα).
Αλλά είναι σημαντικό να μην συγχέουμε αυτή τη συμβολική «αντιπαλότητα» ΗΠΑ-Ρωσίας - που σχετίζεται με την αξιοπιστία, το μέγεθος των χωρών, τη στρατιωτική ισχύ, τα κατάλοιπα του Ψυχρού Πολέμου - με τον πραγματικό ενδοϊμπεριαλιστικό ανταγωνισμό. Οι οικονομίες τους είναι απλά πολύ διαφορετικές τόσο ως προς τον χαρακτήρα όσο και ως προς το μέγεθος για να θεωρήσουν οι ΗΠΑ το οικονομικό φέουδο του Πούτιν που βασίζεται στον υδρογονάνθρακα ως σοβαρό παγκόσμιο ανταγωνιστή - αυτό το βραβείο πηγαίνει στον ανερχόμενο, υπερδυναμικό κινεζικό ιμπεριαλισμό. Και η εμπλοκή στην Ουκρανία δεν ευνοεί την «στροφή των ΗΠΑ προς την Ασία», όπου εδρεύει ο Κινέζος αντίπαλός τους, αν και για αυτόν ακριβώς τον λόγο μπορεί να είναι πολύ προς το συμφέρον της Κίνας.
Ναι, έχουν διατεθεί τεράστιες ποσότητες όπλων στην Ουκρανία, αλλά υπήρξαν επίσης σαφή όρια: για παράδειγμα, οι ΗΠΑ εμπόδισαν την Πολωνία να παραδώσει πολεμικά αεροσκάφη, ενώ μια ζώνη απαγόρευσης πτήσεων τέθηκε εξαρχής εκτός πλαισίου συζήτησης από τις ΗΠΑ και τη Δύση.
Ένα πρόβλημα με τη σύγχυση κάποιων ρητορικών ακροβατισμών με την ιμπεριαλιστική πολιτική των ΗΠΑ είναι ότι κάθε μία από τις παραπάνω στιγμές «αποκάλυψης» έχει ανακληθεί από άλλα κυβερνητικά στελέχη των ΗΠΑ. Αφού ο Όστιν ανέφερε την επιδίωξη αποδυνάμωση της Ρωσίας, η εκπρόσωπος Τύπου Τζεν Σάκι εξήγησε ότι αυτό σήμαινε απλώς ότι «ο στόχος μας είναι να αποτρέψουμε να συμβεί αυτό [η κατάληψη της Ουκρανίας από τη Ρωσία] ... αλλά, ναι, επιδιώκουμε επίσης να τους αποτρέψουμε από το να επεκτείνουν περαιτέρω τις προσπάθειές τους και τους στόχους του προέδρου Πούτιν πέρα από αυτό» [xvii] . Όταν ο Μπάιντεν είπε ότι ο Πούτιν δεν πρέπει να παραμείνει στην εξουσία, αυτό αμέσως καταρρίφθηκε από άλλους στην κυβέρνηση των ΗΠΑ. Και όταν ο βουλευτής Σεθ Μούλτον δήλωσε: «Δεν είμαστε σε πόλεμο μόνο για να υποστηρίξουμε τους Ουκρανούς. Είμαστε ουσιαστικά σε πόλεμο, αν και κάπως μέσω αντιπροσώπου, με τη Ρωσία», ο εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου Άντριου Μπέιτς απάντησε [xviii] : "Ο πρόεδρος Μπάιντεν ήταν ξεκάθαρος ότι οι αμερικανικές δυνάμεις δεν εμπλέκονται και δεν θα εμπλακούν σε σύγκρουση με τη Ρωσία. Υποστηρίζουμε τον ουκρανικό λαό καθώς υπερασπίζεται τη χώρα του». Τέλος, στις αρχές Μαΐου, η κυβέρνηση των ΗΠΑ επέβαλε νέα όρια στις πληροφορίες που μοιράζεται με την Ουκρανία [xix] .
Ρίτσαρντ Χάας, Τόμας Φρίντμαν, Eliot Cohen: Φωνές μέσα από την άρχουσα τάξη των ΗΠΑ
Πράγματι, μπορούμε επίσης να βρούμε και στιγμές «αποκάλυψης» διαφορετικού είδους. Στις 9 Μαΐου, ο Μπάιντεν εξέφρασε την ανησυχία του ότι ο Πούτιν «δεν έχει διέξοδο αυτή τη στιγμή, και προσπαθώ να καταλάβω τι κάνουμε γι' αυτό» [xx] .
Αυτή η ανησυχία - να δοθεί στον Πούτιν κάποια «διέξοδος» για να αποφευχθεί το είδος της αποσταθεροποίησης που θα μπορούσε να προκύψει από μια απόλυτη ήττα της Ρωσίας - είναι πιθανότατα πολύ πιο κοντά στα πραγματικά αμερικανικά ιμπεριαλιστικά συμφέροντα από ό,τι το φαντασιακό φάντασμα των ΗΠΑ που στοχεύει στη «Βαλκανοποίηση της Ρωσίας», που είναι πιο πιθανό να είναι ακριβώς αυτό που όλοι θέλουν να αποφύγουν. Οι ανησυχίες αυτές συνάδουν με εκείνες που εκφράζονται σε διάφορα τμήματα κορυφαίων στρατηγικών αναλυτών της άρχουσας τάξης των ΗΠΑ στα σοβαρά μέσα ενημέρωσης. Παρόλο που αυτοί οι στρατηγικοί αναλυτές δεν δημιουργούν την πολιτική των ΗΠΑ, οι εξηγήσεις που δίνουν για το ποιά θα έπρεπε να είναι η πολιτική των ΗΠΑ δεν είναι μόνο λογικές, αλλά συμπίπτουν και με τα ίδια τα όρια της προσέγγισης του Μπάιντεν, και εκφράζουν μια σειρά από παρόμοιες ανησυχίες.
Το πρώτο από αυτά είναι ένα άρθρο στο Foreign Affairs του Ρίτσαρντ Χας [xxi] , προέδρου του Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων, ο οποίος έχει υπηρετήσει σε διάφορες αμερικανικές κυβερνήσεις από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, μεταξύ άλλων για τον υπουργό Εξωτερικών Κόλιν Πάουελ στην κυβέρνηση Μπους, ως διευθυντής σχεδιασμού πολιτικής του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών από το 2001 έως το 2003 κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας του πολέμου στο Ιράκ. Επομένως, δεν είναι καθόλου ασήμαντος. Ο Χας αρχίζει:
«Επί της αρχής, η επιτυχία από τη σκοπιά της Δύσης μπορεί να οριστεί ως ο τερματισμός του πολέμου μάλλον νωρίτερα παρά αργότερα και με όρους που η δημοκρατική κυβέρνηση της Ουκρανίας είναι έτοιμη να αποδεχθεί. Αλλά ποιοί ακριβώς είναι αυτοί οι όροι; Θα επιδιώξει η Ουκρανία να ανακτήσει όλα τα εδάφη που έχασε τους τελευταίους δύο μήνες; Θα απαιτήσει να αποσυρθούν πλήρως οι ρωσικές δυνάμεις από το Ντονμπάς και την Κριμαία; Θα απαιτήσει το δικαίωμα να ενταχθεί στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ; Θα επιμείνει ότι όλα αυτά θα πρέπει να καθοριστούν σε ένα επίσημο έγγραφο που θα υπογραφεί από τη Ρωσία;
«Οι Ηνωμένες Πολιτείες, η ΕΕ και το ΝΑΤΟ πρέπει να συζητήσουν τέτοια ζητήματα μεταξύ τους και με την Ουκρανία τώρα. ... Σίγουρα, οι Ουκρανοί έχουν κάθε δικαίωμα να καθορίσουν τους πολεμικούς τους στόχους. Αλλά το ίδιο έχουν και οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρώπη. Αν και τα δυτικά συμφέροντα συμπίπτουν με αυτά της Ουκρανίας, αυτά είναι ευρύτερα, συμπεριλαμβανομένης της πυρηνικής σταθερότητας με τη Ρωσία και της δυνατότητας να επηρεάσουν την πορεία των πυρηνικών προγραμμάτων του Ιράν και της Βόρειας Κορέας.
«Είναι επίσης σημαντικό να ληφθεί υπόψη ότι η Ρωσία έχει λόγο για τη λήψη απόφασης. Παρόλο που ο Πούτιν ξεκίνησε αυτόν τον πόλεμο από επιλογή, θα χρειαστούν περισσότεροι από αυτόν για να τον τερματίσουν. Τόσο ο ίδιος όσο και ο Ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι θα πρέπει να εξετάσουν τι απαιτούν σε έδαφος και όρους για να σταματήσουν τις εχθροπραξίες. Θα πρέπει επίσης να αποφασίσουν αν είναι έτοιμοι όχι μόνο να διατάξουν τον τερματισμό των μαχών αλλά και να συνάψουν και να τιμήσουν μια ειρηνευτική συμφωνία. Μια άλλη πολυπλοκότητα είναι ότι ορισμένες πτυχές οποιασδήποτε ειρήνης, όπως η άρση των κυρώσεων κατά της Ρωσίας, δεν θα καθοριστούν μόνο από την Ουκρανία, αλλά θα απαιτήσουν τη συγκατάθεση και άλλων».
Συζητώντας διάφορα σενάρια, ο Χας θεωρεί ως αποσταθεροποιητικό αποτέλεσμα το σενάριο στο οποίο η ουκρανική επιτυχία φτάνει στο σημείο να επιχειρήσει να πάρει πίσω όλα τα εδάφη που έχουν καταληφθεί από το 2014 και όχι μόνο τα εδάφη που έχουν καταληφθεί το 2022:
«... είναι σχεδόν αδύνατο να φανταστεί κανείς τον Πούτιν να αποδέχεται ένα τέτοιο αποτέλεσμα, αφού σίγουρα θα απειλούσε την πολιτική του επιβίωση, και ενδεχομένως ακόμη και τη φυσική του επιβίωση. Εν μέσω απόγνωσης, θα μπορούσε να προσπαθήσει να διευρύνει τον πόλεμο μέσω κυβερνοεπιθέσεων ή επιθέσεων σε μία ή περισσότερες χώρες του ΝΑΤΟ. Μπορεί ακόμη και να καταφύγει σε χημικά ή πυρηνικά όπλα. ... Αναμφισβήτητα, αυτοί οι στόχοι είναι καλύτερα να αφεθούν για μια περίοδο μετά τον πόλεμο, ή ακόμη και μετά τον Πούτιν, κατά την οποία η Δύση θα μπορούσε να εξαρτήσει τη μείωση των κυρώσεων από την υπογραφή μιας επίσημης ειρηνευτικής συμφωνίας από τη Ρωσία. Ένα τέτοιο σύμφωνο θα μπορούσε να επιτρέψει στην Ουκρανία να απολαμβάνει επίσημους δεσμούς με την ΕΕ και εγγυήσεις ασφαλείας, ακόμη και αν παρέμενε επισήμως ουδέτερη και εκτός ΝΑΤΟ. Η Ρωσία, από την πλευρά της, θα μπορούσε να συμφωνήσει να αποσύρει τις δυνάμεις της από το σύνολο του Ντονμπάς με αντάλλαγμα τη διεθνή προστασία των εθνοτικών Ρώσων που ζουν εκεί. Η Κριμαία θα μπορούσε να αποκτήσει κάποιο ειδικό καθεστώς, με τη Μόσχα και το Κίεβο να συμφωνούν ότι το τελικό καθεστώς της θα καθοριστεί στην πορεία».
Συζητώντας τα διδάγματα που αντλήθηκαν από τον Ψυχρό Πόλεμο και την ισορροπία που επιτεύχθηκε και η οποία εγγυήθηκε την ειρήνη (μεταξύ των υπερδυνάμεων δηλαδή), ο Χας σημειώνει ότι αυτά συνάδουν με τους ίδιους τους περιορισμούς της στρατηγικής του Μπάιντεν:
«Από την αρχή της κρίσης, οι Ηνωμένες Πολιτείες κατέστησαν σαφές ότι δεν θα έστελναν στρατιωτικές δυνάμεις στο έδαφος ούτε θα εγκαθιστούσαν ζώνη απαγόρευσης πτήσεων, καθώς κάτι τέτοιο θα μπορούσε να φέρει τις αμερικανικές και τις ρωσικές δυνάμεις σε άμεση επαφή και να αυξήσει τον κίνδυνο κλιμάκωσης. Αντ' αυτού, η Ουάσινγκτον και οι εταίροι της στο ΝΑΤΟ επέλεξαν μια έμμεση στρατηγική παροχής όπλων, πληροφοριών και εκπαίδευσης στην Ουκρανία, ενώ παράλληλα πίεζαν τη Ρωσία με οικονομικές κυρώσεις και διπλωματική απομόνωση».
Από εδώ και πέρα «... η επιτυχία προς το παρόν θα μπορούσε να συνίσταται σε μια εκπνοή των εχθροπραξιών, με τη Ρωσία να μην κατέχει περισσότερα εδάφη από όσα κατείχε πριν από την πρόσφατη εισβολή και να συνεχίζει να απέχει από τη χρήση όπλων μαζικής καταστροφής. Με την πάροδο του χρόνου, η Δύση θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει ένα μείγμα κυρώσεων και διπλωματίας σε μια προσπάθεια να επιτύχει την πλήρη στρατιωτική αποχώρηση της Ρωσίας από την Ουκρανία. Μια τέτοια επιτυχία δεν θα ήταν καθόλου τέλεια, απλώς θα ήταν προτιμότερη από τις εναλλακτικές λύσεις».
Το δεύτερο άρθρο ήταν από τον μακροχρόνιο αρθρογράφο του ιμπεριαλισμού Τόμας Φρίντμαν στους New York Times της 6ης Μαΐου [xxii] . Όπως και ο Χας, ο Φρίντμαν δεν είναι ασυνήθιστο να είναι γεράκι όταν πιστεύει ότι μια τέτοια στάση είναι προς το συμφέρον των ΗΠΑ, αλλά έχει μια παρόμοια άποψη για το ποια είναι τα πραγματικά συμφέροντα των ΗΠΑ σε αυτή την περίπτωση.
Προειδοποίησε επίσης ότι ορισμένες ενέργειες των ΗΠΑ «θα μπορούσαν να δημιουργήσουν ένα παράθυρο για τον Πούτιν να απαντήσει με τρόπους που θα μπορούσαν να διευρύνουν επικίνδυνα αυτή τη σύγκρουση - και να παρασύρουν τις ΗΠΑ βαθύτερα απ' ό,τι θέλουν», κάτι που είναι ακόμη πιο επικίνδυνο δεδομένης της απρόβλεπτης συμπεριφοράς του Πούτιν και του γεγονότος ότι «Ο Πούτιν εξαντλεί τις επιλογές του για κάποιου είδους προσωπική επιτυχία στο πεδίο - ή ακόμη και για μια προσωπική επιτυχία μέσω εξόδου από το πεδίο».
Επιπλέον, για τον Φρίντμαν, το πρόβλημα δεν είναι μόνο η Ρωσία, καθώς «ο πρόεδρος της Ουκρανίας Βολοντίμιρ Ζελένσκι προσπαθεί από την αρχή να κάνει το ίδιο πράγμα - να κάνει την Ουκρανία άμεσο μέλος του ΝΑΤΟ ή να πείσει την Ουάσινγκτον να συνάψει ένα διμερές σύμφωνο ασφαλείας με το Κίεβο» κάτι που ο Φρίντμαν βλέπει ξεκάθαρα ότι είναι ενάντια στα συμφέροντα των ΗΠΑ.
Όπως και ο Χας, πιστεύει τελικά ότι ο Μπάιντεν έχει τη σωστή ισορροπία:
«Αλλά η αίσθησή μου είναι ότι η ομάδα του Μπάιντεν βαδίζει σε πολύ πιο τεντωμένο σχοινί με τον Ζελένσκι απ' ό,τι φαίνεται εκ πρώτης όψεως - θέλοντας να κάνει ό,τι είναι δυνατόν για να εξασφαλίσει ότι θα κερδίσει αυτόν τον πόλεμο, αλλά κάνοντάς το με τρόπο που να διατηρεί ακόμη κάποια απόσταση μεταξύ εμάς και της ηγεσίας της Ουκρανίας. Αυτό γίνεται για να μην κάνει το Κίεβο κουμάντο και για να μην βρεθούμε σε δύσκολη θέση από την περίπλοκη ουκρανική πολιτική μετά τον πόλεμο. Η άποψη του Μπάιντεν και της ομάδας του, σύμφωνα με τις αναφορές μου, είναι ότι η Αμερική πρέπει να βοηθήσει την Ουκρανία να αποκαταστήσει την κυριαρχία της και να νικήσει τους Ρώσους - αλλά όχι να επιτρέψει στην Ουκρανία να μετατραπεί σε αμερικανικό προτεκτοράτο στα σύνορα με τη Ρωσία. Πρέπει να παραμείνουμε επικεντρωμένοι με ακρίβεια σε αυτό που είναι το εθνικό μας συμφέρον και να μην παρεκκλίνουμε με τρόπο που οδηγεί σε έκθεση και κινδύνους που δεν θέλουμε».
Ενώ ένα μεγάλο μέρος της δυτικής αριστεράς βλέπει τις ΗΠΑ να κάνουν την Ουκρανία «προτεκτοράτο» τους, ο Φρίντμαν το βλέπει αυτό ως μια σατανική ουκρανική συνωμοσία από την οποία οι ΗΠΑ πρέπει να είναι, και είναι, σε επιφυλακή.
«Αλλά έχουμε να κάνουμε με μερικά απίστευτα ασταθή στοιχεία, ιδιαίτερα με έναν πολιτικά πληγωμένο Πούτιν. Το να καυχιόμαστε ότι θα σκοτώσουμε τους στρατηγούς του και θα βυθίσουμε τα πλοία του, ή να ερωτευτούμε την Ουκρανία με τρόπους που θα μας εμπλέξουν εκεί για πάντα, είναι το αποκορύφωμα της ανοησίας».
Πριν περάσουμε στο τρίτο, περισσότερο γερακίσιο, κομμάτι, αξίζει να σημειωθεί ότι το κύριο άρθρο των New York Times της 19ης Μαΐου κάνει παρόμοιες επισημάνσεις με τον Χας και τον Φρίντμαν [xxiii] . Αν και δηλώνει ότι ο στόχος των ΗΠΑ να βοηθήσουν την Ουκρανία να αποκρούσει τη ρωσική επιθετικότητα «δεν μπορεί να αλλάξει», εντούτοις «εν τέλει, εξακολουθεί να μην είναι προς το συμφέρον της Αμερικής να βυθιστεί σε έναν ολοκληρωτικό πόλεμο με τη Ρωσία, ακόμη και αν μια ειρήνη με διαπραγμάτευση μπορεί να απαιτήσει από την Ουκρανία να λάβει κάποιες δύσκολες αποφάσεις». Το κύριο άρθρο προειδοποιεί ότι «μια αποφασιστική στρατιωτική νίκη της Ουκρανίας επί της Ρωσίας, κατά την οποία η Ουκρανία θα ανακτήσει όλα τα εδάφη που έχει καταλάβει η Ρωσία από το 2014, δεν αποτελεί ρεαλιστικό στόχο. Αν και ο σχεδιασμός και οι μάχες της Ρωσίας ήταν εκπληκτικά πρόχειρες, η Ρωσία παραμένει πολύ ισχυρή και ο κ. Πούτιν έχει επενδύσει πολύ προσωπικό κύρος στην εισβολή για να υποχωρήσει». Ως εκ τούτου, «καθώς ο πόλεμος συνεχίζεται, ο κ. Μπάιντεν θα πρέπει επίσης να καταστήσει σαφές στον πρόεδρο Βολοντίμιρ Ζελένσκι και στους ανθρώπους του ότι υπάρχει ένα όριο στο κατά πόσο οι Ηνωμένες Πολιτείες και το ΝΑΤΟ θα αντιμετωπίσουν τη Ρωσία και όρια στα όπλα, τα χρήματα και την πολιτική υποστήριξη που μπορούν να συγκεντρώσουν». Έτσι, εκτός από τις μεμονωμένες γκάφες, φαίνεται δύσκολο να βρει κανείς σοβαρή γνώμη της άρχουσας τάξης των ΗΠΑ που να λέει αυτά που ισχυρίζεται ένα μεγάλο μέρος της αριστεράς. Στην πραγματικότητα, φαίνεται να λένε εντυπωσιακά παρόμοια πράγματα μεταξύ τους!
Ίσως μπορούμε να βρούμε την απόδειξη σε ένα πιο σοβαρό γεράκι;
Το τρίτο κομμάτι του Έλιοτ A. Κόεν, που γράφει στο The Atlantic στις 11 Μαΐου [xxiv] , μπορεί να είναι ένα τέτοιο παράδειγμα. Καθηγητής στη Σχολή Προηγμένων Διεθνών Σπουδών του Πανεπιστημίου Johns Hopkins, πρώην σύμβουλος του Υπουργείου Εξωτερικών, πρώην συντάκτης του The National Interest, ο τίτλος του βιβλίου του The Big Stick: The Limits of Soft Power and the Necessity of Military Forces (Τα όρια της ήπιας ισχύος και η αναγκαιότητα της στρατιωτικής βίας) [xxv] μας λέει τις απόψεις του για τη χρήση στρατιωτικής ισχύος. Επομένως, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι το άρθρο αυτό έχει πιο γερακίσιο τόνο από εκείνα των Χας και Φρίντμαν.
Ο Κόεν δεν επιμένει απαραίτητα ότι η Ουκρανία πρέπει να πάρει πίσω όλα τα εδάφη που έχασε, αλλά υποστηρίζει ότι η Ουκρανία πρέπει να καθορίσει ποιοι είναι οι στόχοι της και ότι η πολιτική των ΗΠΑ πρέπει να αναγνωρίσει ότι «θα είναι στο χέρι της Ουκρανίας να αποφασίσει τι επιθυμεί να επιτύχει». Έχοντας επωμιστεί «τα βάρη του αίματος και των θυσιών σε κλίμακα που δεν έχει ξαναγίνει από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο» και με έναν σκοπό «αναμφισβήτητα δίκαιο», η Ουκρανία «έχει κάθε δικαίωμα να αποφασίσει τι μπορεί και τι δεν μπορεί να αποδεχτεί και να επιδιώξει». Αυτό συνδυάζεται με το γεγονός ότι η Ρωσία «ενήργησε με απερίγραπτη βαρβαρότητα» και ότι αυτά τα «ηθικά γεγονότα» θα πρέπει επομένως «να τροποποιήσουν ή και να υπερκεράσουν τους ψυχρούς γεωπολιτικούς υπολογισμούς της ευρωπαϊκής ισορροπίας ισχύος». Και όταν τελειώσει ο πόλεμος, οι δυτικοί στόχοι θα πρέπει να περιλαμβάνουν τη βοήθεια για να τεθεί η Ουκρανία «σε κατάσταση που να μπορεί να νικήσει την περαιτέρω ρωσική επιθετικότητα».
Ο Κόεν είναι ένας αδιαπραγμάτευτος υποστηρικτής του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, αλλά, από αυτή την, προφανώς υποκριτική, οπτική γωνία, μπορούμε τουλάχιστον να πούμε ότι φαίνεται να υπάρχει περισσότερος σεβασμός στην αυτοδιάθεση της Ουκρανίας σε σχέση με τις πιο γεωπολιτικά προσανατολισμένες απόψεις των Χας και Φρίντμαν, με την επιμονή τους να διαχωρίζουν το αμερικανικό από το ουκρανικό συμφέρον.
Επομένως, εδώ είναι που μπορούμε να περιμένουμε να δούμε κάποια στοιχεία της υποτιθέμενης ιμπεριαλιστικής επιθυμίας των ΗΠΑ να διεξάγουν πόλεμο εναντίον της Ρωσίας, να την ταπεινώσουν ή ακόμη και να την "Βαλκανοποιήσουν".
Στην πραγματικότητα, ο Κόεν προειδοποιεί ακριβώς για τους κινδύνους που συνεπάγεται η ήττα της Ρωσίας. Δεν επιθυμεί την ήττα της Ρωσίας στην Ουκρανία για να την γονατίσει και να την ταπεινώσει ή να την «Βαλκανοποιήσει»- αντιθέτως, υποστηρίζει ότι ενώ η νίκη της Ουκρανίας είναι απαραίτητη για άλλους λόγους, οι αρνητικές παρενέργειες αυτής είναι ωστόσο πολύ αντίθετες με τα συμφέροντα των ΗΠΑ και της Δύσης. «Αλλά όλα αυτά θέτουν το πρόβλημα της Ρωσίας. ... Αν συγκλονιστεί εκ των έσω, είναι λιγότερο πιθανό να κυριαρχηθεί από φιλελεύθερους (πολλοί από τους οποίους έχουν εγκαταλείψει τη χώρα) παρά από δυσαρεστημένους εθνικιστές. Ο Πούτιν μπορεί να φύγει, αλλά οι αντικαταστάτες του είναι πιθανό να προέρχονται από παρόμοιο υπόβαθρο στη μυστική αστυνομία ή, ενδεχομένως, στο στρατό». Και θα είναι «περισσότερο από συνήθως δύσκολο να επιστρέψει σε μια ευρασιατική τάξη που η ίδια, και κανένας άλλος, προσπάθησε να καταστρέψει» με την «εντελώς αδικαιολόγητη» επίθεσή της στην Ουκρανία με «την εξαιρετική βιαιότητά της, την ξεδιαντροπιά των ψεμάτων και των απειλών της και το τραγελαφικό των αξιώσεών της για ηγεμονία στα πρώην σοβιετικά κράτη».
Το αποτέλεσμα θα είναι «το δυσκολότερο έργο της αμερικανικής κρατικής τεχνικής στο μέλλον: η αντιμετώπιση μιας Ρωσίας που παραπαίει από την ήττα και την ταπείνωση, αποδυναμωμένη αλλά ακόμα επικίνδυνη». Πράγματι, ο παλιός ψυχροπολεμικός βλέπει ακόμη και την παλιά Σοβιετική Ένωση ως έναν πιο «ορθολογικό» εχθρό, ενώ μια ήττα της πουτινικής Ρωσίας «θα μοιάζει πολύ περισσότερο με την αντιμετώπιση ενός λυσσασμένου, πληγωμένου θηρίου που δαγκώνει και δαγκώνει τον εαυτό του όσο και τους άλλους, στη μέγγενη όχι μιας χιλιόχρονης ιδεολογίας αλλά ενός παράξενου συνδυασμού εθνικισμού και μηδενισμού».
Μακριά από το να θέλει να κάνει «πόλεμο με τη Ρωσία», ο Κόεν πιστεύει ότι εκτός από την ενίσχυση των κρατών στα σύνορα της Ρωσίας, το μόνο που θα μπορεί να κάνει η Δύση είναι «να ελπίζει κόντρα στην ελπίδα ότι ο νέος «άρρωστος της Ευρώπης» θα ανακτήσει, με κάποιο τρόπο και ενάντια στις πιθανότητες, κάτι σαν ηθική λογική».
Όλοι οι ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι των ΗΠΑ και της Δύσης από το 1945 και μετά ήταν εναντίον χωρών σε περιοχές του πρώην αποικιοκρατούμενου κόσμου στις οποίες οι ιμπεριαλιστές στόχευαν να διατηρήσουν την κυριαρχία τους - από την Ινδοκίνα μέχρι το Ιράκ και το Αφγανιστάν, τον Παναμά και τη Γρενάδα και τη Νικαράγουα, και τους σημερινούς πολέμους με μη επανδρωμένα αεροσκάφη - και ο κατάλογος συνεχίζεται. Πολύ απλά, δεν υπήρξε καμία «πολεμική κίνηση» των ΗΠΑ εναντίον της Ρωσίας, όχι επειδή οι ΗΠΑ δεν συμμετέχουν σε πολεμικές κινήσεις, αλλά επειδή η μετασοβιετική Ρωσία δεν ήταν ούτε ιδεολογικός εχθρός -το αντίθετο μάλιστα- ούτε αρκετά ισχυρή ώστε να αποτελεί γνήσιο ιμπεριαλιστικό αντίπαλο. Αντίθετα, είναι η ξαφνική προσφυγή του Πούτιν σε πρωτόγονο κατακτητικό-ιμπεριαλισμό που πέταξε στα τάρταρα το καθιερωμένο ιμπεριαλιστικό modus vivendi μεταξύ ΗΠΑ, Ευρώπης και Ρωσίας και η δυτική αντίδραση ήταν η διαχείριση της κρίσης στο πόδι. Ενώ οι ΗΠΑ, όπως είναι φυσικό, εκμεταλλεύτηκαν πλήρως αυτό που τους πρόσφερε ο Πούτιν στο πιάτο, αποκαθιστώντας την αδιαμφισβήτητη ηγεμονία των ΗΠΑ στην Ευρώπη μέσω ενός ενισχυμένου ΝΑΤΟ, το θέμα είναι ότι αυτός είναι ο αυτοσκοπός των ΗΠΑ. Δεν υπάρχει κανένα συμφέρον των ΗΠΑ ή της Δύσης για μαζική αποσταθεροποίηση για μια τεράστια μαύρη τρύπα σε μια γιγαντιαία χώρα όπως η Ρωσία, η οποία, μόλις πριν από λίγους μήνες, ήταν πολύ προσοδοφόρα για το δυτικό κεφάλαιο και αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας.