Η Ρωσία του Πούτιν εξαπολύει την καταστροφή στους πολίτες και τις υποδομές της Ουκρανίας, υποτίθεται στο όνομα της «αποναζιστικοποίησης» της χώρας. Ο Ρώσος πρόεδρος και ο μηχανισμός προπαγάνδας του υπερτονίζουν κατά πολύ την ισχύ των νεοφασιστικών τάσεων εκεί, συχνά λέγοντας ξεδιάντροπα ψέματα. Μπορεί κανείς να σχηματίσει την εντύπωση ότι ολόκληρο το κίνημα για την ανάπτυξη του ουκρανικού πολιτισμού και τη διασφάλιση ενός ανεξάρτητου κράτους είναι μολυσμένο από τον φασισμό. Ως διόρθωση τέτοιων αντιλήψεων, αυτό το άρθρο κάνει μια σύντομη επισκόπηση της ιστορίας του σοσιαλιστικού κινήματος στην Ουκρανία.
Η σύγχρονη ουκρανική πολιτική γεννήθηκε στο Κίεβο τις δεκαετίες του 1860 και 1870. Η πόλη φιλοξενούσε τότε ένα μείγμα εθνικοτήτων – Ρώσους, Πολωνούς, Εβραίους και Ουκρανούς. Οι Ουκρανοί, κυρίως φοιτητές και νέοι διανοούμενοι, συγκεντρώθηκαν γύρω από μια οργάνωση που ονομαζόταν Χρομάντα. Η λέξη σημαίνει «κοινότητα» στα ουκρανικά. Ο πιο δυναμικός ηγέτης της Χρομάντα ήταν ο Μιχάιλο Ντραχομάνοφ, ένας λαμπρός και πολιτικός στοχαστής και αγωνιστής. Σύμφωνα με την ανάλυσή του, η τάξη και η εθνικότητα έτειναν να συμπίπτουν στα ουκρανικά εδάφη. Οι μεγάλοι γαιοκτήμονες ήταν Πολωνοί, Ρώσοι ή ρωσόφωνοι εθνικά Ουκρανοί. Οι βιοτέχνες και οι έμποροι ήταν κυρίως Εβραίοι, θρησκευτικά παραδοσιακοί και μιλούσαν γίντις. Αλλά οι αγρότες, που αποτελούσαν τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού σε αυτό το «πανέρι του ψωμιού της Ευρώπης», μιλούσαν την ουκρανική γλώσσα και διατηρούσαν μια κουλτούρα διακριτή από τις άλλες εθνότητες. Οι αγρότες, λοιπόν, είπε ο Ντραχομάνοφ, θα αποτελούσαν τη βάση του ουκρανικού κινήματος και η διανόηση, η οποία είχε λάβει μόρφωση στα ρωσικά ή στα πολωνικά, είχε την υποχρέωση να μάθει να γράφει στα ουκρανικά προκειμένου να διαδώσει τις ιδέες του διαφωτισμού και της προόδου στην ύπαιθρο.
Ο Ντραχομάνοφ ασπαζόταν τα προοδευτικά ιδεώδη και πίστευε ότι όλη η Ευρώπη βάδιζε προς το σοσιαλισμό και, κατά τη γνώμη του, επίσης προς τον αναρχισμό. Όταν η ρωσική απολυταρχία κατέστειλε το ουκρανικό κίνημα στα μέσα της δεκαετίας του 1870, αναγκάστηκε να εξοριστεί, πρώτα στην Ελβετία και αργότερα στη Βουλγαρία. Στη Γενεύη ο Ντραχομάνοφ εξέδωσε το πρώτο ουκρανικό σοσιαλιστικό περιοδικό με την ονομασία Χρομάντα. Έκλινε περισσότερο προς τον Μπακούνιν παρά προς τον Μαρξ, αλλά ορισμένοι από τους στενότερους συνεργάτες του έκλιναν προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ο Σερχίι Ποντολίνσκι αλληλογραφούσε πράγματι με τον Μαρξ, και ο Μικόλα Ζιμπέρ έγραψε μια μεγάλη πραγματεία για το Κεφάλαιο του Μαρξ. Ο Ντραχομάνοφ ήταν επίσης συνεπής αντίπαλος των πρώτων εκδηλώσεων του ουκρανικού σοβινιστικού εθνικισμού. Ο ίδιος δεν συνέδεε τις φιλοουκρανικές συμπάθειές του με αντιπάθεια προς τις άλλες εθνότητες της Ουκρανίας. Αντιτάχθηκε, ωστόσο, στις σοβινιστικές τάσεις τόσο στο πολωνικό όσο και στο ρωσικό επαναστατικό κίνημα.
Ο Ντραχομάνοφ υποκίνησε επίσης το σοσιαλιστικό κίνημα σε εκείνα τα ουκρανικά εδάφη που αποτελούσαν τότε μέρος της μοναρχίας των Αψβούργων, ιδίως στη χώρα του στέμματος της Γαλικίας, με πρωτεύουσα το Λβιβ. Μεταξύ των Ουκρανών φοιτητών που προσηλύτισε στον σοσιαλισμό ήταν ο ποιητής, μυθιστοριογράφος και λόγιος Ιβάν Φράνκο, που συχνά θεωρείται η δεύτερη σημαντικότερη ουκρανική λογοτεχνική προσωπικότητα μετά τον εθνικό βάρδο Τάρας Σεβτσένκο. Οι σοσιαλιστές της Γαλικίας ίδρυσαν το 1890 το Ριζοσπαστικό Κόμμα με προσανατολισμό προς τους αγρότες. Ο Ντραχομάνοφ ήταν παραγωγικός συνεργάτης της εφημερίδας τους Ναρόντ (Ο Λαός) μέχρι τον πρόωρο θάνατό του το 1895 σε ηλικία πενήντα τριών ετών. Πριν τελειώσει η δεκαετία του 1890, νεότεροι Ριζοσπάστες αποσχίστηκαν από το κόμμα του για να ιδρύσουν το Ουκρανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, το οποίο αντιπροσώπευε το ανατολικότερο προκεχωρημένο φυλάκιο του αυστρομαρξισμού. Οι Ριζοσπάστες υποστήριξαν τις απεργίες των Ουκρανών εργατών γης και η ετήσια διαδήλωση της Πρωτομαγιάς στο Λβιβ συγκέντρωσε τεράστιο πλήθος κόσμου.
Στο Λβιβ και σε άλλες πόλεις της Δυτικής Ουκρανίας στις αρχές του εικοστού αιώνα εμφανίστηκαν σοσιαλιστικές ομάδες σε ιδρύματα δευτεροβάθμιας και μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης που ονομάστηκαν «Κύκλοι Ντραχομάνοφ». Αυτοί οι ντραχομανίβκι, όπως ήταν γνωστοί στα ουκρανικά, εξελίχθηκαν όλο και πιο αριστερά, καταλήγοντας τελικά στο αντιπολεμικό στρατόπεδο του Τσίμερβαλντ κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Χαιρέτησαν την επανάσταση των Μπολσεβίκων στη Ρωσία, και από τα στελέχη τους προήλθαν οι ιδρυτές του Κομμουνιστικού Κόμματος της Δυτικής Ουκρανίας.
Οι Ουκρανοί στο Κίεβο και αλλού στη ρωσική αυτοκρατορία υπέφεραν από την έλλειψη βασικών πολιτικών δικαιωμάτων, όπως η ελευθερία του Τύπου και του συνέρχεσθαι∙ επιπλέον, υπήρχαν αυστηροί περιορισμοί στις εκδόσεις στην ουκρανική γλώσσα και πλήρης απαγόρευση της ουκρανικής γλώσσας στην εκπαίδευση. Όμως, στη δεκαετία του 1890, οι Ουκρανοί φοιτητές άρχισαν να αναζωογονούν την πολιτική δραστηριότητα, ιδρύοντας το 1900 το Επαναστατικό Ουκρανικό Κόμμα. Το κόμμα ήταν ιδεολογικά μάλλον αδιαμόρφωτο και διασπάστηκε σε διάφορα κόμματα το 1904, μεταξύ των οποίων το Ουκρανικό Σοσιαλ-δημοκρατικό Εργατικό Κόμμα (ΟυΣΔΕΚ) και η Ουκρανική Σοσιαλδημοκρατική Σπίλκα (Ένωση). Και τα δύο κόμματα ήταν μαρξιστικά, αλλά διχάστηκαν ως προς το εθνικό ζήτημα. Οι διαφωνίες σχετικά με το πόση προσοχή έπρεπε να δοθεί στην εθνικότητα αποτελούσαν χρόνια πηγή έντασης στο ουκρανικό σοσιαλιστικό κίνημα. Ο Λεβ Γιούρκεβιτς –χρηματοδότης, μέλος της κεντρικής επιτροπής και θεωρητικός του ΟυΣΔΕΚ– υποστήριζε θέσεις κοντά σε αυτές του Λένιν, αλλά συγκρούονταν μαζί του σε ό,τι αφορούσε το εθνικό ζήτημα.
Με το ξέσπασμα της επανάστασης το 1917, ιδρύθηκε στην Ουκρανία το Ουκρανικό Σοσιαλιστικό Επαναστατικό Κόμμα. Όπως και οι Ρώσοι Σοσιαλεπαναστάτες, ήταν σοσιαλιστές που υποστήριζαν μια αγροτική επανάσταση και όχι μια εργατική επανάσταση. Οι Ουκρανοί Σοσιαλδημοκράτες και οι Σοσιαλιστές Επαναστάτες ήταν οι κύριες συνιστώσες της ουκρανικής Κεντρικής Ράντα, του επαναστατικού κοινοβουλίου της Ουκρανίας. Η σύγκρουση μεταξύ της Ράντα και των Μπολσεβίκων ξέσπασε το 1917, αλλά ορισμένοι Ουκρανοί επαναστάτες σχημάτισαν φιλομπολσεβίκικες ομάδες, δηλαδή τους Μποροτμπιστές (αριστερά παρακλάδια των Σοσιαλεπαναστατών) και τους Ανεξάρτητους του ΟυΣΔΕΚ. Μετά τον εμφύλιο πόλεμο, τα περισσότερα από τα ουκρανικά εδάφη που βρίσκονταν στην πρώην ρωσική αυτοκρατορία ενσωματώθηκαν στη Σοβιετική Ουκρανία. Όλα τα ουκρανικά κόμματα απαγορεύτηκαν τότε, εκτός από το Κομμουνιστικό Κόμμα (Μπολσεβίκων) της Ουκρανίας.
Τη δεκαετία του 1920 γνώρισε άνθηση ο ουκρανικός κομμουνισμός. Η Γαλικία, η οποία κάποτε ανήκε στην Αυστρία, και η Βολινία, η οποία κάποτε ανήκε στη ρωσική αυτοκρατορία, προσαρτήθηκαν πλέον στην Πολωνία. Πολλοί Ουκρανοί στη Γαλικία ήταν σοβιετόφιλοι τη δεκαετία του 1920 και παρακολουθούσαν με μεγάλο ενδιαφέρον τα γεγονότα στη σοβιετική Ουκρανία. Ενώ υπέφεραν από διακρίσεις στην Πολωνία, στη Σοβιετική Ουκρανία αναπτύσσονταν με κρατική υποστήριξη ουκρανικά πολιτιστικά, επιστημονικά και εκπαιδευτικά ιδρύματα. Αρκετοί Ουκρανοί διανοούμενοι της Γαλικίας έκαναν το λάθος να μεταναστεύσουν στη Σοβιετική Ουκρανία για εργασία που ταίριαζε στις ικανότητές τους, όπως σε ακαδημαϊκά ιδρύματα και σε σχέδια εγκυκλοπαιδειών. Όλοι τους δολοφονήθηκαν από το σταλινικό καθεστώς τη δεκαετία του 1930. Στη Βολινία, όπου υπήρχε ένα ασθενέστερο στρώμα μορφωμένων Ουκρανών ως αποτέλεσμα των πρώην τσαρικών πολιτικών, ο κομμουνισμός παρέμεινε ισχυρή δύναμη μεταξύ των αγροτών ακόμη και στη δεκαετία του 1930.
Οι πολιτιστικές ζυμώσεις στη Σοβιετική Ουκρανία τη δεκαετία του 1920 ήταν αξιοσημείωτες. Ήταν μια περίοδος κατά την οποία οι λεγόμενοι εθνικοί κομμουνιστές ανέπτυσσαν την τέχνη, τη λογοτεχνία και το θέατρο της πρωτοπορίας και συνέχισαν ένα ζωντανό πρόγραμμα έρευνας της ουκρανικής ιστορίας και άλλων κοινωνικών επιστημών. Η δεκαετία του 1920 ήταν η δεκαετία της ουκρανοποίησης, της ουκρανικής παραλλαγής της ιθαγενοποίησης (korenizatsiia / indigenization) που αποτελούσε για ένα διάστημα πολιτική ολόκληρης της Σοβιετικής Ένωσης. Στα πολιτιστικά ζητήματα, η Σοβιετική Ουκρανία ακολουθούσε ουσιαστικά τη δική της μοναδική πορεία, και δεν μειώθηκε ποτέ το ενδιαφέρον για όσα πέτυχε.
Η επανάσταση των Μπολσεβίκων είχε επίσης σημαντικό αντίκτυπο στους Ουκρανούς που είχαν μεταναστεύσει στη Βόρεια Αμερική. Τα φιλομπολσεβίκικα περιοδικά και οι οργανώσεις πολλαπλασιάστηκαν μεταξύ των ανθρακωρύχων και των εργατών στον Καναδά και τις ΗΠΑ.
Και τότε έπεσε ένα δολοφονικό σκοτάδι. Η δεκαετία του 1930 ήταν ουσιαστικά η σταλινική δεκαετία. Η πολιτική ουκρανοποίησης τερματίστηκε επίσημα. Η ραγδαία κολεκτιβοποίηση είχε ως αποτέλεσμα έναν τρομερό λιμό το 1932-33, με τις χειρότερες επιπτώσεις να μεταφέρονται στην Ουκρανία. Σχεδόν τέσσερα εκατομμύρια άνθρωποι στην Ουκρανία πέθαναν από αυτόν τον λιμό. Επιφανείς εθνικοί κομμουνιστές, όπως ο επίτροπος παιδείας Μικόλα Σκρίπνυκ και ο προλετάριος συγγραφέας Μικόλα Χβιλιόβι, οδηγήθηκαν στην αυτοκτονία. Πολυάριθμες εκκαθαρίσεις κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1930 είχαν ως αποτέλεσμα τη φυλάκιση και την εκτέλεση σχεδόν όλης της εθνικής κομμουνιστικής ελίτ της Ουκρανίας.
Τα τρομερά γεγονότα στη σοβιετική Ουκρανία σίγουρα έσβησαν τη σοβιετοφιλία που υπήρχε νωρίτερα στη Γαλικία της Πολωνίας. Τα σοσιαλιστικά κόμματα συνέχισαν να υπάρχουν εκεί, αλλά τρομοκρατήθηκαν από όσα μάθαιναν για τα ουκρανικά εδάφη ακριβώς απέναντι από τα σοβιετικά σύνορα. Μια μικροσκοπική αριστερή κομμουνιστική/εθνικοκομμουνιστική ομάδα είχε την έδρα της στο Λβιβ τη δεκαετία του 1930 και μπόρεσε να εκδώσει ένα βραχύβιο περιοδικό. Το 1939, ως αποτέλεσμα του γερμανοσοβιετικού συμφώνου μη επίθεσης, οι Σοβιετικοί προσάρτησαν τη Δυτική Ουκρανία, δηλαδή τα εδάφη της Γαλικίας και της Βολινίας στην Πολωνία. Όλα τα πολιτικά κόμματα καταργήθηκαν ή διαλύθηκαν τα ίδια και δεν αναβίωσαν τις δραστηριότητές τους υπό τη ναζιστική κατοχή (1941-44). Η μόνη πολιτική οργάνωση που επέζησε τόσο από το σοβιετικό όσο και από το ναζιστικό μεσοδιάστημα ήταν η δεξιά Οργάνωση Ουκρανών Εθνικιστών. Βασίστηκε σε μια μακρά εμπειρία παράνομης συνωμοτικής δράσης. Αλλά πριν καν οι Σοβιετικοί αρχίσουν να συλλαμβάνουν τους εθνικιστές, η NKVD κυνήγησε και εκτέλεσε τους λίγους αντιφρονούντες κομμουνιστές που είχαν παραμείνει στο έδαφος της Δυτικής Ουκρανίας.
Παρόλο που η σοσιαλιστική δραστηριότητα ήταν σε μεγάλο βαθμό θνησιγενής στα ουκρανικά εδάφη μετά τη δεκαετία του 1920, υπήρξε ένας αξιόλογος Ουκρανός σοσιαλιστής που κατάφερε να επιβιώσει από όλες τις διώξεις της σοβιετικής και της ναζιστικής περιόδου, και τελικά πέθανε στο Ντιτρόιτ το 1967. Αυτός ήταν ο Ρομάν Ροσντόλσκι. Είχε προσχωρήσει στο σοσιαλισμό ως νέος στον κύκλο Ντραχομάνοφ στο Λβιβ. Έγινε μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Δυτικής Ουκρανίας και επίσης μέλος της μικρής ομάδας αριστερών κομμουνιστών που δραστηριοποιούνταν στην πολωνοκρατούμενη Γαλικία τη δεκαετία του 1930. Όταν οι Σοβιετικοί κατέλαβαν τη Δυτική Ουκρανία το 1939, κατέφυγε στην Κρακοβία στη γερμανική ζώνη. Συνελήφθη επειδή βοηθούσε Εβραίους που διέφευγαν από το γκέτο και φυλακίστηκε στο Άουσβιτς για τις δραστηριότητες αυτές. Μετά τον πόλεμο μετακόμισε στο Ντιτρόιτ και εργάστηκε πάνω σε μια λαμπρή ερμηνεία της μαρξιστικής οικονομικής σκέψης, το Η δημιουργία του Κεφαλαίου του Μαρξ. Η βάση αυτής της ερμηνείας ήταν η στενή σύγκριση των Grundrisse του Μαρξ με το Κεφάλαιο. Έγραψε επίσης ένα σημαντικό έργο για το εθνικό ζήτημα: Ο Ένγκελς και οι «μη ιστορικοί» λαοί.1 Γεννημένος σε μια περιοχή όπου διασταυρώνονταν η ουκρανική, η πολωνική, η γερμανική και η ρωσική γλώσσα, ο Ροσντόλσκι εργαζόταν με άνεση σε όλα τα κλασικά κείμενα του μαρξισμού, έργα των Μαρξ και Ένγκελς, του Λένιν και της Ρόζα Λούξεμπουργκ.
Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, υπήρχαν ακόμη κάποιες εκδηλώσεις της ουκρανικής σοσιαλιστικής σκέψης. Στη μετανάστευση, μια ομάδα επιζώντων εθνικών κομμουνιστών, καθώς και πρώην εθνικιστών που είχαν μετακινηθεί προς τα αριστερά, συγκεντρώθηκαν γύρω από την εφημερίδα Βπερέντ (Εμπρός), η οποία κυκλοφόρησε από το 1949 έως το 1959. Ανάμεσά τους υπήρχαν μερικοί εντυπωσιακοί διανοούμενοι: Βσέβολοντ Χολούμπνιτσι, πολιτικός φιλόσοφος και οικονομολόγος, και ο Ιβάν Μαϊστρένκο, πρώην μποροτβιστής. Υπό τον αντίκτυπο του αντιπολεμικού κινήματος στην Αμερική και της ριζοσπαστικής πολιτικής τόσο στις ΗΠΑ όσο και στον Καναδά, μια ομάδα νέων ουκρανικής καταγωγής στον Καναδά εξέδωσε το ουκρανόφωνο περιοδικό Ντιιάλοχ, το σύνθημα του οποίου ήταν «Σοσιαλισμός και δημοκρατία σε μια ανεξάρτητη Ουκρανία». Εκδιδόταν από το 1977 έως το 1987. Τα μέλη της ομάδας Ντιιάλοχ βρίσκονταν σε επαφή με τα γηραιότερα μέλη της ομάδας Βπερέντ.
Η σοσιαλιστική σκέψη επηρέασε επίσης ορισμένους από τους αντιφρονούντες που διώχθηκαν στη σοβιετική Ουκρανία. Ένα αξιοσημείωτο παράδειγμα είναι το βιβλίο του Ιβάν Ντζιούμπα, Διεθνισμός ή εκρωσισμός, το οποίο έγραψε το 1965. Μια κριτική της μετασταλινικής σοβιετικής πολιτικής για την εθνικότητα από μαρξιστικές θέσεις, κυκλοφόρησε σε χειρόγραφα στην Ουκρανία και μπορούσε να εκδοθεί μόνο στη Δύση. Ο Λέονιντ Πλιουστς ήταν ένας μαθηματικός που συνελήφθη για αντικαθεστωτικές δραστηριότητες το 1972. Οι σοβιετικές αρχές τον έκλεισαν σε ψυχιατρείο και τον τάιζαν με ναρκωτικά. Μια μαζική εκστρατεία στη Δύση για την απελευθέρωσή του είχε ως αποτέλεσμα να μπορέσει να μετακομίσει στη Γαλλία το 1976. Εκεί έγραψε τα απομνημονεύματά του, Το καρναβάλι της ιστορίας, στα οποία περιέγραφε τη φυλάκισή του και υποστήριζε επίσης έναν ανθρωπιστικό μαρξισμό.
Το σοσιαλιστικό και εργατικό κίνημα στη σύγχρονη Ουκρανία έχει πάρα πολλές οργανώσεις και ιστότοπους για να γίνει εδώ έστω και μια σύντομη περιγραφή. Ευτυχώς, η σοσιαλιστική Καμπάνια Αλληλεγγύης στην Ουκρανία στο Λονδίνο έχει παράσχει έναν κατάλογο με συνδέσμους προς τους σημαντικότερους ιστότοπους: https://ukrainesolidaritycampaign.org/links/.
Μετάφραση: elaliberta.gr
John-Paul Himka, “Ukraine’s Socialist Heritage”, Ukraine Solidarity Campaign, 19 Μαρτίου 2022, https://ukrainesolidaritycampaign.org/2022/03/19/ukraines-socialist-heritage/
Σχετικά με τον συγγραφέα.
Ο Τζον-Πολ Χίμκα είναι ομότιμος καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Αλμπέρτα και συγγραφέας, μεταξύ άλλων, των βιβλίων Σοσιαλισμός στη Γαλικία [Socialism in Galicia] και Οι Ουκρανοί εθνικιστές και το Ολοκαύτωμα [Ukrainian Nationalists and the Holocaust].