Ilya Budraitskis, Oksana Dutchak, Harald Etzbach, Bernd Gehrke, Eva Gelinsky, Renate Hürtgen, Zbigniew Marcin Kowalewski, Natalia Lomonosova, Hanna Perekhoda, Denys Pilash, Zakhar Popovych, Philipp Schmid, Christoph Wälz, Przemyslaw Wielgosz, Christian Zeller
Υποστηρίξτε την ουκρανική αντίσταση και αποδυναμώστε το κεφάλαιο των ορυκτών καυσίμων
Το άρθρο αυτό αποτελεί εκτεταμένη έκδοση του άρθρου «Für einen solidarischen Antiimperialismus« [«Για έναν αντιιμπεριαλισμό της αλληλεγγύης»] στο Analyse & Kritik, τεύχος 684, 16 Αυγούστου 2022, σ. 23.
Στις 9 Ιουνίου, οι Heino Berg, Thies Gleiss, Jakob Schäfer, Matthias Schindler, Winfried Wolf δημοσίευσαν μια λεπτομερή διακήρυξη στη Junge Welt στην οποία υποστήριζαν έναν «αντιμιλιταριστικό ντεφετισμό» και την εγκατάλειψη της στρατιωτικής αντίστασης της Ουκρανίας στον ρωσικό κατακτητικό πόλεμο.1 Εκλαμβάνουμε το άρθρο αυτό ως ευκαιρία για μια ουσιαστική απάντηση σχετικά με μια αναγκαία αντιιμπεριαλιστική οικοσοσιαλιστική προοπτική που είναι προσηλωμένη στην παγκόσμια αλληλεγγύη. Μας προκαλεί αποτροπιασμό ο τρόπος με τον οποίο διαστρεβλώνουν την πραγματικότητα του πολέμου σε αυτό το άρθρο και τελικά επιχειρηματολογούν υπέρ του καθεστώτος των ολιγαρχών του Πούτιν. Πατερναλιστικά, συνιστούν στον ουκρανικό πληθυσμό να υποταχθεί στη ρωσική κατοχή προκειμένου να σταματήσει ο πόλεμος. Οι συγγραφείς δεν κάνουν την παραμικρή αναφορά στις σοσιαλιστικές, φεμινιστικές και αναρχικές δυνάμεις στην Ουκρανία και τη Ρωσία. Επιχειρηματολογούν από μια καθαρά γερμανική οπτική γωνία. Δεν είναι οι μόνοι σε αυτό. Πολλές δηλώσεις του παλιού φιλειρηνικού κινήματος στρέφονται κατά της «κλιμάκωσης της Δύσης» και «ξεχνούν» ότι η Ρωσία έχει ήδη κλιμακώσει εδώ και καιρό και θέλει να καταστρέψει συστηματικά την ουκρανική κοινωνία. Η διακήρυξη των πέντε συγγραφέων αγνοεί την αντιιμπεριαλιστική αλληλεγγύη σε τέτοιο βαθμό που θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε τα επιχειρήματά μας εναντίον της.
Αντιστροφή της ευθύνης
Η διακήρυξη των συγγραφέων μοιάζει με πολλές παρεμβάσεις του παλιού κινήματος ειρήνης και μιας μονόπλευρης προσχηματικής αντιιμπεριαλιστικής αριστεράς. Βέβαια, στην αρχή του κειμένου καταδικάζουν την εισβολή στην Ουκρανία «χωρίς καμία επιφύλαξη ή σχετικοποίηση». Αλλά στη συνέχεια κάνουν ακριβώς αυτό: σχετικοποιούν την επιθετικότητα της ολιγαρχίας Πούτιν. Κάτω από τον τίτλο «Κανένα ενδιαφέρον για κατάπαυση του πυρός», εξηγούν λεπτομερώς γιατί το ΝΑΤΟ είναι πολύ χειρότερο από τη Ρωσία και ότι η Δύση, πρώτα και κύρια οι ΗΠΑ, δεν επιθυμεί μια πρόωρη κατάπαυση του πυρός, αλλά χρησιμοποιεί πρωτίστως το ουκρανικό πεδίο μάχης για να αποδυναμώσει τη Ρωσία.
Οι πέντε συγγραφείς αντιστρέφουν την ευθύνη για τον πόλεμο. Λένε ότι δεν ευθύνεται για τον συνεχιζόμενο πόλεμο ο Πούτιν, ο οποίος έχει απορρίψει ανοιχτά και επανειλημμένα οποιαδήποτε εκεχειρία πέραν της ουκρανικής παράδοσης, αλλά το «καθεστώς» στο Κίεβο, το οποίο είχε προσφέρει διαπραγματεύσεις για ουδετερότητα μόλις μια εβδομάδα πριν από την έναρξη της ρωσικής επίθεσης. Γράφουν ότι «το καθεστώς του Κιέβου επέλεξε εξαρχής τη στρατιωτική απάντηση στην εισβολή και δεν δείχνει κανένα σημάδι ότι καταβάλλει προσπάθειες για την επίτευξη εκεχειρίας ακόμη και στις αρχές Ιουνίου». Όπως λένε, δεν ευθύνεται το καθεστώς Πούτιν, το οποίο έχει επανειλημμένα δηλώσει ότι θα συνεχίσει τον πόλεμο καταστροφής και φθοράς μέχρι να παραδοθεί η Ουκρανία, αλλά είναι υπεύθυνη η Ουκρανία, η οποία ζητώντας απεγνωσμένα όπλα για αυτοάμυνα, επιτρέπει να συνεχιστεί η καταστροφή της ίδιας της χώρας της. Οι συγγραφείς κατακεραυνώνουν τον υποτιθέμενο εξοπλισμό της Ουκρανίας από τη Δύση, αλλά δεν αναφέρουν ούτε με μια λέξη ότι η Ρωσία ξεκίνησε την εκστρατεία κατάκτησης μόνο μετά από μια μακρά περίοδο πολιτικής, οικονομικής, υλικοτεχνικής και στρατιωτικής προετοιμασίας.
Πίσω από αυτή την αντιστροφή της ευθύνης κρύβεται μια θεμελιώδης λανθασμένη εκτίμηση του καθεστώτος Πούτιν, τον χαρακτήρα του οποίου οι πέντε συγγραφείς δεν επιχειρούν ούτε καν να προσδιορίσουν στοιχειωδώς. Αντιθέτως, εξισώνουν την πρωτοφασιστική δικτατορία του Πούτιν με τη διεφθαρμένη αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία στην Ουκρανία. Για τους συγγραφείς, πρόκειται πολύ απλά για «δύο αστικά κράτη, που και τα δύο καθορίζονται από ένα ολιγαρχικό σύστημα».
Παραδόξως, οι συγγραφείς επικαλούνται τον πρώην υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ Χένρι Κίσινγκερ ως βασικό μάρτυρα. Επειδή ο Κίσινγκερ απαίτησε ρητά παραχωρήσεις από την Ουκρανία και την παραχώρηση τμημάτων της χώρας στη Ρωσία, του αποδίδουν μια πιο υπεύθυνη θέση από τη σημερινή ηγεσία των ΗΠΑ. Ωστόσο, ο Κίσινγκερ είναι σίγουρα συνεπής με τις δικές του θέσεις. Όπως ακριβώς είχε θάψει κάτω από αεροπορικούς βομβαρδισμούς την αντίσταση του πληθυσμού του Βιετνάμ ως σύμβουλος ασφαλείας του προέδρου από το 1969 και μετά, όπως ενορχήστρωσε το πραξικόπημα κατά του προέδρου Αλιέντε στη Χιλή το 1973 και την εγκαθίδρυση της δικτατορίας του Πινοσέτ. Και αντίστοιχα, τώρα στα γεράματά του, παρακάμπτει την κυριαρχία του ουκρανικού λαού και του συστήνει να παραιτηθεί «ρεαλιστικά». Από αυτή την άποψη, δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ο Βλαντιμίρ Πούτιν, από όλους τους ανθρώπους, ενώ ήταν ακόμα 2ος δήμαρχος της Πετρούπολης το 1993, επέλεξε τη δικτατορία του Πινοσέτ ως μοντέλο και αποκάλυψε έτσι, όπως ακριβώς και ο Κίσινγκερ, τι πιστεύει για τα δημοκρατικά κεκτημένα.2 Ο Κίσινγκερ και ο Πούτιν είναι πνευματικά αδέλφια. Όταν οι σοσιαλιστές επικαλούνται τον Κίσινγκερ, από όλους τους ανθρώπους, ως εκπρόσωπο μιας λογικής θέσης, αυτό δείχνει μια αρκετά μεγάλη μετατόπιση στο σύστημα πολιτικών θέσεων και αξιών, και ένα αμφισβητήσιμο επίπεδο επιχειρηματολογίας.
Το καθεστώς Πούτιν αρνείται την ύπαρξη ουκρανικού έθνους
Το Κρεμλίνο θέλει να αποτρέψει οποιαδήποτε ανεξάρτητη ανάπτυξη της Ουκρανίας. Η ηγεσία Πούτιν θεωρεί ότι η Ουκρανία, μαζί με τη Λευκορωσία, αποτελούν μέρος της Ρωσίας.3 Η ανεξαρτησία της Ουκρανίας έρχεται σε αντίθεση με τις υποτιθέμενες ιστορικές αξιώσεις της Ρωσίας. Η ρωσική ηγεσία δεν έχει αντιδράσει στη μία ή την άλλη κίνηση του ΝΑΤΟ, αλλά επιδιώκει θεμελιώδεις στόχους με τον πόλεμό της, τον οποίο δικαιολογεί με την ιδεολογία της Μεγάλης Ρωσίας. Ο Πούτιν και οι εκφραστές του καθεστώτος του έχουν επανειλημμένα ταχθεί υπέρ της ιστορικής συνέχειας της τσαρικής αυτοκρατορίας, αποκλείοντας έτσι την ύπαρξη ανεξάρτητης ουκρανικής εθνικής κουλτούρας και ταυτότητας. Τον Ιούνιο, ο Πούτιν τοποθέτησε τον κατακτητικό πόλεμο κατά της Ουκρανίας στο ίδιο επίπεδο με τον Μέγα Βόρειο Πόλεμο επί τσάρου της Ρωσίας Πέτρου Α΄, μιλώντας απλώς για την ανάκτηση ρωσικού εδάφους.4
Έτσι, οι στόχοι της ρωσικής ηγεσίας είναι ριζικοί και εκτεταμένοι και υπερβαίνουν κατά πολύ την αποτροπή του ΝΑΤΟ: είναι η καταστροφή της Ουκρανίας ως ανεξάρτητης χώρας και η ενσωμάτωσή της ως «Μικρή Ρωσία». Η πολεμική πρακτική συμπίπτει με τον πολεμικό στόχο. Πόλεις και χωριά καταστρέφονται συστηματικά, ο πληθυσμός τρομοκρατείται και εκδιώκεται. Στα κατεχόμενα εδάφη, το ρωσικό κράτος εγκαθιδρύει καθεστώς τρομοκρατίας, ενσωματώνει τα σχολεία στο ρωσικό σχολικό σύστημα, επιτρέπει μόνο ρωσικά μέσα ενημέρωσης και επιβάλλει το ρούβλι ως μέσο πληρωμής. Μέχρι τις 20 Ιουνίου, η Ρωσία είχε μεταφέρει στη Ρωσία πάνω από 1,9 εκατομμύρια Ουκρανούς, συμπεριλαμβανομένων 300.000 παιδιών. Χιλιάδες Ουκρανοί κρατούνται σε στρατόπεδα στην ανατολική Σιβηρία, μακριά από την Ουκρανία.5
Η αντίσταση της Ουκρανίας στις ρωσικές δυνάμεις εισβολής, που προκάλεσε έκπληξη τόσο στις κυβερνήσεις των ΗΠΑ και της Ευρώπης όσο και στο καθεστώς Πούτιν, απέτρεψε την ταχεία κατάληψη της χώρας και την εγκατάσταση μιας φιλορωσικής κυβέρνησης-μαριονέτας. Αυτή η λαϊκή αντίσταση στην Ουκρανία ήταν που έθεσε όλους τους παράγοντες ενώπιον μιας νέας κατάστασης. Οι Ουκρανοί ολιγάρχες αναγκάστηκαν να συνταχθούν πίσω από την αντίσταση και εναντίον της Ρωσίας. Οι κυβερνήσεις της Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών αναγκάστηκαν να διορθώσουν την εκτίμησή τους ότι η Ουκρανία θα κατέρρεε γρήγορα. Ο Πούτιν αναγκάστηκε να προσαρμόσει την πολεμική του στρατηγική στη νέα κατάσταση.
Ταυτόχρονα, το καθεστώς Πούτιν συνδέει τον πόλεμο με έναν «αγώνα για τις αξίες» ενάντια στην παρακμιακή Δύση. Θέλει να καταργήσει τα δημοκρατικά δικαιώματα, τα κεκτημένα των εργατικών, γυναικείων και ομοφυλοφιλικών κινημάτων, όχι μόνο στη Ρωσία αλλά και στις περιοχές που βρίσκονται υπό την επιρροή του. Η Ρωσία χρηματοδοτεί και προωθεί ακροδεξιά κόμματα σε όλη την Ευρώπη και τον κόσμο. Το καθεστώς Πούτιν αποτελεί τη λατρευτή αιχμή του δόρατος ενός αντιδραστικού έως φασιστικού κινήματος με τον Ζαΐρ Μπολσονάρου στη Βραζιλία, τη Μαρίν Λεπέν στη Γαλλία και το AfD στη Γερμανία.
Η ουκρανική αντίσταση φέρνει στην ημερήσια διάταξη την παροχή όπλων
Η αποφασιστική και γεμάτη αυτοθυσία αντίσταση του ουκρανικού λαού ενάντια στις δυνάμεις κατοχής ήταν αυτή που έφερε τις χώρες του ΝΑΤΟ αντιμέτωπες με το ζήτημα των εκτενών παραδόσεων όπλων. Αμέσως μετά την έναρξη του πολέμου, οι κυβερνήσεις των ΗΠΑ και του Ηνωμένου Βασιλείου συμβούλευσαν τον Ουκρανό πρόεδρο Ζελένσκι να εγκαταλείψει τη χώρα και του προσέφεραν προστασία. Όπως και η ηγεσία του Κρεμλίνου, ανέμεναν ότι η Ουκρανία θα ηττηθεί γρήγορα. Όλοι τους έκαναν λάθος για τη θέληση του ουκρανικού λαού να αντισταθεί. Υπέθεσαν ότι μετά από ένα κύμα οργής και οικονομικών κυρώσεων, οι ευρωπαϊκές και αμερικανικές εταιρείες θα επέστρεφαν σε κανονικές συναλλαγές με τη Ρωσία.
Η επίμονη αντίσταση της Ουκρανίας και οι στρατιωτικές δυσκολίες των ρωσικών δυνάμεων κατοχής άνοιξαν την ευκαιρία στις κυβερνήσεις των χωρών του ΝΑΤΟ να αποδυναμώσουν τη στρατιωτική και γεωπολιτική θέση της Ρωσίας μέσω μαζικών παραδόσεων όπλων στην Ουκρανία. Έτσι, οι αγωνιζόμενοι άνθρωποι του λαού στην Ουκρανία δεν είναι εκτελεστές ενός ιμπεριαλιστικού σχεδίου, αλλά αγωνίζονται για τους νόμιμους στόχους και τα δικαιώματά τους στην ουκρανική κοινωνία, αγωνίζονται για την ύπαρξή τους ως Ουκρανών.
Μέχρι το ξέσπασμα του πολέμου, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για εξοπλισμό της Ουκρανίας από το ΝΑΤΟ. Η Ουκρανία έλαβε 4 δισεκατομμύρια δολάρια σε στρατιωτική βοήθεια από τις Ηνωμένες Πολιτείες από το 2014 έως το 2022. Τουλάχιστον από το 2015, ο αμερικανικός στρατός εκπαίδευσε επίσης ουκρανικά στρατεύματα, αν και σε σχετικά μικρή κλίμακα.6 Αλλά το μεγάλο μέρος της στρατιωτικής βοήθειας εισέρρευσε μετά την έναρξη του πολέμου.7 Από το 2014 έως το 2021, η στρατιωτική βοήθεια ανήλθε σε 2,4 δισεκατομμύρια δολάρια. Οι γερμανικές εξαγωγές όπλων προς την Ουκρανία ήταν σχετικά μικρές μέχρι σήμερα∙ οι γερμανικές εξαγωγές όπλων προς τη Ρωσία ήταν δυσανάλογα μεγαλύτερες από το 2014 –παρά το εμπάργκο– και ακόμη και στην περίοδο αμέσως πριν από την έναρξη του πολέμου.8
Χωρίς τις παραδόσεις στρατιωτικά αξιοποιήσιμων εξαρτημάτων από τη γερμανική (καθώς και την ελβετική, την ιταλική, την ιαπωνική και την αμερικανική) βιομηχανία εργαλειομηχανών, η ρωσική πολεμική βιομηχανία δεν θα ήταν σε θέση να ενσωματώσει πολύπλοκα συστήματα ελέγχου στα όπλα της. Το τεχνολογικό πεδίο της Σοβιετικής Ένωσης εξαντλήθηκε και η Ρωσία αναγκάστηκε έκτοτε να εισάγει βασικές εργαλειομηχανές. Η πετρελαϊκή έκρηξη της δεκαετίας του 2000 παρείχε τα χρήματα. Χωρίς αυτές τις εισαγόμενες εργαλειομηχανές, η Ρωσία δεν θα μπορούσε να αναπτύξει πολεμική βιομηχανία.9
Στα μέσα Απριλίου, ο πρόεδρος Μπάιντεν ανακοίνωσε άλλο ένα πρόγραμμα στρατιωτικής βοήθειας ύψους 750 εκατομμυρίων δολαρίων για την Ουκρανία.10 Τέλος, στις 19 Μαΐου, η Γερουσία ψήφισε ένα πρόγραμμα στρατιωτικής και ανθρωπιστικής βοήθειας προς την Ουκρανία ύψους 40 δισεκατομμυρίων δολαρίων, καθιστώντας το πακέτο αυτό το μεγαλύτερο πακέτο εξωτερικής βοήθειας εδώ και τουλάχιστον δύο δεκαετίες. Μεγάλο μέρος αυτού του ποσού, ωστόσο, θα δαπανηθεί για επενδύσεις υποδομής και αντικατάστασης (replacement investments) στις ίδιες τις ΗΠΑ.11 Έτσι, η εμπλοκή των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ έχει λάβει μια συνολική διάσταση. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ δηλώνει ανοιχτά ότι θέλει να αποδυναμώσει σημαντικά τις ρωσικές στρατιωτικές δυνατότητες. Προφανώς, τον ίδιο στόχο επιδιώκει και η ουκρανική κυβέρνηση.
Τα συμφέροντα των ΗΠΑ και της Δυτικής Ευρώπης
Οι κυβερνήσεις της Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών μοιράζονται την ευθύνη για την κλιμάκωση των γεωπολιτικών εντάσεων, αλλά όχι εξαιτίας της υποτιθέμενης περικύκλωσης της Ρωσίας από το ΝΑΤΟ που παρουσίασε η ρωσική προπαγάνδα και που πολλοί αριστεροί στην Ευρώπη υιοθέτησαν τελείως ανέξοδα. Ξεχνιέται ότι η επέκταση του ΝΑΤΟ με την ένταξη των γειτονικών της Ρωσίας χωρών είχε ουσιαστικά ολοκληρωθεί μέχρι το 2004 και κυρίως ότι πολλές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης επιδίωξαν την ένταξη στο ΝΑΤΟ όχι από επιθυμία στρατιωτικού επανεξοπλισμού, αλλά από φόβο για την ενίσχυση του ρωσικού ρεβανσισμού.12
Η πραγματική συνυπευθυνότητα των χωρών του ΝΑΤΟ για την όξυνση των αντιθέσεων έγκειται στα οικονομικά τους συμφέροντα στις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες. Το κεφάλαιο στις ιμπεριαλιστικές χώρες της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής δεν αναζητούσε μόνο νέα μέλη του ΝΑΤΟ, αλλά ήθελε πρωτίστως να ανοίξει περαιτέρω αγορές και να αποκτήσει φτηνές πρώτες ύλες. Γι’ αυτό χρειαζόταν κυβερνήσεις που θα μπορούσαν να οργανώσουν τη διαδικασία του κοινωνικού μετασχηματισμού με ομαλό τρόπο και, αν χρειαστεί, με τη βία.
Οι δυτικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, πρώτα και κύρια οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Μεγάλη Βρετανία, αναγνώρισαν στην αρχικά επιτυχημένη αντίσταση της Ουκρανίας στις ρωσικές δυνάμεις κατοχής την ευκαιρία να αποδυναμώσουν σημαντικά τη γεωπολιτική θέση της Ρωσίας ενισχύοντας τις στρατιωτικές δυνατότητες της Ουκρανίας. Οι ηγέτες του ΝΑΤΟ, ωστόσο, δεν φαίνεται να ενδιαφέρονται ούτε για έναν παρατεταμένο πόλεμο ούτε για την κλιμάκωσή του. Ο Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ Στόλτενμπεργκ εξήγησε τη διαδικασία εξισορρόπησης σε μια συνάντηση στη Φινλανδία στις 12 Ιουνίου: Σε κάποιο σημείο, είπε, η Ουκρανία θα πρέπει να ανακοινώσει ποιες εδαφικές απώλειες είναι διατεθειμένη να δεχτεί και ποια δημοκρατικά δικαιώματα είναι ο πληθυσμός διατεθειμένος να εγκαταλείψει.13
Ταυτόχρονα, είναι προφανές ότι οι σημαντικότερες χώρες της Ευρώπης, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας και της Γαλλίας, αλλά και της Αυστρίας και της Ελβετίας, παρέχουν στην Ουκρανία μόνο περιορισμένη υποστήριξη. Επιδιώκουν μια συνεννόηση με τη ρωσική ολιγαρχία. Ούτε πραγματικά προμηθεύουν τα απαραίτητα όπλα, ούτε ανακουφίζουν την εξουθενωμένη ουκρανική κοινωνία με διαγραφή χρέους. Μεγάλες μερίδες του κεφαλαίου στην Ευρώπη, ιδιαίτερα αυτές που συνδέονται με τις βιομηχανίες ορυκτών καυσίμων (Γερμανία, Αυστρία) και με το διεθνές εμπόριο εμπορευμάτων (Ελβετία), κάνουν εδώ και χρόνια εξαιρετικά κερδοφόρες δουλειές με τους ολιγάρχες του Πούτιν. Θα ήθελαν να επιστρέψουν γρήγορα στην κανονικότητα και να συνεχίσουν αυτές τις επιχειρήσεις. Η Ρωσία είναι μια πολύ πιο σημαντική αγορά για το δυτικοευρωπαϊκό κεφάλαιο από ό,τι η Ουκρανία.
Οι δημόσιες δηλώσεις σημαντικών εκπροσώπων του κεφαλαίου για τον τερματισμό του πολέμου γίνονται όλο και πιο συχνές. Οι δυτικές κυβερνήσεις πρέπει να καταστήσουν σαφές στην κυβέρνηση Ζελένσκι ότι η αλληλεγγύη και η υπομονή τους είναι περιορισμένες. Εξάλλου, εξαρτώνται από το ρωσικό φυσικό αέριο. Μια ακόμη μεγαλύτερη μείωση ή ακόμη και διακοπή των παραδόσεων θα οδηγούσε αναπόφευκτα σε οικονομική καταστροφή.
Ο διευθύνων σύμβουλος της VW Χέρμπερτ Ντις απαίτησε από την ΕΕ να διαπραγματευτεί μια διευθέτηση του πολέμου. Πρέπει να γίνει το μέγιστο δυνατό «για να ανοίξει ξανά ο κόσμος».14 Η διοίκηση της BASF έχει επανειλημμένα προειδοποιήσει κατά του εμπάργκο στο ρωσικό πετρέλαιο και φυσικό αέριο και θεωρεί το σχηματισμό γεωπολιτικού μπλοκ ως μεγάλη απειλή για τις επιχειρήσεις.15 Η Μαγκνταλένα Μαρτούλλο-Μπλοχέρ, επικεφαλής της EMS-Chemie στην Ελβετία, ζητά μια γρήγορη διευθέτηση με διαπραγματεύσεις με τον Πούτιν. Η κυριαρχία της Ουκρανίας και οι κοινωνικές ανησυχίες των ανθρώπων στην Ουκρανία είναι φυσικά αδιάφορες για αυτούς τους εκπροσώπους του κεφαλαίου.16 Σε έρευνα της KPMG σε 280 εταιρείες, μόλις το 10% δήλωσε ότι εγκατέλειψε εντελώς τη ρωσική αγορά. Το 37% έθεσε τις δραστηριότητές του σε «αναμονή» για να συνεχίσει τις δραστηριότητές του αργότερα.17 Οι δηλώσεις αυτές δείχνουν ότι μεγάλα τμήματα του κεφαλαίου δεν έχουν καμιά διάθεση για έναν μακροχρόνιο πόλεμο. Αργά ή γρήγορα, οι κυβερνήσεις θα προσπαθήσουν να καταλήξουν σε συμφωνία με τον Πούτιν για το πώς θα ανοίξει ξανά ο κόσμος των αγορών.
Ο χαρακτήρας του πολέμου
Οι πέντε συγγραφείς του άρθρου στη Junge Welt θέλουν να εφαρμόσουν την ντεφετιστική θέση της Ρόζας Λούξεμπουργκ, του Καρλ Λίμπκνεχτ και του Βλαντιμίρ Λένιν στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο για τον σημερινό κατακτητικό ρωσικό πόλεμο εναντίον του ουκρανικού πληθυσμού. Η αναλογία με τις συζητήσεις στο εργατικό κίνημα κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου διαστρεβλώνει την ιστορία για να ταιριάζει. Πιο κατάλληλος θα ήταν ένας κριτικός προβληματισμός σχετικά με τη λογική των αντιαποικιακών αγώνων. Εξάλλου, η Ουκρανία δεν είναι ιμπεριαλιστική χώρα, ούτε απείλησε να επιτεθεί σε άλλες χώρες. Αντίθετα, η Ουκρανία είναι μια νεαρή χώρα της οποίας την ανεξαρτησία και το δικό της εθνικό οικοδόμημα η Ρωσία δεν αποδέχεται και γι’ αυτό της επιτίθεται στρατιωτικά από το 2014. Ωστόσο, το καθεστώς Πούτιν θέλει να εντάξει την Ουκρανία και πάλι ως εσωτερική αποικία σε μια Μεγάλη Ρωσική Αυτοκρατορία, όπως συνέβαινε επί τσάρων.
Έτσι, ο ουκρανικός πληθυσμός δεν διεξάγει έναν «πόλεμο δι’ αντιπροσώπου» του ΝΑΤΟ κατά της Ρωσίας, αλλά αγωνίζεται για τη δική του ανεξαρτησία και για δημοκρατικά και κοινωνικά δικαιώματα, τα οποία θα έχανε υπό ρωσική κατοχή. Η πραγματικότητα στις λεγόμενες Λαϊκές Δημοκρατίες στο Ντονμπάς είναι αρκετά απειλητική ως μια πιθανή προοπτική κάτω από ένα καθεστώς κατοχής.
Φυσικά, ο πόλεμος μπορεί να κατανοηθεί μόνο στο πλαίσιο του διεθνούς ανταγωνισμού μεταξύ των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Οι ΗΠΑ και οι χώρες του ΝΑΤΟ, με τον επιθετικό τους επανεξοπλισμό που ξεκίνησε ακόμη και πριν από τη ρωσική επίθεση στην Ουκρανία, προετοιμάζονται για πιθανές στρατιωτικές συγκρούσεις με την Κίνα και την εντατικοποίηση του ανταγωνισμού για τις πρώτες ύλες και περιβαλλοντικούς πόρους. Επομένως, είναι προφανές ότι οι ΗΠΑ και οι ευρωπαϊκές δυνάμεις θέλουν να χρησιμοποιήσουν στρατηγικά τον πόλεμο στην Ουκρανία για τους δικούς τους στόχους. Εφόσον η αντίσταση της Ουκρανίας ανταποκρίνεται στους στόχους τους, θα εμπλακούν, αλλά φυσικά όχι άνευ όρων. Διάφορες πτέρυγες του κεφαλαίου των δυτικών ιμπεριαλισμών βλέπουν μάλιστα να εμποδίζονται από τον πόλεμο να καλύψουν τις αγορές της Ρωσίας. Επιπλέον, ούτε οι ΗΠΑ ούτε οι ευρωπαϊκές χώρες βρίσκονται σε εμπόλεμη κατάσταση. Αν ήταν έτσι, θα είχαμε πράγματι παγκόσμιο πόλεμο.
Ο Ετιέν Μπαλιμπάρ ανέλυσε πρόσφατα αυτόν τον πόλεμο με μια εμπνευσμένη συμβολή στη συζήτηση.18 Υποστηρίζει πειστικά ότι αυτός ο πόλεμος έχει τέσσερις αλληλένδετες διαστάσεις: πρώτον, έναν εθνικό πόλεμο ανεξαρτησίας παρόμοιο με αυτόν της Αλγερίας ή του Βιετνάμ∙ δεύτερον, έναν ακόμη πόλεμο ως αποτέλεσμα της κατάρρευσης της Σοβιετικής Ένωσης και των κρατικο-γραφειοκρατικών χωρών∙ τρίτον, έναν παγκοσμιοποιημένο πόλεμο, καθώς οι εμπόλεμες χώρες εμπλέκονται σε παγκόσμιες συμμαχίες και δίκτυα και ο πόλεμος έχει καταστροφικές συνέπειες για την προμήθεια τροφίμων σε πολλές φτωχές χώρες∙ και τέταρτον, τέλος, την απειλή πυρηνικού πολέμου, καθώς ο Πούτιν χρησιμοποιεί σκόπιμα αυτή τη δυνατότητα εκβιασμού. Ωστόσο, ο καθοριστικός παράγοντας στη δυναμική του πολέμου είναι ο πόλεμος ανεξαρτησίας κατά της ρωσικής κατοχής που έχει ευρεία κοινωνική υποστήριξη. Ο Μπαλιμπάρ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η ήττα της Ουκρανίας είναι μια εντελώς απαράδεκτη προοπτική.
Χαρακτηριστικό της τρέχουσας φάσης του πολέμου είναι ότι υπάρχει μια προσωρινή και μερική ευθυγράμμιση συμφερόντων μεταξύ της Ουκρανίας και των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Σε μια παρόμοια κατάσταση προσωρινής ευθυγράμμισης συμφερόντων, οι Λαϊκές Δυνάμεις Άμυνας και οι Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις στη βόρεια Συρία είχαν μαζική υποστήριξη από την αεροπορική δύναμη των ΗΠΑ στον αγώνα τους ενάντια στο Ισλαμικό Κράτος, χωρίς την οποία θα είχαν χάσει τη μάχη. Βλέπουμε αυτή τη στιγμή, μπροστά στις αυξημένες τουρκικές επιθέσεις, ότι αυτή η προστασία δεν διαρκεί. Αυτές τις μέρες, η ηγεσία του PYD, του ισχυρότερου κόμματος στη βορειοανατολική Συρία, ζητά από το ΝΑΤΟ μια ζώνη απαγόρευσης πτήσεων, παραδόξως εναντίον μιας χώρας του ΝΑΤΟ, της Τουρκίας. Αυτό φυσικά δεν είναι λόγος να αποστασιοποιηθούμε από την αντίσταση στη Ροζάβα, αλλά αντίθετα είναι λόγος να ενισχύσουμε την αλληλεγγύη.
Από την ανάλυσή μας, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η Ουκρανία έχει το δικαίωμα να προμηθεύεται όπλα από όπου και αν τα προμηθευτεί. Οι κυβερνήσεις των ΗΠΑ και της Ευρώπης προμηθεύουν όπλα σε καθορισμένες ποσότητες, αλλά για τα δικά τους κίνητρα. Είναι πιθανό ότι οι κυβερνήσεις των δυτικών ιμπεριαλισμών θα αναγκάσουν αργά ή γρήγορα την Ουκρανία να παραιτηθεί από την κυριαρχία μεγάλων τμημάτων της χώρας στα ανατολικά και τα νότια ως μέρος μιας «διευθέτησης με διαπραγμάτευση» και έτσι να αποδεχτεί μια μερική ήττα. Από αυτή την άποψη, όσοι ζητούν τώρα άμεσες διαπραγματεύσεις δεν απέχουν και πολύ από τις ιμπεριαλιστικές κυβερνήσεις «τους».
Αλαζονικές συστάσεις για συνθηκολόγηση και «κοινωνική αντίσταση»
Στο άρθρο τους στη Junge Welt, οι συγγραφείς δύσκολα κρύβουν ότι συστήνουν στην Ουκρανία και επομένως και στους Ουκρανούς αριστερούς, τα συνδικάτα ή άλλα χειραφετητικά κινήματα να συνθηκολογήσουν. Πιστεύουν σοβαρά ότι υπό τις συνθήκες μιας στρατιωτικής δικτατορίας κατοχής και μαζικών απελάσεων των εν δυνάμει αντιπολιτευόμενων, μπορεί να αναδυθεί μια ζωντανή κοινωνία των πολιτών ή ακόμη και μαχητικά συνδικάτα; Θα πειστούν ειρηνικά τα ρωσικά στρατεύματα να αποχωρήσουν με αυτόν τον τρόπο; Αυτή η ιδέα είναι γκροτέσκα και παράλογη, και οι συστάσεις προς το λαό της Ουκρανίας που απορρέουν από αυτήν είναι πατερναλιστικές και νεοαποικιακές. Στις 28 Ιουνίου, ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου Ντμίτρι Πεσκόφ δήλωσε και πάλι με σαφήνεια ποιες είναι οι προϋποθέσεις για την κατάπαυση του πυρός: «Η ουκρανική πλευρά μπορεί να σταματήσει τα πάντα πριν από το τέλος της σημερινής ημέρας». Για το σκοπό αυτό, είπε, είναι απαραίτητη «μια διαταγή προς τις εθνικιστικές μονάδες», προς τους «Ουκρανούς στρατιώτες να καταθέσουν τα όπλα τους». Το Κίεβο θα πρέπει επίσης να ικανοποιήσει όλους τους ρωσικούς όρους, είπε. «Τότε όλα θα είχαν τελειώσει μέσα σε μία ημέρα».19
Επομένως όσο ο ουκρανικός πληθυσμός δεν συνθηκολογεί, βομβαρδισμένος, εξαντλημένος, τραυματισμένος και αποθαρρυμένος, η δικτατορία του Πούτιν θα συνεχίσει την τρομοκρατία των βομβαρδισμών.
Οι συγγραφείς δεν παίρνουν στα σοβαρά τους πολεμικούς στόχους καταστροφής της ουκρανικής κοινωνίας που διατυπώνονται ανοιχτά από το ίδιο το καθεστώς Πούτιν. Γι’ αυτό και προβαίνουν σε λανθασμένες ιστορικές αναλογίες. Οι συγκρίσεις τους με τις εμπειρίες της «ειρηνικής» αντίστασης κατά του πραξικοπήματος του Καπ το 1920, της κατοχής του Ρουρ από τις γαλλικές και βελγικές δυνάμεις το 1923 και της ειρηνικής αντίστασης των δημοκρατικών κινημάτων της Τσεχοσλοβακίας στα σοβιετικά στρατεύματα το 1968 είναι παράλογες. Αγνοούν το γεγονός ότι το καθεστώς Πούτιν αμφισβητεί την ίδια την ύπαρξη μιας ανεξάρτητης Ουκρανίας και την οικοδόμηση του ουκρανικού έθνους. Αποτυγχάνουν να αναγνωρίσουν τον συστηματικό πόλεμο του ρωσικού ιμπεριαλισμού με στόχο την εθνοκάθαρση. Οι πέντε συγγραφείς αποδεικνύουν με αυτή την αδαή αλαζονεία ότι δεν θέλουν καν να συζητήσουν με τις σοσιαλιστικές, αναρχικές και φεμινιστικές δυνάμεις στην Ουκρανία, τη Λευκορωσία και τη Ρωσία. Προφανώς δεν τις παίρνουν στα σοβαρά.
Ας θυμηθούμε τις απαρχές της συριακής επανάστασης. Τον Απρίλιο του 2011, όταν ο λαός της Συρίας βγήκε στους δρόμους με εξαιρετικά πειθαρχημένο και ειρηνικό τρόπο, ο δικτάτορας Άσαντ διέταξε επανειλημμένα τα στρατεύματα να πυροβολήσουν στο πλήθος. Τελικά, ο στρατός του βομβάρδισε ολόκληρες πόλεις. Ωστόσο, αυτό δεν ήταν αρκετό για να κάμψει τη θέληση του λαού να αντισταθεί. Ο Πούτιν και οι στρατηγοί του ισοπέδωσαν το Χαλέπι και άλλες πόλεις από το 2015. Οι ίδιοι, κάνουν τώρα το έργο της καταστροφής στην Ουκρανία. Όπως είναι γνωστό, ακόμα και τότε ένα μεγάλο μέρος της υποτιθέμενης αντιιμπεριαλιστικής αριστεράς στην Ευρώπη παρέμεινε σιωπηλό για αυτά τα εγκλήματα.
Διανοούμενοι, διασημότητες και αριστερές ομάδες στη Γερμανία ζητούν επανειλημμένα άμεση κατάπαυση του πυρός. Όσο όμως δεν διευκρινίζονται οι όροι μιας τέτοιας κατάπαυσης του πυρός, η προοπτική αυτή ισοδυναμεί με προσάρτηση και αποικισμό μεγάλων τμημάτων της Ουκρανίας από τη Ρωσία.
Όσοι προβάλλουν τέτοια αιτήματα αγνοούν ότι η ακροδεξιά –τόσο στη Ρωσία όσο και στην Ουκρανία– θα ήταν αυτή που θα επωφελούνταν αν η Ρωσία κέρδιζε. Ελέγχει ήδη το ρωσικό κράτος και θα πανηγύριζε ανάλογα τη νίκη επί της Ουκρανίας και θα προετοίμαζε περισσότερες επιθέσεις. Η ακροδεξιά στην Ουκρανία θα μπορούσε να επεκτείνει τα οργανωτικά και στρατιωτικά της δίκτυα στην ένοπλη αντίσταση κατά των δυνάμεων κατοχής. Αυτό το σενάριο, πολύ περισσότερο από τον σημερινό πόλεμο, θα οδηγούσε σε έναν μακρύ πόλεμο με πολλές χιλιάδες νεκρούς, φυλακισμένους, απελαθέντες και βασανισμένους.
Αναπτύσσοντας από κοινού μια παγκόσμια προοπτική αλληλεγγύης και οικολογίας
Είμαστε αλληλέγγυοι/ες στην ένοπλη και άοπλη αντίσταση του ουκρανικού λαού ενάντια στις ρωσικές δυνάμεις κατοχής και υποστηρίζουμε ιδιαίτερα τις φεμινιστικές, τις σοσιαλιστικές και τις αναρχικές συλλογικότητες που συμμετέχουν πολιτικά ανεξάρτητα σε αυτή την αντίσταση με πολιτικά και στρατιωτικά μέσα. Είμαστε αλληλέγγυοι/ες με τα συνδικάτα και τα κοινωνικά κινήματα στην Ουκρανία που αντιτίθενται στις νεοφιλελεύθερες οικονομικές πολιτικές αλλά αντίθετα υπερασπίζονται την κοινωνικο-οικολογική ανασυγκρότηση. Στεκόμαστε επίσης, φυσικά, στο πλευρό των σοσιαλιστικών, φεμινιστικών και αναρχικών δυνάμεων στη Ρωσία και τη Λευκορωσία που αντιστέκονται θαρραλέα στους κυβερνώντες τους, παρά τους σοβαρούς κινδύνους και το ρίσκο.
Η απόσυρση όλων των ρωσικών στρατευμάτων από το έδαφος της Ουκρανίας αποτελεί προϋπόθεση για την ειρηνική διευθέτηση της σύγκρουσης. Μόνο σε αυτή τη βάση μπορεί να ανοίξει μια διαδικασία συνεννόησης, υπό διεθνή παρακολούθηση, μεταξύ των δημοκρατικά εκλεγμένων εκπροσώπων των περιοχών της ανατολικής Ουκρανίας και της κυβέρνησης του Κιέβου. Υποστηρίζουμε τα αιτήματα των χειραφετητικών αριστερών στην Ουκρανία και θα εργαστούμε για τον εντοπισμό των περιουσιακών στοιχείων των Ρώσων και Ουκρανών ολιγαρχών που είναι κρυμμένα και επενδυμένα σε ευρωπαϊκές χώρες και τη χρήση τους για ανθρωπιστική βοήθεια και την ανοικοδόμηση της Ουκρανίας. Η Ουκρανία είναι βαριά χρεωμένη. Ο πόλεμος καθιστά αδύνατη την ανεξάρτητη οικονομική ανάπτυξη. Ως εκ τούτου, τα χρέη της Ουκρανίας πρέπει να διαγραφούν.
Ταυτόχρονα, είμαστε αντίθετοι στο κεφάλαιο στις χώρες μας που συνεχίζει να κάνει δουλειές με τους ολιγάρχες του Πούτιν και επιδιώκει να έρθει σύντομα σε συνεννόηση με το καθεστώς Πούτιν εις βάρος της Ουκρανίας. Απορρίπτουμε τα πρόσφατα αποφασισμένα και προετοιμασμένα προγράμματα επανεξοπλισμού στη Δυτική Ευρώπη και το ΝΑΤΟ. Αυτά δεν εξυπηρετούν τη νίκη του ουκρανικού λαού στον αγώνα του για την ύπαρξή του ενάντια στη Ρωσία, αλλά τους δικούς τους μακροπρόθεσμους ιμπεριαλιστικούς στόχους στον ανταγωνισμό για τους φυσικούς πόρους. Υποστηρίζουμε τη διάλυση του ΝΑΤΟ και της ρωσοκρατούμενης στρατιωτικής συμμαχίας CSTO. Αντίθετα, είμαστε υπέρ της οικοδόμησης ενός δημοκρατικού και συλλογικού συστήματος ασφάλειας. Η βιομηχανία όπλων σε Δύση και Ανατολή πρέπει να διαλύεται συνεχώς και να μετατρέπεται σε κοινωνικά χρήσιμες και οικολογικά συμβατές βιομηχανίες.
Υποστηρίζουμε την έκκληση του κινήματος για το κλίμα για απεξάρτηση από το ρωσικό πετρέλαιο και φυσικό αέριο ως βήμα προς την πλήρη κατάργηση των ορυκτών καυσίμων. Δεν πρέπει να επιτραπεί πλέον στο καθεστώς Πούτιν να χρηματοδοτεί τους μηχανισμούς του για πολέμους και καταστροφές με τη βοήθεια των εσόδων του από τη λεηλασία και την εξαγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου, καθώς και ορυκτών πρώτων υλών. Οι αυξήσεις των τιμών της ενέργειας πρέπει να αντιμετωπιστούν με μια φθηνή βασική κοινωνική παροχή ενέργειας για τους μισθωτούς, με προοδευτική τιμολόγηση για την υψηλή κατανάλωση ενέργειας και με ολοκληρωμένα μέτρα εξοικονόμησης ενέργειας.
Για να επιβάλουμε αυτή την προοπτική, θέλουμε να οικοδομήσουμε ένα κίνημα, μαζί με το κίνημα για το κλίμα και τις πρωτοβουλίες των συνδικάτων βάσης, για την κοινωνική απαλλοτρίωση και για την οικολογική μετατροπή και διάλυση των μεγάλων εταιρειών ορυκτών καυσίμων. Αυτή είναι η προϋπόθεση για την αποδέσμευση από τα ορυκτά καύσιμα.
Όσοι ανεχτούν τώρα μια ρωσική νίκη, ανέχονται επίσης μια νίκη τόσο του παγκόσμιου όσο και του «ντόπιου» κεφαλαίου που βασίζεται στα ορυκτά καύσιμα και τα εμπορεύματα, το οποίο είναι στενά συνυφασμένο με τους ρωσικούς τομείς των ορυκτών καυσίμων και των εξορύξεων. Ως εκ τούτου, ένα νέο αντιμιλιταριστικό κίνημα πρέπει να υποστηρίξει την αλληλεγγύη στην πολιτική αλλά και ένοπλη αντίσταση του ουκρανικού λαού, καθώς και στους Ουκρανούς, Λευκορώσους και Ρώσους αριστερούς που αντιτίθενται στον πόλεμο του καθεστώτος Πούτιν.