Ilya Budraitskis
Στον απόηχο της εισβολής της στην Ουκρανία, ο Ilya Budraitskis περιγράφει ότι η Ρωσία εξελίσσεται σε μια νέα μορφή φασισμού. Αυτό που ήταν μια «διαχειριζόμενη δημοκρατία» με περιορισμένες προσωπικές ελευθερίες, έχει μετατραπεί σε μια κοινωνία και ένα πολίτευμα που απαιτεί την απερίφραστη αποδοχή της εισβολής στην Ουκρανία και αντιμετωπίζει κάθε ένδειξη απόκλισης ως προδοσία.
Παρά τις ρωσικές ιδιομορφίες, ο συγγραφέας διαπιστώνει πως «ο φασισμός του Πούτιν δεν είναι μια ανωμαλία, μια απόκλιση από την ‘κανονική’ εξέλιξη, μια εξέλιξη που περιλαμβάνει και τις δυτικές κοινωνίες», καθώς πηγάζει από «τα ίδια τα θεμέλια της καπιταλιστικής λογικής, η οποία προετοιμάζει αθόρυβα αλλά επίμονα το έδαφος», όπως το μαρτυρούν και τα διάφορα ακροδεξιά κόμματα στην Ευρώπη.
Το άρθρο πρωτοεμφανίστηκε στα γερμανικά στην εφημερίδα Die Wochenzeitung, με τίτλο “Gruseliges Vorzeichen einer möglichen Zukunft.”
Μέσα σε μόλις ενάμιση μήνα από το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία, η Ρωσία του Πούτιν εισήλθε σε μια νέα περίοδο της ιστορίας της. Το αυταρχικό καθεστώς που οικοδομήθηκε τα τελευταία είκοσι χρόνια, παρά την ολοένα αυξανόμενη καταστολή, επέτρεπε μέχρι πρόσφατα την ύπαρξη περιορισμένης ελευθερίας του λόγου, ενός κομματικού αγώνα στο πλαίσιο της λεγόμενης «διευθυνόμενης δημοκρατίας» και, κυρίως, του δικαιώματος σε ιδιωτική ζωή. Το τελευταίο αποτέλεσε και βασικό στοιχείο μιας πιο μόνιμης αποπολιτικοποίησης της ρωσικής κοινωνίας: μπορεί να μην ήσουν ενθουσιασμένος με τις κυβερνητικές αποφάσεις ή την προεδρική ρητορική, αλλά πάντα είχες ένα ασφαλές καταφύγιο από την «πολιτική» στην καθημερινή σου δουλειά ή στον οικογενειακό σου κύκλο. Σήμερα, με το γράμμα Ζ, το οποίο έχει γίνει σχεδόν επίσημο ζοφερό σύμβολο της εισβολής στην Ουκρανία, να κοσμεί τα παράθυρα των δημόσιων συγκοινωνιών, των σχολείων και των νοσοκομείων, ο φιλόξενος χώρος της ιδιωτικής ζωής έχει και αυτός χάσει το δικαίωμα ύπαρξής του.
Το καθεστώς απαιτεί πλέον μια απερίφραστη δημόσια αποδοχή του πολέμου από κάθε πολίτη. Κάθε ένδειξη απόκλισης από αυτό το καθήκον του πολίτη καταδικάζεται ως προδοσία και κάθε διάδοση πληροφοριών για τον πόλεμο εκτός από τις επίσημες ενημερώσεις του Υπουργείου Άμυνας αντιμετωπίζεται ως έγκλημα. Από την έναρξη του πολέμου, δεκάδες Ρώσοι -νέοι και ηλικιωμένοι, κάτοικοι της Μόσχας και επαρχιακών πόλεων- έχουν κατηγορηθεί με τα νέα ποινικά αδικήματα της «δυσφήμισης του ρωσικού στρατού». Όχι μόνο το να πηγαίνει κανείς σε μια πλατεία με μια αντιπολεμική αφίσα, αλλά ακόμη και ένα ειρηνιστικό σήμα σε ένα σακίδιο ή ένα απρόσεκτο σχόλιο στον χώρο εργασίας μπορεί να αποτελέσει λόγο σύλληψης ή αιτία για τεράστιο οικονομικό πρόστιμο. Η δίωξη των αντιφρονούντων γίνεται σταδιακά υπόθεση όχι μόνο της αστυνομίας, αλλά και διάφορων «καλοθελητών» που είναι έτοιμοι να καταγγείλουν έναν γείτονα ή έναν συνάδελφο. Όλα αυτά δεν σημαίνουν, ωστόσο, ότι ο μαζικός εθνικιστικός φανατισμός αντικατέστησε την αποπολιτικοποίησης -αντίθετα, η προπαγάνδα και η καταστολή παραμένουν το αποκλειστικό μονοπώλιο του κράτους.
Η υποστήριξη του πολέμου ελέγχεται αυστηρά από τα πάνω και δεν επιτρέπεται καμία μορφή αυτοοργάνωσης. Για παράδειγμα, οι αρχές απαγόρευσαν στη ριζοσπαστική ακροδεξιά να οργανώσει ανεξάρτητες πορείες αλληλεγγύης προς τον ρωσικό στρατό -τέτοιες δράσεις μπορούν να πραγματοποιηθούν μόνο από τις τοπικές αρχές, σύμφωνα με πρόγραμμα που εγκρίνεται από την προεδρική διοίκηση από τη Μόσχα. Η υποστήριξη για τον πόλεμο πρέπει να περιλαμβάνει μια μορφή υποστήριξης προς τον Πούτιν. Πρέπει να αντανακλά την πλήρη ταυτότητα του εθνικού ηγέτη και του λαού του, και τίποτα άλλο. Όποιος δεν είναι προετοιμασμένος να το κάνει αυτό, λογίζεται ως υποκινητής των «ναζί». Αυτή η μανιακή εμμονή της επίσημης προπαγάνδας στους όρους «αποναζιστικοποίηση» και «ναζισμός» μοιάζει να υποδεικνύει ειδικά τον ακριβή ορισμό της αλλαγής που επιτελείται στο καθεστώς του Πούτιν.
Νομίζω ότι μπορεί ήδη να διαπιστωθεί ότι το σημερινό πολιτικό καθεστώς στη Ρωσία εξελίσσεται ραγδαία προς μια νέα μορφή φασισμού, τον φασισμό του εικοστού πρώτου αιώνα. Ποια είναι όμως τα χαρακτηριστικά του; Ποιες είναι οι ομοιότητες και οι διαφορές του από τον ευρωπαϊκό φασισμό του πρώτου μισού του προηγούμενου αιώνα;
Ένας τεράστιος όγκος ιστορικής και φιλοσοφικής βιβλιογραφίας για τον φασισμό του παρελθόντος έχει δώσει ποικίλες απαντήσεις για τη φύση αυτού του φαινομένου. Θα ήθελα να επικεντρωθώ σε δύο κατά πολύ αντίθετες προσεγγίσεις, η μία από τις οποίες μπορεί να περιγραφεί ως θεωρία του «κινήματος» και η άλλη ως θεωρία της «κίνησης«.
- Η πρώτη προσέγγιση (από ιστορικούς όπως ο Ernst Nolte, για παράδειγμα) είδε τον φασισμό κυρίως ως ένα μαζικό κίνημα που αποσκοπούσε στην καταστολή μιας επαναστατικής απειλής από το εξωτερικό του κράτους, το οποίο θα ήταν πολύ αδύναμο για να προστατεύσει την εξουσία της άρχουσας ελίτ. Σύμφωνα με αυτή την προσέγγιση, το φασιστικό κίνημα πρώτα διέλυσε το μονοπώλιο του κράτους στη βία κατά των πολιτικών αντιπάλων και, στη συνέχεια, μόλις ανέλαβε την εξουσία, μεταμόρφωσε το κράτος από τα μέσα. Τα φασιστικά καθεστώτα στην Ιταλία και τη Γερμανία ήταν, επομένως, πρωτίστως κινήματα που μετασχημάτισαν ριζικά το κράτος και του έδωσαν μια δική τους μορφή.
- Η δεύτερη προσέγγιση, αντίθετα, θεώρησε τον φασισμό κυρίως ως ένα πραξικόπημα, από πάνω προς τα κάτω, από τις ίδιες τις άρχουσες τάξεις. Η θέση αυτή εκφράστηκε με μεγαλύτερη σαφήνεια από τον κοινωνιολόγο Karl Polanyi, ο οποίος είδε στο φασισμό μια φιλοδοξία για την τελική νίκη της καπιταλιστικής λογικής πάνω σε κάθε μορφή αυτοοργάνωσης και αλληλεγγύης στην κοινωνία. Στόχος του φασισμού, σύμφωνα με τον Polanyi, ήταν η πλήρης κοινωνική ατομικοποίηση και η διάλυση του ατόμου μέσα στη μηχανή της παραγωγής. Ο φασισμός θεωρείται, έτσι, επομένως σαν κάτι πιο βαθύ από μια αντίδραση στον κίνδυνο επαναστατικών αντικαπιταλιστικών κινημάτων από τα κάτω και συνδέεται, έτσι, άρρηκτα με μια οριστική εγκαθίδρυση της κυριαρχίας της οικονομίας επί της κοινωνίας. Στόχος του δεν είναι, έτσι, μόνο να καταστρέψει τα εργατικά κόμματα, αλλά και γενικότερα κάθε στοιχείο δημοκρατικού ελέγχου από τα κάτω.
Ο σύγχρονος φασισμός (ή, όπως τον όρισε ο ιστορικός Enzo Traverso, ο “μεταφασισμός”) δεν χρειάζεται πλέον μαζικά κινήματα ή μια περισσότερο ή λιγότερο συνεκτική ιδεολογία. Επιδιώκει να επιβεβαιώσει την κοινωνική ανισότητα και την άνευ όρων υποταγή των κατώτερων τάξεων στις ανώτερες τάξεις ως τη μόνη δυνατή πραγματικότητα και τον μόνο αξιόπιστο νόμο της κοινωνίας.
Η ρωσική κοινωνία, μετά από τριάντα χρόνια μετασοβιετικού αυταρχισμού και νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων της αγοράς, έχει συστηματικά υποβιβαστεί σε μια κατάσταση σιωπηλής θυματοποίησης, ένα εύπλαστο υλικό από το οποίο μπορεί να οικοδομηθεί ένα ολοκληρωμένο φασιστικό καθεστώς. Η επίθεση στο εξωτερικό, βασισμένη στην πλήρη απανθρωποποίηση του εχθρού («ναζί» και «υπάνθρωποι», όπως το παρουσιάζει η επίσημη προπαγάνδα του Πούτιν), είναι μια κρίσιμη διάσταση της «κίνησης» που έγινε από τα πάνω. Φυσικά, το ρωσικό καθεστώς έχει τα δικά του μοναδικά χαρακτηριστικά και δημιουργήθηκε από έναν πολύπλοκο συνδυασμό συγκεκριμένων ιστορικών συνθηκών. Ωστόσο, είναι πολύ σημαντικό να κατανοήσουμε ότι ο φασισμός του Πούτιν δεν είναι μια ανωμαλία, μια απόκλιση από την «κανονική» εξέλιξη, μια εξέλιξη που περιλαμβάνει και τις δυτικές κοινωνίες.
Ο πουτινισμός αποτελεί τρομακτικό οιωνό ενός ενδεχόμενου μέλλοντος, στο οποίο θα μπορούσαν να οδηγήσουν τα ακροδεξιά κόμματα που αγωνίζονται για την εξουσία σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες. Για να μπορέσουμε να παλέψουμε για ένα διαφορετικό μέλλον, πρέπει όλοι μας να επανεξετάσουμε τα ίδια τα θεμέλια της καπιταλιστικής λογικής, η οποία προετοιμάζει αθόρυβα αλλά επίμονα το έδαφος για μια «κίνηση» από την κορυφή, η οποία θα μπορούσε να συμβεί σε χρόνο μηδέν. Το παλιό και κάπως ξεχασμένο δίλημμα της Ρόζας Λούξεμπουργκ, «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα», έχει γίνει μια επείγουσα πραγματικότητα για τη Ρωσία και για τον κόσμο, μετά από το μοιραίο πρωινό της 24ης Φεβρουαρίου.