Τάρας Μπίλους
Ο πόλεμος οδεύει τώρα στον πέμπτο μήνα του και κοστίζει εκατοντάδες ζωές κάθε μέρα, δίχως να διαφαίνεται άμεσο τέλος. Συνεχίζουμε να δίνουμε το βήμα, αυτή τη φορά σε μία αριστερή-αντικαπιταλιστική φωνή από την Ουκρανία που αντιστέκεται στη ρωσική εισβολή. Ακολουθεί η μετάφραση της συνέντευξης που έδωσε ο Τάρας Μπίλους (Taras Bilous) στον Ίβο Γκεοργκίεφ. Ο Τάρας Μπίλους είναι Ουκρανός ιστορικός και ακτιβιστής της οργάνωσης «Κοινωνικό Κίνημα». Είναι συντάκτης στον ιστότοπο Commons: Journal of Social Critique. Στη συνέντευξη μιλά για την εξέλιξη του πολέμου, το ζήτημα γύρω από τις αποστολές όπλων και αν πιστεύει ότι η Ουκρανία θα βγει από τον πόλεμο ενωμένη ή ακόμα πιο διχασμένη.
Το «Γράμμα προς τη Δυτική Αριστερά» που έγραψες προσφάτως πυροδότησε μια σημαντική συζήτηση. Με αυτό, απηύθυνες ουσιαστικά έκκληση στη δυτικοευρωπαϊκή Αριστερά να επανεξετάσει τις θέσεις της και να σταματήσει να επικαλείται το ΝΑΤΟ ως απάντηση στην επιθετικότητα της Ρωσίας. Ποια ήταν η ανταπόκριση που έλαβες;
Πολλοί άνθρωποι μου έχουν γράψει. Με ευχαρίστησαν για την επιστολή μου και εξέφρασαν την αλληλεγγύη τους. Έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες, ακόμη και στα κινέζικα, κάτι που με εξέπληξε. Ωστόσο, εξακολουθώ να μην καταλαβαίνω τι σημαίνει αυτό για τις μελλοντικές μου δραστηριότητες ή το μέλλον του περιοδικού μας. Θα το σκεφτώ μετά τον πόλεμο, αφού τώρα αντιμετωπίζουμε πιο επείγοντα προβλήματα. Εντάχθηκα στις Δυνάμεις Εδαφικής Άμυνας και έχω πολύ λίγο χρόνο για να εργαστώ ως συντάκτης στο Commons ή πάνω στα κείμενά μου.
Στη Γερμανία, πολλοί άνθρωποι έχουν διαβάσει συνεντεύξεις ή κείμενα από συντάκτες του Commons. Υποστηρίζουν ότι η δυτικοευρωπαϊκή Αριστερά παρερμήνευσε και υποτίμησε τις νεο-ιμπεριαλιστικές προθέσεις της Ρωσίας και σε ορισμένες περιπτώσεις αναμάσησε ακόμη και τη ρωσική προπαγάνδα για να δικαιολογήσει την εισβολή. Η κριτική σας προκάλεσε μια συζήτηση στη γερμανική Αριστερά. Μία από τις επαναλαμβανόμενες απόψεις στη συζήτηση είναι ότι είναι καλύτερο να μην συζητήσουμε εάν οι εκτιμήσεις για τη ρωσική επιθετικότητα είναι σωστές ή λανθασμένες λόγω της κακής χρονικής στιγμής — αυτές οι επικριτικές παρατηρήσεις υποτίθεται ότι θα μπορούσαν να αποδυναμώσουν τη διεθνή Αριστερά. Ποια είναι η αντίδρασή σας σε αυτό;
Καταλαβαίνω ότι ο πόλεμος διχάζει την Αριστερά και μπορεί να την αποδυναμώσει. Η ουκρανική Αριστερά το βίωσε ήδη αυτό το 2014. Ωστόσο, οι άκριτες συζητήσεις αποδυναμώνουν ακόμη περισσότερο την Αριστερά και μια λανθασμένη στάση στον πόλεμο δυσφημεί το σοσιαλιστικό κίνημα. Τέτοια παραδείγματα εδώ είναι οι δηλώσεις της Διεθνούς Επιτροπής των Δημοκρατικών Σοσιαλιστών της Αμερικής και η βρετανική εκστρατεία Stop the War. Αυτά το μόνο που πετυχαίνουν είναι να δυσφημούν την Αριστερά.
Ακόμη και πριν από τις δικές μας δημοσιεύσεις που επέκριναν τη Δυτική Αριστερά, τα κυρίαρχα δυτικά μέσα ενημέρωσης επέκριναν σκληρά τέτοιες δηλώσεις, χρησιμοποιώντας τες για να επιτεθούν σε όλους τους αντικαπιταλιστές αριστερούς. Αυτό ήταν αναμενόμενο. Είναι αφελές να ελπίζουμε ότι η Αριστερά θα κάνει ανόητες δηλώσεις και οι ταξικοί μας εχθροί δεν θα επωφεληθούν από αυτό.
Δεν έχω χρόνο να παρακολουθήσω τις συζητήσεις μεταξύ της διεθνούς Αριστεράς και δεν γνωρίζω την κατάσταση σε διάφορες χώρες. Δυστυχώς, γνωρίζω την κατάσταση στις Ηνωμένες Πολιτείες καλύτερα από ό,τι στη Δυτική Ευρώπη. Τις πρώτες μέρες του πολέμου, είδα ότι η Αριστερά αντέδρασε κυρίως στον πόλεμο κρατώντας αμυντική στάση και προσπαθώντας να δικαιολογήσει τους «καμπιστές». Ένα παράδειγμα είναι ένα άρθρο του David Broder που επηρέασε την απόφασή μου να γράψω το «Γράμμα προς τη Δυτική Αριστερά». Μια τέτοια στάση είναι λάθος. Θα συμβάλει μόνο στην περιθωριοποίηση της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Η κριτική στην υποκρισία των Δυτικών ελίτ δεν είναι πειστική εάν ο συντάκτης της υπερασπίζεται μια προφανώς λανθασμένη πολιτική.
Όπως έγραψα, πρέπει να αποστασιοποιηθούμε από τον «αντι-ιμπεριαλισμό των ηλιθίων» και να είμαστε ειλικρινείς για τα λάθη μας. Ένα καλό παράδειγμα τέτοιας ειλικρίνειας είναι ένα άρθρο του Daniel Marwecki και είμαι ειλικρινά ευγνώμων στον συγγραφέα για αυτό.
Ταυτόχρονα, κατανοώ ότι οι συζητήσεις πάνω σε επίμαχα ζητήματα απαιτούν πολύ χρόνο. Γνωρίζω καλά το γεγονός ότι η υπερβολική αντιπαράθεση μπορεί να προκαλέσει συγκρούσεις στο εσωτερικό της Αριστεράς και να την αποδυναμώσει. Συγκεκριμένες απαντήσεις ως προς τον τρόπο εξισορρόπησης της ανάγκης αντίδρασης στον πόλεμο, από τη μία, και περιορισμού αυτών των συγκρούσεων, από την άλλη, εξαρτώνται από τις συγκεκριμένες περιστάσεις.
Πώς αντέδρασε η ουκρανική Αριστερά στον πόλεμο στο Ντονμπάς το 2014 και αργότερα;
Το 2014 δεν ήμουν ακόμα αριστερός, ήμουν απλά ένας άνθρωπος που συνταράσσεται από εσωτερικές συγκρούσεις λόγω του πολέμου στο Ντονμπάς. Ενδιαφέρθηκα ιδιαιτέρως για τις συζητήσεις της ουκρανικής Αριστεράς. Αυτές οι συζητήσεις έπαιξαν ρόλο στο να γίνω αριστερός.
Ταυτόχρονα, η εμπειρία της ουκρανικής Αριστεράς δείχνει ότι είναι σημαντικό να προσπαθούμε να παραμένουμε εντός ορισμένων ορίων όταν ασχολούμαστε με τη διαμάχη. Όταν ο πόλεμος μαίνεται στη χώρα σου, περιπλέκει τα πράγματα. Έτσι, η έντονη διαμάχη, δυστυχώς, έπαιξε επίσης ρόλο στην παρακμή της ουκρανικής Αριστεράς. Σήμερα είναι σαφές ότι ορισμένες από τις ρήξεις που συνέβησαν τότε ήταν επιζήμιες, ότι θα ήταν καλύτερα να συνεχιστεί ένας διάλογος με ορισμένους αντιπάλους και ότι ήταν απαραίτητο να διαχωριστούμε από άλλους. Ειδικά με εκείνους που τώρα υποστηρίζουν ανοιχτά τον Πούτιν ή αρνούνται τη σφαγή στη Μπούτσα ή διακινούν ενεργά τη ρωσική προπαγάνδα.
Μετά τα λάθη και τις διασπάσεις του 2014-2015, ένα σημαντικό μέρος της ουκρανικής Αριστεράς (ειδικά εκείνοι των οποίων η θέση ήταν σημαντικά διαφορετική από την επικρατούσα) απέφευγε να μιλήσει για τον πόλεμο. Προσπαθούσε να το κάνει κατ’ ιδίαν και αναζητώντας μια μορφή που θα διευκόλυνε έναν διάλογο αντί να εντείνει μια σύγκρουση.
Αυτό ίσχυε, ιδιαίτερα, για την οργάνωση στην οποία ανήκω, το «Κοινωνικό Κίνημα» (“Sotsialnyi Rukh”). Ακόμη και ένας από τους ακτιβιστές μας, ο οποίος πολέμησε για μικρό χρονικό διάστημα το 2014 σε ένα ουκρανικό τάγμα εθελοντών, συχνά επαναλάμβανε «ας μην βιαστούμε να τσακωθούμε για ζητήματα που βρίσκονται εκτός της επιρροής μας». Εκείνοι για τους οποίους το Ντονμπάς ήταν ένα προσωπικά σημαντικό ζήτημα, συμπεριλαμβανομένου και εμού, ασχολήθηκαν με αυτό το ζήτημα εκτός των δραστηριοτήτων της οργάνωσης. Όταν όμως έγινε σαφές ότι υπήρχε μεγάλος κίνδυνος ενός νέου πολέμου, έπρεπε να αλλάξουμε δραματικά την πολιτική μας. Όταν ξεκίνησα τη διεθνή αντιπολεμική έκκληση, έπρεπε να ξεπεράσω την αντίθεση ορισμένων από τους ακτιβιστές μας, οι οποίοι πίστευαν ότι η αποφυγή αυτού του θέματος ήταν η καλύτερη λύση.
Στο γραφείο σύνταξης του περιοδικού Commons, προσεγγίσαμε αυτό το θέμα με μεγάλη προσοχή επίσης. Δώσαμε προσοχή σε κάθε λέξη και ελέγξαμε το υλικό μας για να αποφύγουμε τυχόν παρερμηνείες. Μπορούσαμε να μειώνουμε τις υψηλές απαιτήσεις μας για κείμενα πάνω σε άλλα θέματα, αλλά όταν δημοσιεύαμε άρθρα για τον πόλεμο, αυτά θα έπρεπε να είναι απαραραιτήτως πολύ καλά κείμενα. Αν δεν ήταν αρκετά καλά, δεν τα δημοσιεύαμε.
Αυτή η προσοχή μάς βοήθησε να ανακάμψουμε από τη δύσκολη περίοδο 2014-2015, αλλά δεν μας προστάτευσε από όλα τα λάθη. Συγκεκριμένα, είναι πλέον σαφές ότι υποτιμήσαμε την απειλή που θέτει η Ρωσία και δώσαμε ανεπαρκή προσοχή στον ρωσικό ιμπεριαλισμό. Έκανα και εγώ λάθος. Συνηθίζαμε να βλέπουμε όλους τους μετασοβιετικούς πολιτικούς ως κυνικούς που ενδιαφέρονταν μόνο για την εξουσία και τον πλουτισμό τους. Τώρα είναι προφανές ότι αυτή η αντίληψη είναι λανθασμένη. Όσα έλεγα για το «Κοινωνικό Κίνημα» και το Commons ήταν αληθινά στην εποχή μιας «ημι-παγωμένης» σύγκρουσης. Τώρα οι συνθήκες είναι εντελώς διαφορετικές και η διεθνής Αριστερά δεν μπορεί να παραμείνει σιωπηλή.
Η συζήτηση για τα λάθη του παρελθόντος είναι λιγότερο σημαντική τώρα από την επανεξέταση της πολιτικής μας και την υποστήριξη του αγώνα του ουκρανικού λαού για ελευθερία. Δεν είμαστε απλώς θύματα, αλλά έχουμε και την οπτική μας για το μέλλον της χώρας μας και είμαστε έτοιμοι να αγωνιστούμε γι’ αυτό.
Το Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας και Άμυνας και ο πρόεδρος Ζελένσκι απαγόρευσαν πρόσφατα 11 πολιτικά κόμματα που κατηγορούνται ότι έχουν δεσμούς με τη Ρωσία. Αυτή η απαγόρευση είναι δυνατή βάσει του στρατιωτικού νόμου, αλλά θα βοηθήσει αυτό το βήμα στην τρέχουσα κατάσταση; Για παράδειγμα, βλέπουμε ότι ένα μέρος του κόμματος Πλατφόρμα Αντιπολίτευσης για τη Ζωή (OPL), η οποία εκπροσωπείται στο Κοινοβούλιο, συμμετέχει ενεργά στην άμυνα της χώρας και μάχεται δίπλα-δίπλα με τις «φιλοουκρανικές» δυνάμεις.
Μεταξύ των απαγορευμένων κομμάτων, μόνο το OPL είχε μια φράξια εντός του Κοινοβουλίου. Το κόμμα αυτό ενώνει δύο ολιγαρχικές φατρίες: μια ομάδα γύρω από τον Μπόικο και τον Λιοβότσκιν που συχνά αποκαλείται «φατρία του αέριου» από τους Ουκρανούς δημοσιογράφους λόγω της σημασίας της παραγωγής και του εμπορίου φυσικού αερίου στην επιχείρησή τους, και μια ομάδα γύρω από τον Μεντβεντσούκ, ο οποίος είναι στενός φίλος του Πούτιν. Ένα από τα μέλη της δεύτερης ομάδας, ο Ilya Kyva, ο οποίος εκδιώχθηκε από το Κοινοβούλιο λίγο μετά την κλιμάκωση του πολέμου, κάλεσε πρόσφατα το Κρεμλίνο να εξαπολύσει πυρηνικό χτύπημα κατά της Ουκρανίας.
Μετά τη ρωσική εισβολή, η ένωση με τον Μεντβεντσούκ έγινε τοξική για την ομάδα των Μπόικο-Λιοβότσκιν. Σύμφωνα με την εφημερίδα Ukrayinska Pravda, οι ηγέτες της ομάδας αναζητούσαν τρόπους για να λύσουν αυτό το πρόβλημα, οπότε ήταν ευχαριστημένοι με την απαγόρευση του κόμματος. Άνοιξε γι’ αυτούς η δυνατότητα ίδρυσης ενός νέου κόμματος, όπως συνέβη το 2014 μετά τη διάλυση του Κόμματος των Περιφερειών.
Τα άλλα απαγορευμένα κόμματα δεν είχαν καμία αξιοσημείωτη επιρροή στην Ουκρανία — κάποια είχαν μόνο μερικές δεκάδες μέλη. Έξι από τα απαγορευμένα κόμματα τοποθετούσαν τον εαυτό τους στην Αριστερά, αλλά στην πραγματικότητα αυτό σήμαινε ότι χρησιμοποιούσαν τη νοσταλγία για τη Σοβιετική Ένωση για τους δικούς τους σκοπούς. Ορισμένοι από αυτούς μάλιστα ήταν αρκετά συντηρητικοί ή ακόμη και ανοιχτά ρατσιστές. Για παράδειγμα, το Προοδευτικό Σοσιαλιστικό Κόμμα της Ουκρανίας της Natalia Vitrenko συνεργάστηκε στενά με την Ευρασιατική Ένωση Νεολαίας που συνδέεται με τον νεοφασίστα ιδεολόγο Aleksandr Dugin τη δεκαετία του 2000.
Ωστόσο, η απαγόρευση είναι ένα άσκοπο και αντιπαραγωγικό βήμα που θέτει πρόσθετες απειλές στο μέλλον. Θέτει σε κίνδυνο την ενότητα μεταξύ των ανθρώπων που εμφανίστηκε στις πρώτες μέρες του πολέμου — ευτυχώς, από όσο μπορώ να πω, το αποτέλεσμά του δεν ήταν πολύ σημαντικό. Το πιο σημαντικό είναι ότι παρέχει πρόσθετα επιχειρήματα στη ρωσική προπαγάνδα και υπονομεύει τη διεθνή αλληλεγγύη προς τον ουκρανικό λαό.
Η διάκριση μεταξύ «φιλοουκρανικών» και «φιλορωσικών» πολιτικών δυνάμεων έχει διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην ουκρανική πολιτική τα τελευταία οκτώ χρόνια. Σήμερα, αυτή η διάκριση φαίνεται να έχει χάσει τη σημασία της λόγω του πολέμου και των απίστευτων δυσκολιών που αντιμετωπίζει η χώρα. Πώς αλλάζει η ουκρανική κοινωνία; Υπήρξε περισσότερη αλληλεγγύη, βούληση για ένωση απέναντι στην απειλή της κατοχής και περισσότερη συνεργασία μεταξύ διαφορετικών κομμάτων και κινημάτων; Αυξάνεται το αντιρωσικό συναίσθημα;
Φυσικά, το αντιρωσικό συναίσθημα αυξάνεται και θα παραμείνει ισχυρό πολύ μετά το τέλος του πολέμου. Αυτό είναι κατανοητό υπό τις παρούσες συνθήκες. Σίγουρα, η αλληλεγγύη είναι ισχυρότερη – πολλές παλιές συγκρούσεις είναι πλέον άσχετες. Ωστόσο, οι μελλοντικές αλλαγές σε μια κοινωνία εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τον τρόπο με τον οποίο θα εξελιχθούν οι πολεμικές δραστηριότητες.
Εάν κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων η Ουκρανία αναγκαστεί να αποδεχθεί επώδυνους συμβιβασμούς, θα ξεκινήσει η αναζήτηση αποδιοπομπαίων τράγων και τα ρεβανσιστικά συναισθήματα θα αυξηθούν. Ωστόσο, εάν η Ουκρανία κερδίσει, μια κοινή νίκη θα είναι σε θέση να ξεπεράσει τις παλιές διαιρέσεις στην κοινωνία και να κάνει τις πολιτικές συζητήσεις στο εσωτερικό της χώρας πιο ανοιχτές.
Τι μπορούν να κάνουν οι πολίτες της Γερμανίας και της Δυτικής Ευρώπης για να βοηθήσουν την Ουκρανία και, ειδικότερα, την ουκρανική Αριστερά;
Η Δυτική Αριστερά μπορεί να στηρίξει οικονομικά την ουκρανική Αριστερά, να συλλέξει ανθρωπιστική βοήθεια για την Ουκρανία και να στηρίξει τους Ουκρανούς πρόσφυγες. Αυτό κάνουν ήδη πολλοί ευρωπαίοι αριστεροί. Ωστόσο, αυτό δεν αρκεί. Η διεθνής Αριστερά πρέπει να υποστηρίξει τον αγώνα του ουκρανικού λαού τουλάχιστον με τα κείμενά της, και ακόμη καλύτερα να υποστηρίξει την προμήθεια όπλων στην Ουκρανία.
Πολλοί αριστεροί συνεχίζουν να επαναλαμβάνουν ένα δόγμα ότι η προμήθεια όπλων θα παρατείνει τον πόλεμο και θα οδηγήσει σε αύξηση των απωλειών, ωστόσο βλέπουμε ξεκαθαρά ότι αυτό δεν ισχύει. Η διεθνής Αριστερά πρέπει να συνειδητοποιήσει τι κρύβεται πίσω από τη ρωσική κατοχή. Όσο περισσότερα εδάφη καταλαμβάνει ο ρωσικός στρατός, τόσο περισσότεροι άμαχοι θα διώκονται και θα δολοφονούνται. Όσο περισσότερους πυραύλους καταρρίπτει η αεράμυνά μας, τόσο λιγότεροι από αυτούς θα φτάσουν στους στόχους τους και θα σκοτώσουν ανθρώπους.
Αν κάποιος πιστεύει ότι η διακοπή της προμήθειας όπλων θα αναγκάσει την Ουκρανία να παραδοθεί, κάνει λάθος. Ένα μεγάλο μέρος της ουκρανικής κοινωνίας δεν θα δεχτεί την παράδοση. Εάν οι ουκρανικές Αρχές το πράξουν, θα ανατραπούν, βυθίζοντας την Ουκρανία σε ακόμη μεγαλύτερο χάος. Δεν πρέπει να ξεχνούμε την εμπειρία της Ιρλανδίας, όπου περισσότεροι άνθρωποι πέθαναν στον εμφύλιο πόλεμο μετά την υπογραφή της συνθήκης ειρήνης με τη Βρετανία, παρά στον πόλεμο για την ανεξαρτησία. Δεν θέλω αυτό να συμβεί στην Ουκρανία.
Είναι τρομακτικό το γεγονός ότι ορισμένοι Δυτικοί αριστεροί παροτρύνουν τους Ουκρανούς να παραδοθούν και να σταματήσουν να αντιστέκονται στην ιμπεριαλιστική επιθετικότητα. Δεν εναπόκειται στη Δύση να αποφασίσει πότε θα σταματήσει την αντίσταση και τι συμβιβασμούς θα κάνει, αλλά στους Ουκρανούς. Αυτό θα πρέπει να είναι δική μας απόφαση.
Κατανοώ τον φόβο ότι τα όπλα μπορεί να πέσουν σε λάθος χέρια, αλλά από την εμπειρία μου εδώ, το ουκρανικό κράτος ελέγχει τώρα την κατάσταση πολύ καλύτερα από ό,τι το 2014. Τις πρώτες μέρες του πολέμου, όταν το μέλλον ήταν εντελώς αβέβαιο, σε ορισμένες πόλεις δόθηκαν τουφέκια σχεδόν σε όλους όσοι προσφέρθηκαν εθελοντικά να ενταχθούν στην άμυνα. Ωστόσο, το κράτος ανέκτησε τον έλεγχο μάλλον γρήγορα. Επιπλέον, τα συστήματα αεράμυνας που απεγνωσμένα ζητούμε σήμερα είναι λιγότερο πιθανό να μπουν στη μαύρη αγορά σε σύγκριση με τα όπλα.
Θα ήθελα να πω στη Δυτική Αριστερά, αν τα λόγια μας δεν σας πείθουν, τότε ακούστε τη ρωσική αντιπολεμική Αριστερά, η οποία υποστηρίζει την παροχή όπλων στην Ουκρανία. Επιπλέον, σημειώστε τι έχουν να πουν οι Ρώσοι αριστεροί διανοούμενοι Greg Yudin και Ilya Budraitskis για τον φασισμό του καθεστώτος Πούτιν.
Η Δυτική Αριστερά εν μέρει υποστηρίζει ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι προς το συμφέρον του ΝΑΤΟ: αποδυναμώνει τη Ρωσία, επομένως θα πρέπει να αντιταχθούμε στην προμήθεια όπλων. Κατά τη γνώμη σας, ποια θέση πρέπει να πάρει η Αριστερά σε αυτή τη δια-ιμπεριαλιστική σύγκρουση;
Νομίζω ότι υπάρχει μια πλάνη στη λογική ότι, αν είμαστε κατά του ΝΑΤΟ, δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε τις αποστολές όπλων. Είναι πολύ πιο σημαντικό να εκτιμηθούν οι πιθανές συνέπειες των διαφόρων σεναρίων για τον τερματισμό αυτού του πολέμου.
Εάν η Ρωσία κερδίσει, θα ενισχύσει τη δια-ιμπεριαλιστική αντιπαλότητα και, κατά συνέπεια, θα εντείνει την κούρσα των εξοπλισμών. Είναι δύσκολο να αντισταθούμε στη στρατιωτικοποίηση μπροστά σε μια πραγματική απειλή από τη Ρωσία, το γνωρίζουμε αυτό από την εμπειρία μας των τελευταίων οκτώ ετών στην Ουκρανία. Αντιθέτως, εάν η Ουκρανία κερδίσει, θα είναι ευκολότερο να αντισταθεί στη στρατιωτικοποίηση και θα υπάρξουν καλύτερες συνθήκες για μια πολιτική με στόχο τον παγκόσμιο πυρηνικό αφοπλισμό. Εξάλλου, η νίκη της Ουκρανίας, ακόμη και με τη βοήθεια δυτικών όπλων, θα δείξει ότι ούτε ο ρωσικός στρατός δεν είναι τόσο παντοδύναμος και ότι χρειαζόμαστε επειγόντως γενικό και πλήρη αφοπλισμό.
Από όσο μπορώ να δω, πολλοί δυτικοί αριστεροί εξακολουθούν να βλέπουν τον ρόλο τους ως επικριτές της αντιπαράθεσης μεταξύ της Δύσης και της Ρωσίας, σκέφτονται με όρους «αποκλιμάκωσης». Ωστόσο, μετά την εισβολή, αυτό δεν έχει πλέον καμία σημασία.
Στην παρούσα κατάσταση, τα συμφέροντα του διεθνούς σοσιαλιστικού κινήματος και των δυτικών κυβερνήσεων αλληλεπικαλύπτονται εν μέρει, όπως συνέβη κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Φυσικά, κάθε κατάσταση είναι μοναδική και η Ρωσία του Πούτιν δεν είναι το Τρίτο Ράιχ. Ταυτόχρονα, είναι προφανές ότι αυτή η αλληλεπικάλυψη συμφερόντων είναι μόνο μερική. Για παράδειγμα, η διεθνής Αριστερά δεν ενδιαφέρεται να ενισχύσει τις Ηνωμένες Πολιτείες. Δεν πρέπει επίσης να ξεχνούμε ότι το καθεστώς Πούτιν είναι τώρα ο νεαρός εταίρος της Κίνας. Επομένως, ενώ καταδικάζουμε απερίφραστα τον πόλεμο της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας και απαιτούμε την προμήθεια όπλων, στη σύγκρουση μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας, πρέπει να δράσουμε ακολουθώντας τη λογική της αποκλιμάκωσης.
Το κυριότερο είναι ότι αν και η ήττα της Ρωσίας είναι επί του παρόντος προς το συμφέρον τόσο των δυτικών κυβερνήσεων όσο και του σοσιαλιστικού κινήματος, έχουμε διαφορετικές προοπτικές για το ποιος θα πρέπει να πληρώσει για τον πόλεμο. Οι Δυτικές κυβερνήσεις εξακολουθούν να προσπαθούν να πολεμήσουν ελαχιστοποιώντας παράλληλα τις απώλειες για τους Δυτικούς καπιταλιστές. Η Αριστερά πρέπει να απαιτήσει από τους καπιταλιστές, όχι από την εργατική τάξη, να πληρώσουν για τις οικονομικές απώλειες.
Η διεθνής Αριστερά πρέπει να προσπαθήσει να εκμεταλλευτεί την τρέχουσα κατάσταση για να προωθήσει τις σωστές πολιτικές. Ένα καλό παράδειγμα αυτού είναι η πρόταση της ομάδας του Thomas Piketty να επιβάλει κυρώσεις σε πλούσιους Ρώσους υπηκόους και να δημιουργήσει ένα Ευρωπαϊκό Μητρώο Περιουσιακών Στοιχείων.
Ωστόσο, δεν είμαι οικονομολόγος, επομένως δεν μπορώ να δώσω πολλές συμβουλές για την οικονομική πολιτική. Είμαι ιστορικός, ενώ οι συνθήκες της ζωής μου με ανάγκασαν να ενδιαφερθώ για τον πόλεμο και την παγκόσμια ασφάλεια. Έχω γράψει επανειλημμένα για την ανάγκη μεταρρύθμισης του ΟΗΕ και αύξησης του ρόλου του στην επίλυση των ένοπλων συγκρούσεων. Δεν έχω πολλές ελπίδες ότι ο ΟΗΕ θα έχει σημαντικό αντίκτυπο στην κατάσταση στην Ουκρανία, αλλά πιστεύω ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τον εκδημοκρατισμό του ΟΗΕ και την ενίσχυση του μελλοντικού του ρόλου στην ειρηνική επίλυση των συγκρούσεων.
Το πρώτο βήμα προς αυτήν την κατεύθυνση θα μπορούσε να είναι η θέσπιση ειρηνευτικών δυνάμεων του ΟΗΕ για την προστασία των πυρηνικών σταθμών και των ανθρωπιστικών διαδρόμων, παρόλο που αντιβαίνουν τη θέση της Ρωσίας. Οι αριστεροί διεθνώς θα μπορούσαν επίσης να υποστηρίξουν την ιδέα της ίδρυσης ενός διεθνούς δικαστηρίου για τη διερεύνηση των ρωσικών εγκλημάτων πολέμου. Είναι αβέβαιο εάν οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο θα εγκρίνουν ένα τέτοιο σχέδιο, καθώς θα μπορούσε να αποτελέσει πρότυπο, για παράδειγμα, για ένα δικαστήριο του πολέμου του Ιράκ.
Επιπλέον, οι αριστεροί σε όλο τον κόσμο χρειάζεται να υποστηρίξουν τη συριακή αντιπολίτευση, η οποία απαιτεί το συριακό ζήτημα να μην εξεταστεί από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ αλλά από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, σύμφωνα με το ψήφισμα «Ενότητα για την Ειρήνη». Με την έναρξη της ρωσικής εισβολής, έγινε επίκληση του ψηφίσματος αυτού για πρώτη φορά μετά από 40 χρόνια ώστε να εξετάσει την κατάσταση στην Ουκρανία στην ενδέκατη Έκτακτη Ειδική Σύνοδο. Αυτή η πρακτική υπονομεύει την προνομιακή θέση όλων των μόνιμων μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ, του Ηνωμένου Βασιλείου και της Γαλλίας, επομένως αντιτίθενται σε αυτήν. Ωστόσο, η μείωση του ρόλου του Συμβουλίου Ασφαλείας και η αύξηση του ρόλου της Γενικής Συνέλευσης είναι ακριβώς αυτό για το οποίο πρέπει να αγωνιστεί η Αριστερά.
Αυτή θα ήταν η απάντηση στο πρόβλημα της δια-αυτοκρατορικής αντιπαλότητας. Η Αριστερά δεν πρέπει να υποστηρίξει την ενίσχυση οποιουδήποτε ιμπεριαλισμού, όπως η Κίνα ή η Δύση. Πρέπει να αγωνιστούμε για να ενισχύσουμε την επιρροή των μικρών και των φτωχών κρατών. Ο ΟΗΕ θα μπορούσε να γίνει το κατάλληλο εργαλείο για την επίτευξη αυτού του στόχου, και οι αφρικανικές χώρες το απαιτούν αυτό εδώ και πολύ καιρό.
Τι θα συμβεί στην Ουκρανία μετά τον πόλεμο; Μπορείτε να φανταστείτε ότι, μετά τον πόλεμο, τα ζητήματα της κοινωνικής δικαιοσύνης και του κράτους πρόνοιας θα έχουν μεγαλύτερο ρόλο από όσο πριν;
Δυστυχώς, η κοινωνική δικαιοσύνη έχει υποχωρήσει στο παρασκήνιο κατά τη διάρκεια του πολέμου. Επιπλέον, όπως απέδειξαν οι περιορισμοί στα εργασιακά δικαιώματα που εισήχθησαν στις 15 Μαρτίου 2022, η ουκρανική κυβέρνηση συνεχίζει να ακολουθεί το νεοφιλελεύθερο δόγμα, παρόλο που δεν βοηθά σε καιρό πολέμου. Ωστόσο, μετά τον πόλεμο, υπάρχει μια ευκαιρία να βελτιωθεί η κατάσταση. Θα εξαρτηθεί από πολλούς παράγοντες και πρώτα απ ‘όλα από την έκβαση του πολέμου.
Μετά το 2014, η ήττα στον πόλεμο στο Ντονμπάς προκάλεσε πικρά και ρεβανσιστικά συναισθήματα στο πολιτικά ενεργό τμήμα της ουκρανικής κοινωνίας. Ταυτόχρονα, η παρατεταμένη ημι-παγωμένη σύγκρουση προκάλεσε πολεμική κόπωση στο πολιτικά παθητικό τμήμα της κοινωνίας και αύξησε την αλλοτρίωση και την αποξένωσή του από την πολιτική. Αυτό ήταν μια από τις προϋποθέσεις για την εκπληκτική άνοδο του Ζελένσκι το 2019.
Εάν αυτός ο πόλεμος τελειώσει με έναν οδυνηρό συμβιβασμό, πιθανότατα οι συνέπειές του θα είναι παρόμοιες. Εάν τελειώσει με μια νίκη για την Ουκρανία, θα υπάρξει μια πιθανότητα για κάποια βελτίωση. Η ιστορία γνωρίζει παραδείγματα πολέμων που προκαλούν στροφή σε πιο κοινωνικά υπεύθυνες πολιτικές. Αυτό ήταν αλήθεια, ειδικά στις περιπτώσεις «λαϊκών πολέμων» και ο τρέχων πόλεμος στην Ουκρανία είναι αυτού του είδους. Οι κινητοποιημένες μάζες μαθαίνουν πώς να πολεμούν και όταν επιστρέψουν πίσω στο σπίτι, θα περιμένουν και θα απαιτήσουν καλύτερη ζωή.
Επιπλέον, ο τελευταίος χρόνος στην Ουκρανία χαρακτηρίστηκε από μια εκστρατεία «απο-ολιγαρχικοποίησης». Το περασμένο φθινόπωρο μια σύγκρουση μεταξύ του Ζελένσκι και του πλουσιότερου Ουκρανού ολιγάρχη Akhmetov, κλιμακώθηκε και οδήγησε σε αύξηση των φόρων για τις εταιρείες του Akhmetov. Στο χείλος του πολέμου, τα ουκρανικά μέσα ενημέρωσης συζήτησαν ενεργά για τη φυγή των ολιγαρχών από την Ουκρανία. Αυτό αύξησε το ταξικό μίσος απέναντί τους.
Δεν γνωρίζουμε τι θα ακολουθήσει — θα εξαρτηθεί από πολλούς παράγοντες. Η πολιτική της ευρωπαϊκής Αριστεράς είναι ένας από αυτούς. Το 2014, η ανεπαρκής αντίδραση μεγάλου μέρους της Δυτικής Αριστεράς στον πόλεμο στο Ντονμπάς δυσφήμισε την Αριστερά στην Ουκρανία. Εάν η διεθνής Αριστερά συμβάλει στη νίκη της Ουκρανίας, θα αλλάξει την κατάσταση.
Όπως δηλώσαμε στην αντιπολεμική διακήρυξη του «Κοινωνικού Κινήματος» τον περασμένο Ιανουάριο, «το μέλλον του σοσιαλιστικού κινήματος στην Ουκρανία εξαρτάται από τη διεθνή αλληλεγγύη». Τελικά, το μέλλον του παγκόσμιου σοσιαλιστικού κινήματος μπορεί επίσης να εξαρτάται από το πόσο μεγάλο μέρος της διεθνούς Αριστεράς θα πάρει τη σωστή θέση και θα υποστηρίξει την ουκρανική αντίσταση.