Η κατάκτηση της Ουκρανίας και η ιστορία του ρωσικού ιμπεριαλισμού

Πρωτοδημοσιεύθηκε στην πολωνική έκδοση της MondeDiplomatique, αριθ. 2 (174) (Μάρτιος-Απρίλιος 2022), στα γαλλικά στο Inprecor αριθ. 695-695 (Μάρτιος-Απρίλιος 2022) και στα αγγλικά στο NewPolitics (12 Ιουνίου 2022).

Σε αυτόν τον κρίσιμο σε παγκόσμιο επίπεδο πόλεμο, το ουκρανικό έθνος αγωνίζεται να διατηρήσει την ανεξαρτησία του, που απέκτησε μόλις πριν από 30 χρόνια, μετά από αιώνες κυριαρχίας και ανελέητου εκρωσισμού. Σκοπός του πολέμου είναι να επαναφέρει την τσαρικής έμπνευσης ιδέα του «τριαδικού» ρωσικού έθνους (Ρωσία, Λευκορωσία και Ουκρανία) την οποία διεκδικεί σήμερα ο Βλαντίμιρ Πούτιν. Η ρωσική άρχουσα τάξη προσπαθεί να δώσει νέα πνοή ζωής σε ένα παρακμάζοντα ρωσικό ιμπεριαλισμό, ο οποίος, χωρίς τον έλεγχο της Ουκρανίας, κινδυνεύει να εξαφανιστεί από το ιστορικό προσκήνιο.

Το 1937, σε μια δεξίωση για την 20ή επέτειο της Οκτωβριανής Επανάστασης, ο Ιωσήφ Στάλιν έκανε πρόποση «στην ολοκληρωτική καταστροφή όλων των εχθρών – των ίδιων και των οικογενειών τους!». Όπως σημείωσε στο ημερολόγιό του ο αυτόπτης μάρτυρας Γκεόργκι Ντιμιτρόφ, κάνοντας αυτή την πρόποση ο Στάλιν εξήγησε ότι οι Τσάροι «έκαναν ένα καλό πράγμα: συγκρότησαν ένα τεράστιο κράτος, που έφτανε μέχρι την Καμτσάτκα», και «εμείς, οι Μπολσεβίκοι, το ενοποιήσαμε και το εδραιώσαμε ως ένα ενιαίο και αδιαίρετο κράτος». Ως εκ τούτου, «όποιος προσπαθεί να αποσπάσει οποιοδήποτε τμήμα του ή οποιαδήποτε εθνικότητα είναι εχθρός, ορκισμένος εχθρός του κράτους και των λαών της ΕΣΣΔ. Και εμείς θα καταστρέψουμε κάθε τέτοιο εχθρό, ακόμα κι αν είναι παλιός μπολσεβίκος- θα καταστρέψουμε ολόκληρο το σόι του, όλη την οικογένειά του» [1].

Από αμνημονεύτων χρόνων, ο ρωσικός ιμπεριαλισμός βασιζόταν στις ιδέες της «συνένωσης των ρωσικών εδαφών» και της οικοδόμησης μιας «ενιαίας και αδιαίρετης Ρωσίας». Αυτός ο ιμπεριαλισμός ήταν πάντα και παρέμεινε τόσο ιδιαίτερος όσο ήταν και είναι ο ίδιος ο κοινωνικός σχηματισμός της Ρωσίας στις διαδοχικές ιστορικές φάσεις της ανάπτυξής της, ξεκινώντας από τη Ρωσική Τσαρική Αυτοκρατορία (1547-1721). Ο Βλαντιμίρ Λένιν, όταν διατύπωσε τη θεωρία για τον «σύγχρονο καπιταλιστικό ιμπεριαλισμό», επεσήμανε ότι αυτός ήταν αδύναμος στη Ρωσία, ενώ ο «στρατιωτικός-φεουδαρχικός ιμπεριαλισμός» ήταν ισχυρότερος [2]. Το να αποκαλέσουμε τον τελευταίο φεουδαρχικό ήταν υπεραπλούστευση. Πιθανώς από τα μέσα του 16ου αιώνα, από την εποχή του Ιβάν του Τρομερού, ο ρωσικός κοινωνικός σχηματισμός ήταν ουσιαστικά ένας συνδυασμός δύο διαφορετικών προκαπιταλιστικών τρόπων εκμετάλλευσης. Ο ένας, ο φεουδαρχικός, βασιζόταν στο γεγονός ότι οι γαιοκτήμονες αποσπούσαν υπερεργασία από τους αγρότες με τη μορφή προσόδων. Ο άλλος, ο τιμαριώτικος, είχε ως πρότυπο την ισχυρότερη τότε Οθωμανική Αυτοκρατορία [3] και είχε ως βασικό μηχανισμό την απόσπαση φόρων από τους αγρότες εκ μέρους της κρατικής γραφειοκρατίας.

Στη Σοβιετική Ένωση κυριαρχούσε το σταλινικό δόγμα της μονογραμμικής ανάπτυξης της ανθρωπότητας, με πέντε μόνο στάδια. Ο τιμαριώτικος τρόπος εκμετάλλευσης δεν είχε καμία θέση εκεί, ειδικά από τη στιγμή που μπορούσε να συνδεθεί (επιφανειακά, αλλά όχι χωρίς λόγο) με την κυριαρχία της σταλινικής γραφειοκρατίας. Ορισμένοι σοβιετικοί ιστορικοί, χωρίς να παραβαίνουν επίσημα αυτό το σχήμα, παρέκαμψαν έξυπνα την απαγόρευση, αποκαλώντας το σύστημα «κρατική φεουδαρχία» ή «ανατολική» φεουδαρχία, διαφορετική από την «ιδιωτική» και «δυτική» φεουδαρχία. Από τα μέσα του δέκατου έβδομου αιώνα και σχεδόν μέχρι την κατάργηση της δουλοπαροικίας το 1861, η τρίτη μορφή εκμετάλλευσης -και πιο τρομερή για την αγροτιά- ήταν η δουλεία, συμπεριλαμβανομένης της εμπορίας ανθρώπων, στην οποία ουσιαστικά εκφυλίστηκε η ρωσική δουλοπαροικία.

Ελάχιστο πλεονάζον προϊόν

Κανένας από αυτούς τους τρόπους εκμετάλλευσης δεν ήταν, παρά την συνηθισμένη δήθεν μαρξιστική ορολογία, τρόπος παραγωγής, δεδομένου ότι δεν ήταν σε θέση να ενσωματώσει ούτε τυπικά ούτε πραγματικά τις παραγωγικές δυνάμεις και, συνεπώς, δεν μπορούσε να εξασφαλίσει τη βιώσιμη και συστηματική ανάπτυξή τους. Ωστόσο, στη βάση αυτών των τρόπων εκμετάλλευσης διαμορφώθηκε το τόσο ιδιόμορφο ρωσικό κράτος. Όπως δήλωσε ο Ρουσλάν Σκρύνικοφ, ένας από τους κορυφαίους ερευνητές της πολιτικής της Οπρίτσνινα του Ιβάν του Τρομερού, ο οποίος εξαπέλυσε το πρώτο κύμα Μεγάλης Τρομοκρατίας στη ρωσική ιστορία και πνίγηκε ο ίδιος σε αυτό, «ορισμένες από τις πρακτικές της περιείχαν μέσα τους, σαν σε εμβρυακή μορφή, ολόκληρη την μετέπειτα ανάπτυξη της απόλυτης μοναρχίας των ευγενών και των γραφειοκρατών» [4]. Στην πραγματικότητα, όχι μόνο της τσαρικής εποχής, αλλά και όλων των μεταγενέστερων Ρωσικών δεσποτικών καθεστώτων μέχρι και τον 20ό και 21ο αιώνα.

Ένας άλλος σύγχρονος ιστορικός, ο Λεονίντ Μιλόφ, διατυπώνει ορισμένες πολύ σημαντικές θέσεις σχετικά με τις ιδιαιτερότητες της ιστορικής εξέλιξης της ρωσικής κοινωνίας. Ξεκινώντας από τη μελέτη των φυσικών-κλιματικών συνθηκών παραγωγής, ανέπτυξε μια κρίσιμη σύλληψη της «ιστορίας της Ρωσίας ως κοινωνίας με ελάχιστο συνολικό πλεονάζον προϊόν» [5]. Οι λόγοι γι’ αυτό ήταν ότι, σε σύγκριση με άλλες αγροτικές κοινωνίες, η κεντρική Ρωσία είχε μια πολύ σύντομη περίοδο γεωργικών εργασιών, η οποία λόγω των κλιματικών συνθηκών διαρκούσε μόνο από τις αρχές Μαΐου έως τις αρχές Οκτωβρίου (ενώ στη Δυτική Ευρώπη οι αγρότες μόνο τον Δεκέμβριο και τον Ιανουάριο δεν εργάζονταν στα χωράφια). Επιπλέον, τα ρωσικά εδάφη ήταν φτωχά σε χούμο.

Το αποτέλεσμα ήταν ότι, «μέχρι την εποχή της εκμηχάνισης αυτού του τύπου εργασίας, η γονιμότητα του εδάφους ήταν χαμηλή και κατά συνέπεια τα επίπεδα του συνολικού πλεονάσματος της κοινωνίας ήταν επίσης χαμηλά», και αυτό «δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την επί αιώνες ύπαρξη μιας σχετικά πρωτόγονης γεωργικής κοινωνίας στην περιοχή αυτή». Ως εκ τούτου, «ήταν απαραίτητο να συγκεντρωθεί η εργασία όσο το δυνατόν περισσότερο σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα, προκειμένου να επιτευχθεί ένα ελάχιστο αποτέλεσμα. Η ατομική αγροτική εκμετάλλευση δεν μπορούσε να επιτύχει τον απαραίτητο βαθμό συγκέντρωσης της εργασίας εντός του πλαισίου των αντικειμενικά υπαρκτών περιόδων γεωργικών εργασιών», οπότε ο εύθραυστος χαρακτήρας της αγροτικής οικονομίας της «αντισταθμίστηκε σχεδόν σε όλη τη διάρκεια της χιλιόχρονης ιστορίας του ρωσικού κράτους με τον τεράστιο ρόλο της αγροτικής κοινότητας» [6].

Ενότητα των αντιθέτων

Η υπερεργασία των αγροτών μπορούσε να αποσπαστεί -σε μεγάλο βαθμό ή και εξ ολοκλήρου– μόνο σε βάρος της εργασίας που είναι απαραίτητη για την αναπαραγωγή τους, δηλαδή με μεθόδους απόλυτης εκμετάλλευσης (και όχι σχετικής εκμετάλλευσης που βασίζεται στην αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας). Αυτό δεν ήταν δυνατό χωρίς να τους επιβληθεί το σκληρότερο δυνατό καθεστώς δουλοπαροικίας, πολύ περισσότερο επειδή, δεδομένων των γενικών συνθηκών παραγωγής, ήταν αναγκαία μια ισχυρή κοινοτική οργάνωση της εργασίας. Η ανάγκη «βελτιστοποίησης του μεγέθους του συνολικού πλεονάζοντος προϊόντος» -για την αύξησή του προς το συμφέρον των κρατικών μηχανισμών και της άρχουσας τάξης- ήταν επιτακτική, αλλά «στο δρόμο αυτής της ‘βελτιστοποίησης’, δηλαδή της αντικειμενικής ανάγκης να ενταθεί η εκμετάλλευση της αγροτιάς, βρισκόταν αυτή η ίδια η αγροτική κοινότητα – προπύργιο της τοπικής συνοχής και όπλο για την αντίσταση των αγροτών» [7].

Από αυτό προέκυψε «ένα είδος ενότητας των αντιθέτων: αυτό που εξισορροπούσε το αναπόφευκτο της ύπαρξης της κοινότητας αντισταθμίστηκε από την πιο βίαιη και αυστηρή εκδοχή της προσωπικής εξάρτησης κάθε μεμονωμένου μέλους αυτού του οργανισμού». Η αδυναμία υπέρβασης αυτής της αντίφασης χωρίς μια εκτεταμένη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, την οποία καμία προκαπιταλιστική σχέση εκμετάλλευσης δεν μπορούσε να προσφέρει, σήμαινε ότι στο κράτος ανατέθηκε ο ρόλος της «δημιουργίας μιας μονολιθικής, ισχυρής άρχουσας τάξης ικανής, κατά τη διαδικασία της καθημερινής εκμετάλλευσης της αγροτιάς, να ξεριζώσει ή να εξουδετερώσει τους αμυντικούς μηχανισμούς της αγροτικής κοινότητας». Για να συνοψίσουμε με βάση τον Μιλόφ: «Το αναπόφευκτο της ύπαρξης της κοινότητας, λόγω των παραγωγικών και κοινωνικών λειτουργιών της, οδήγησε τελικά στη διαμόρφωση των πιο αυστηρών και βάναυσων μηχανισμών για την απόσπαση του μεγαλύτερου δυνατόν πλεονάσματος. Εξ ου και η εμφάνιση του καθεστώτος της δουλοπαροικίας, το οποίο ήταν σε θέση να εξουδετερώσει την κοινότητα ως βάση της αντίστασης των αγροτών. Με τη σειρά του, το καθεστώς της δουλοπαροικίας κατέστη δυνατό μόνο ως αποτέλεσμα της ανάπτυξης των πιο δεσποτικών μορφών κρατικής εξουσίας –του ρωσικού απολυταρχικού καθεστώτος» [8]. Έτσι σφυρηλατήθηκε η άρχουσα τάξη.

Από πού αρχίζει η περιφέρεια;

Ταυτόχρονα, όμως, «ο εξαιρετικά εκτεταμένος χαρακτήρας της γεωργικής παραγωγής και η αντικειμενική αδυναμία εντατικοποίησής της σήμαινε ότι η κύρια ιστορική επικράτεια του ρωσικού κράτους δεν μπόρεσε να απορροφήσει την αύξηση της πληθυσμιακής πυκνότητας. Εξ ου και η συνεχής ανάγκη, που υπάρχει εδώ και αιώνες, για μετανάστευση του πληθυσμού σε νέα εδάφη σε αναζήτηση πιο εύφορης καλλιεργήσιμης γης, πιο ευνοϊκών κλιματικών συνθηκών για τη γεωργία κ.λπ.». [9] Ταυτόχρονα, «οι μεταναστευτικές διαδικασίες συνοδεύτηκαν από την εδραίωση του απολυταρχικού κράτους, έτοιμου να ελέγξει και να υπερασπιστεί τεράστιες εκτάσεις της χώρας», και συνεπώς από τη δημιουργία τεράστιων ενόπλων δυνάμεων, αν και, τελικά, «το εξαιρετικά μικρό μέγεθος του συνολικού πλεονάζοντος προϊόντος δημιούργησε αντικειμενικά εξαιρετικά δυσμενείς συνθήκες για τη διαμόρφωση του λεγόμενου εποικοδομήματος πάνω από τα στοιχεία της βάσης» [10].

Αυτή η επί αιώνες αποικιοκρατική, στρατιωτική και κρατική επέκταση προς το νότο, τα νοτιοανατολικά και τα ανατολικά ενσωμάτωσε σταδιακά τεράστιες εκτάσεις, όλο και ευρύτερα «αλλογενή» περιφερειακά εδάφη και όλο και πιο απομακρυσμένες γειτονικές χώρες που έπεσαν θύματα της κατάκτησης. Η επέκταση αυτή συνοδεύτηκε από έναν αγώνα πολλών αιώνων από την Τσαρική Ρωσία και έπειτα τη Ρωσική Αυτοκρατορία (1721-1917) για την πρόσβαση σε μη παγόμενα λιμάνια στις θάλασσες προς τα δυτικά και ανατολικά. Εξ ου και οι εύλογες ερωτήσεις που είναι τόσο δύσκολο να απαντηθούν σωστά: «πότε άρχισε ο ρωσικός εποικισμός – με την κατάληψη του εθνοτικά ξένου Καζάν ή του εθνοτικά κοντινού Νόβγκοροντ;». Η Δημοκρατία του Νόβγκοροντ έπεσε κάτω από την επίθεση του μοσχοβίτικου στρατού το 1478 και το Χανάτο του Καζάν το 1552. «Πού βρίσκονται τα σύνορα της ρωσικής μητρόπολης, πού αρχίζουν οι ρωσικές αποικίες και πώς τις διακρίνουμε;» Λόγω της μεγάλης κινητικότητάς τους, «τα σύνορα της Ρωσίας επεκτάθηκαν τόσο πριν από την άνοδο του τσαρισμού όσο και κατά τη διάρκεια της τσαρικής εποχής με τέτοια ταχύτητα, ώστε η ίδια η διάκριση μεταξύ “εξωτερικού” και “εσωτερικού” ήταν ρευστή και απροσδιόριστη» [11].

Στρατιωτικές-αποικιακές κατακτήσεις

Ο ιστορικός σχηματισμός της Ρωσίας διαμορφώθηκε στην πορεία των στρατιωτικών-αποικιακών κατακτήσεων της ρωσικής υπαίθρου και των Ρώσων αγροτών, καθώς και στην διάρκεια αγροτικών -αλλά ουσιαστικά αντιαποικιακών- πολέμων που προκάλεσαν οι κατακτήσεις αυτές, σε συνδυασμό με εσωτερικούς και εξωτερικούς εποικισμούς, κατακτήσεις, λεηλασίες και αποικιακή καταπίεσης άλλων εθνών. Όπως σωστά επισημαίνει ο Αλεξάντερ Έτκιντ, «τόσο στα μακρινά σύνορά της όσο και στα σκοτεινά της βάθη, η ρωσική αυτοκρατορία ήταν ένα τεράστιο αποικιακό σύστημα» [12]. Η κατάκτηση μιας τόσο μεγάλης χώρας όσο η Σιβηρία δεν «επέκτεινε την επικράτεια της Μόσχας μέχρι τα σύνορα με την Κίνα», όπως το θέλει η ρωσική μυθολογία, αλλά μετέτρεψε τη χώρα σε μια τυπική αποικία. Και όμως έγινε κοινή αντίληψη ότι η Σιβηρία αποτελούσε αναπόσπαστο τμήμα της Ρωσίας, όπως έγινε αργότερα, μεταξύ άλλων, για την Πολωνία, τη Λιθουανία, τη Φινλανδία, τον Καύκασο, τη Μπουχάρα, την Τούβα.

Ορισμένοι Ρώσοι ιστορικοί, συμβάλλοντας έτσι θεωρητικά στην κατασκευή της κυρίαρχης και, όπως μπορούμε να δούμε σήμερα, διαχρονικής «ρωσικής ιδέας», ονόμασαν πολύ έξυπνα αυτό το φαινόμενο «αυτοαποικιοποίηση της Ρωσίας»: τα εδάφη που κατέλαβε διαδοχικά δεν έγιναν αποικίες της, αλλά «αποικιοποιήθηκε μόνη της» [13], διότι η Ρωσία δεν γνώριζε όρια (και έτσι παρέμεινε, ανοιχτά ή συγκαλυμμένα, στην κυρίαρχη ιδεολογία της). Αφού κατέλαβε την Ουκρανία της αριστερής όχθης του Δνείπερου στον 17ο αιώνα, η συμμετοχή της Ρωσίας στον διαμελισμό της Πολωνο-Λιθουανικής Κοινοπολιτείας κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 18ου αιώνα της επέτρεψε να καταλάβει και το μεγαλύτερο μέρος της Ουκρανίας της δεξιάς όχθης, δηλαδή συνολικά το 80% των ουκρανικών εδαφών. Αυτό αποδείχθηκε θεμελιώδης στρατηγική κατάκτηση, η οποία είχε ως αποτέλεσμα τη βαθειά διείσδυση της Ρωσίας στην Ευρώπη και καθόρισε την ευρασιατική εμβέλεια και φύση της Ρωσικής Αυτοκρατορίας.

Αν η ρωσική αριστοκρατία ήταν μια κυρίαρχη τάξη, η γη δεν έγινε ποτέ εξ ολοκλήρου ατομική ιδιοκτησία των ευγενών. Κάτι τέτοιο θα ήταν αντίθετο με τα πρωταρχικά συμφέροντα αυτού του αυτοκρατορικού κράτους, στην οικοδόμηση του οποίου καμία κοινωνική τάξη δεν έπαιξε τόσο σημαντικό ρόλο όσο το ίδιο -οι μηχανισμοί και το γραφειοκρατικό προσωπικό του. Δεν ήταν μόνο η κατασκευή ενός κολοσσιαίου στρατού με αντίτιμο την ακόμα και 25ετή στρατιωτική θητεία των αγροτών και την χρηματοδότηση της τεράστιας στρατιωτικής και πολιτικής υποδομής από την καταναγκαστική εργασία εκατοντάδων χιλιάδων άλλων αγροτών, που ανήκαν ταυτόχρονα στο κράτος και στους γαιοκτήμονες, αλλά και ολόκληρες ταξιαρχίες ειδικευμένων τεχνητών που στάλθηκαν για πραγματικά καταναγκαστική εργασία σε διάφορα μέρη της χώρας. Επιπλέον, όπως το θέτει ο Μίλοφ, «η κρατική μηχανή αναγκάστηκε να προωθήσει τη διαδικασία του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας, και ιδιαίτερα το διαχωρισμό της βιομηχανίας από τη γεωργία», αντίθετα με τους κυρίαρχους τρόπους εκμετάλλευσης που εμπόδιζαν αυτή τη διαδικασία.

Βιομηχανική δουλεία

Ως αποτέλεσμα, «η συμμετοχή του κράτους στη δημιουργία της βιομηχανίας στη χώρα συνέβαλε σε ένα γιγαντιαίο άλμα στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, αν και ο δανεισμός ‘δυτικών τεχνολογιών’ από μια αρχαϊκή κοινωνία κατά τον 17ο και 18ο αιώνα είχε τερατώδη κοινωνικά αποτελέσματα: εμφανίστηκε μια μάζα εργαζομένων για πάντα προσκολλημένη στα εργοστάσια και τους χώρους εργασίας (οι λεγόμενοι εργάτες ‘υποταγμένοι στο διηνεκές’), και επιτάχυνε τη διολίσθηση της κοινωνίας προς τη δουλεία.» [14] Το τεράστιο ρωσικό στρατιωτικό-βιομηχανικό σύμπλεγμα, με βασικό κορμό τη μεταλλουργία των Ουραλίων, δεν δημιουργήθηκε στη βάση της ανάπτυξης των καπιταλιστικών σχέσεων, αλλά στο πλαίσιο των φεουδαρχικών και υποτελών σχέσεων [15].

Είναι αλήθεια ότι το κεφάλαιο άνθισε, αλλά ήταν προκαπιταλιστικό και εμπόδισε την ανάπτυξη του καπιταλισμού – «το εμπορικό κεφάλαιο δεν αναπτύχθηκε σε βάθος, μετασχηματίζοντας την παραγωγή, αλλά σε πλάτος, αυξάνοντας την ακτίνα δράσης του», και «προχώρησε από το κέντρο προς την περιφέρεια, ακολουθώντας τους αγρότες εποίκους που μετακινούνταν αναζητώντας νέα εδάφη και φορολογική απαλλαγή και διείσδυσαν σε νέα εδάφη» [16]. Με βάση τον εξωοικονομικό εξαναγκασμό, οι προκαπιταλιστικοί τρόποι εκμετάλλευσης κυριάρχησαν στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής στη Ρωσία μέχρι την επανάσταση του 1917, όχι μόνο στη γεωργία αλλά και στη βιομηχανία, πολύ μετά τη μεταρρύθμιση του 1861.

Όταν η Ρωσική Σοσιαλδημοκρατία σχηματιζόταν ως κόμμα, η εργασία του 30% περίπου των βιομηχανικών εργατών ήταν ακόμα δουλοπαροικιακή και όχι μισθωτή εργασία, κάτι που δεν αναγνώριζε αυτή η Σοσιαλδημοκρατία, συμπεριλαμβανομένης της Ίσκρα, η οποία συνέδεε τη βιομηχανία (δηλαδή τις παραγωγικές δυνάμεις και όχι τις σχέσεις παραγωγής) με τον καπιταλισμό,. «Ακόμη και στις αρχές του εικοστού αιώνα, περισσότερες από τις μισές βιομηχανικές επιχειρήσεις του κύριου βιομηχανικού πυρήνα (μεταλλουργία) δεν ήταν καπιταλιστικές με τη στενή έννοια του όρου», δηλώνει ο Μιχαήλ Βογέφκοφ. Οι προκαπιταλιστικοί τρόποι απόσπασης του πλεονάσματος από την εργασία των άμεσων παραγωγών που εξακολουθούσαν να επικρατούν «δεν επέτρεπαν στο εθνικό κεφάλαιο να πραγματοποιήσει την απαραίτητη συσσώρευση», και γι’ αυτό «το ξένο κεφάλαιο ήταν τόσο ισχυρό» [17]. Όπου το κεφάλαιο επικρατούσε ήδη στη ρωσική οικονομία, ήταν σχεδόν αμέσως το μεγάλο κεφάλαιο και εμφανίστηκαν πολύ γρήγορα διαδικασίες μονοπώλησης.

Πολλαπλές επαναστάσεις

Στη Ρωσία, λοιπόν, γεννιόταν ο «σύγχρονος καπιταλιστικός ιμπεριαλισμός», ο οποίος όμως ήταν «μπλεγμένος» -έγραφε ο Λένιν λίγο πριν από την επανάσταση του 1917- «σε ένα ιδιαίτερα πυκνό δίκτυο προκαπιταλιστικών σχέσεων», τόσο πυκνό που «γενικά στη Ρωσία κυριαρχεί ο στρατιωτικός και φεουδαρχικός ιμπεριαλισμός». [18]. Το θεμέλιο αυτού του ιμπεριαλισμού ήταν «το μονοπώλιο της στρατιωτικής δύναμης, τα τεράστια εδάφη ή οι ειδικές διευκολύνσεις για τη ληστεία των αλλογενών, της Κίνας κ.λ.π,» δηλαδή των μη ρωσικών λαών μέσα στην ίδια τη Ρωσία και των λαών των γειτονικών χωρών. Ταυτόχρονα, έγραφε ακόμα ο Λένιν, αυτό το εξωοικονομικό μονοπώλιο «εν μέρει συμπληρώνει, εν μέρει παίρνει τη θέση του μονοπωλίου του σύγχρονου χρηματιστικού κεφαλαίου». [19] Σχεδόν όλοι οι ερμηνευτές των γραπτών του Λένιν για τον ιμπεριαλισμό παραβλέπουν αυτή τη θεωρητική πρόταση, η οποία είναι κρίσιμη για τη μελέτη του ρωσικού κοινωνικού σχηματισμού. [20]

Η κατάρρευση αυτής της διαπλοκής του ρωσικού «στρατιωτικού και φεουδαρχικού» ιμπεριαλισμού με τον καπιταλιστικό ιμπεριαλισμό δεν ήταν το έργο μιας μόνο επανάστασης, αλλά διαφόρων επαναστάσεων που συγκλίνουν και αποκλίνουν, σχηματίζουν συμμαχίες και συγκρούονται βίαια. Η Ρωσική Επανάσταση ήταν μία από αυτές. Στο κέντρο της αυτοκρατορίας ήταν μια εργατική και αγροτική επανάσταση -στην αποικιοκρατούμενη περιφέρεια βασίστηκε στις ρωσικές και εκρωσισμένες μειονότητες και στους έποικους των πόλεων. Είχε αποικιοκρατικό χαρακτήρα, όπως και η ρωσική εξουσία των συμβουλίων που εγκαθίδρυσε, όπως κατέδειξε ο μπολσεβίκος Γκεόργκι Σαφάροφ στο κάποτε κλασικό έργο του για την «αποικιοκρατική επανάσταση» στο Τουρκεστάν. «Η συμμετοχή στο βιομηχανικό προλεταριάτο μιας τσαρικής αποικίας ήταν εθνικό προνόμιο των Ρώσων. Γι’ αυτό και εδώ η δικτατορία του προλεταριάτου πήρε από τις πρώτες στιγμές μια χαρακτηριστικά αποικιοκρατική όψη» (η έμφαση στο πρωτότυπο). [21]

Αλλά μεταξύ των καταπιεσμένων λαών, η Ρωσική Επανάσταση πυροδότησε επίσης εθνικές επαναστάσεις. Η πιο εδαφικά εκτεταμένη, βίαιη, δυναμική και απρόβλεπτη από αυτές ήταν η ουκρανική επανάσταση. Το ξέσπασμά της, και ακόμη περισσότερο η δυναμική που απέκτησε στην πορεία, ήταν απροσδόκητη. Ένα αγροτικό έθνος, χωρίς τους «δικούς του» γαιοκτήμονες και τους «δικούς του» καπιταλιστές, με ένα λεπτό στρώμα μικροαστών και διανοουμένων και μια απαγορευμένη γλώσσα, δεν φαινόταν προορισμένο ή ικανό για μια επιτυχημένη επανάσταση. Από τότε που ο ρωσικός στρατός εξαφάνισε το 1775 το Ζαπορόζιαν Σιτς, το προπύργιο των Ελεύθερων Κοζάκων, ο ουκρανικός λαός διεκδίκησε για πρώτη φορά την ανεξαρτησία του το 1918. Τρομοκρατημένη από την προλεταριακή επανάσταση που είχε φέρει τους Μπολσεβίκους στην εξουσία στην Πετρούπολη και τη Μόσχα, η Κεντρική Ράντα (Συμβούλιο) των ουκρανικών μικροαστικών κομμάτων διακήρυξε την ανεξαρτησία της Ουκρανίας στο Κίεβο και αμέσως ενεπλάκη σε πόλεμο με τους Μπολσεβίκους.

Ουκρανική εθνική επανάσταση

Ωστόσο, ορισμένοι Ουκρανοί Μπολσεβίκοι (αν και το ποσοστό των Ουκρανών μεταξύ των μελών του μπολσεβίκικου κόμματος στην Ουκρανία ήταν αμελητέο) ήθελαν μια Ουκρανία επαναστατική, μια σοβιετική Ουκρανία, όπως η Ρωσία, αλλά ανεξάρτητη. Αλλά κυρίως στη ριζοσπαστική αριστερά, το Ουκρανικό Κομμουνιστικό Κόμμα (Μποροτμπιστές), το οποίο δεν ταυτιζόταν με τους Μπολσεβίκους και συγκροτήθηκε από την αριστερή πτέρυγα του Ουκρανικού Σοσιαλιστικού Επαναστατικού Κόμματος και από μέρος της αριστερής πτέρυγας της Ουκρανικής Σοσιαλδημοκρατίας, επιδίωκε την εθνική ανεξαρτησία της χώρας. Παρόλο που είχε συμμαχήσει με τους Μπολσεβίκους, είχε μια κοινωνική βάση ασύγκριτα ευρύτερη από τη δική τους.

Η συμμαχία των Μποροτμπιστών με τους Μπολσεβίκους ήταν πολύ δύσκολη. Ο επικεφαλής της μπολσεβίκικης κυβέρνησης που δημιουργήθηκε μετά τη δεύτερη κατάληψη του Κιέβου από τον Κόκκινο Στρατό το 1919, ο βουλγαρικής καταγωγής Κρίστιαν Ρακόφσκι διακήρυξε, ούτε λίγο ούτε πολύ ότι «η ανακήρυξη της ουκρανικής ως γλώσσας του κράτους είναι μια αντιδραστική κίνηση, που δεν χρειαζόμαστε», επειδή γενικά «το ουκρανικό ζήτημα αλλά και η ίδια η ύπαρξη της Ουκρανίας δεν είναι τόσο ένα πραγματικό γεγονός όσο μια επινόηση της ουκρανικής διανόησης» [22]. Δεν ήταν ο μοναδικός μαρξιστής που υποστήριξε τη θέση αυτή -η Ρόζα Λούξεμπουργκ έλεγε ότι ο ουκρανικός εθνικισμός ήταν «μια αστεία φάρσα», «ένα απλό καπρίτσιο, μια έμμονη ιδέα μερικών δεκάδων μικροαστών διανοουμένων» [23]. Ο Λένιν, από την άλλη πλευρά, ήταν μια εξαίρεση, καθώς πίστευε ότι «η Ουκρανία είναι για τη Ρωσία ό,τι η Ιρλανδία για την Αγγλία», δηλαδή μια αποικία, και ότι ο καταπιεσμένος λαός της θα έπρεπε να κερδίσει την ανεξαρτησία του. Αυτή την άποψη όμως τη διατύπωσε δημοσίως μόνο μια φορά [24].

Εκτός από την πολιτική της κυβέρνησης Ρακόφσκι για το εθνικό ζήτημα, υπήρχε και η ακροαριστερή πολιτική για το αγροτικό ζήτημα, η οποία, σε αντίθεση με το διάταγμα των Μπολσεβίκων για τη γη, δεν αποσκοπούσε στην κατανομή των γαιοκτημάτων στους αγρότες, αλλά στην κολλεκτιβοποίηση αυτών των περιουσιών και τη μετατροπή των αγροτών σε εργάτες γης. Η επίταξη σιτηρών από το κράτος και ο «πολεμικός κομμουνισμός» γενικότερα έριξαν λάδι στη φωτιά. Όλα αυτά οδήγησαν σε ένα μεγάλο κύμα αντιμπολσεβίκικων αγροτικών εξεγέρσεων το 1919 (μετρήθηκαν 660 μεγάλες και μικρές), οι οποίες έκοψαν την Ουκρανία από την Ουγγαρία και εμπόδισαν τον Κόκκινο Στρατό της Ουκρανίας να σπεύσει σε βοήθεια προς την Ουγγρική Δημοκρατία των Συμβουλίων, όταν αυτό ήταν η μοναδική της ελπίδα να επιβιώσει. Στην ίδια την Ουκρανία, οι εξεγέρσεις αυτές άνοιξαν το δρόμο για την επίθεση των στρατευμάτων της Λευκής Φρουράς του στρατηγού Άντον Ντενίκιν στη Μόσχα [25]. Ομολογουμένως, ο ίδιος ο Ρακόφσκι έσπευσε να βγάλει σοβαρά συμπεράσματα από τις καταστροφικές πολιτικές της κυβέρνησής του, αλλά το έκανε μόνο μετά την κατάρρευσή της.

Οι κομμουνιστές υπέρμαχοι της ανεξαρτησίας

Σε μεγάλο μέρος των ουκρανικών περιοχών του Δνείπερου και της νοτιοανατολικής Ουκρανίας, ο αγώνας κατά της ρωσικής κατοχής από τη Λευκή Φρουρά στηρίχθηκε στους ώμους των κινημάτων ανταρτών και εξεγερμένων, με επικεφαλής τους κομμουνιστές-μποροτμπιστές, που ήταν το ισχυρότερο κόμμα που δρούσε στην παρανομία, και τους αναρχοκομμουνιστές υπό την ηγεσία του Νέστορα Μάχνο. Μετά την ήττα του Ντενίκιν, ο Κόκκινος Στρατός, για τρίτη συνεχόμενη φορά, εξασφάλισε την κατάληψη της εξουσίας στην Ουκρανία από τους Μπολσεβίκους. Μόνο τότε, τον Φεβρουάριο του 1920, εκείνοι αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τη δογματική τους προσέγγιση στο αγροτικό ζήτημα και να μοιράσουν τη γη στους αγρότες. Παρόλο που οι Μπολσεβίκοι ήταν μειοψηφία, δέχτηκαν τους Μποροτμπιστές μόνο ως μικρή μειοψηφία στον κυβερνητικό συνασπισμό και τους έθεσαν με διάφορους τρόπους υπό τον έλεγχό τους.

Ο Λένιν ανησυχούσε πολύ ότι μετά τη λήξη του εμφυλίου πολέμου και της ξένης επέμβασης θα γινόταν ένοπλη εξέγερση των Μποροτμπιστών εναντίον των Μπολσεβίκων, αν οι τελευταίοι θα ήθελαν να εναντιωθούν στην ανεξαρτησία της Σοβιετικής Ουκρανίας. Απαιτούσε από τους συντρόφους του «τη μεγαλύτερη δυνατόν προσοχή όσον αφορά τις εθνικιστικές παραδόσεις, την σχολαστική τήρηση της ισοτιμίας της ουκρανικής γλώσσας και κουλτούρας, καθώς και την υποχρέωση όλων των αξιωματούχων να μάθουν την ουκρανική γλώσσα κ.ο.κ.». [26] Γιατί γνώριζε πολύ καλά ότι στο δικό του κόμμα «εάν ξύστε την επιφάνεια κάποιου κομμουνιστή θα βρείτε έναν μεγαλορώσο σοβινιστή». [27]

Διακήρυξε δημόσια: «Είναι […] αυτονόητο και αναγνωρίζεται από όλους ότι μόνο οι ίδιοι οι εργάτες και αγρότες της Ουκρανίας μπορούν να αποφασίσουν –και αυτό θα πράξουν- στο Παν-Ουκρανικό Συνέδριο των Σοβιέτ αν η Ουκρανία θα συγχωνευθεί με τη Ρωσία» σε μια ενιαία Σοβιετική Δημοκρατία «ή θα παραμείνει μια ανεξάρτητη και αυτόνομη Δημοκρατία», ενωμένη με τη Ρωσία στο πλαίσιο Ομοσπονδίας, και «-στην τελευταία περίπτωση- ποιοι συγκεκριμένοι ομοσπονδιακοί δεσμοί θα διαμορφωθούν ανάμεσα στη Δημοκρατία αυτή και τη Ρωσία

Και αυτό δεν είναι λόγος, εξηγούσε, «για να χωρίσουν οι δρόμοι μεταξύ των κομμουνιστών». Δεν αποδέχθηκε μια συνομοσπονδία. Επειδή το ουκρανικό έθνος ήταν ιστορικά ένα έθνος που καταπιεζόταν από τη Ρωσία, εξήγησε ο Λένιν, «εμείς οι μεγαλορώσοι κομμουνιστές πρέπει να κάνουμε παραχωρήσεις όταν υπάρχουν διαφορές με τους Ουκρανούς Μπολσεβίκους και Μποροτμπιστές κομμουνιστές, όταν αυτές οι διαφορές αφορούν την κρατική ανεξαρτησία της Ουκρανίας, τις μορφές της συμμαχίας της με τη Ρωσία και το εθνικό ζήτημα γενικότερα» [28].

«Αυτή η νίκη αξίζει μερικές καλές μάχες»

Ωστόσο, στην πραγματικότητα έγινε ακριβώς το αντίθετο, αφού οι Μποροτμπιστές αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν στις πιέσεις των Μπολσεβίκων στα ζητήματα αυτά -και αυτό μάλιστα υπό την απειλή της «εκκαθάρισης». Κεκλεισμένων των θυρών, ο Λένιν πρότεινε μια «Ουκρανία ανεξάρτητη – προς το παρόν», «με στενούς ομοσπονδιακούς δεσμούς» με τη Ρωσία και ένα «προσωρινό μπλοκ με τους Μποροτμπιστές», παράλληλα με την «ταυτόχρονη έναρξη προπαγανδιστικής εκστρατείας για την πλήρη συγχώνευση» της Ουκρανίας με τη Ρωσία σε ενιαίο κράτος. Σύντομα πρόσθεσε σε αυτό ότι «ο αγώνας ενάντια στο σύνθημα της στενότερης δυνατόν ένωσης με τη Ρωσία» ήταν «αντίθετος με τα συμφέροντα του προλεταριάτου». Επομένως, στην Ουκρανία «όλη η πολιτική πρέπει να ακολουθηθεί συστηματικά και αδυσώπητα προς την κατεύθυνση της εκκαθάρισης των Μποροτμπιστών στο εγγύς μέλλον», και «ζητούσε επίμονα να κατηγορηθούν oι Μποροτμπιστές όχι για εθνικισμό, αλλά για αντεπαναστατικές και μικροαστικές τάσεις» [29].

Η «εκκαθάριση» των Μποροτμπιστών δεν πραγματοποιήθηκε επειδή, είτε για χάρη της υπόθεσης της διεθνούς σοσιαλιστικής επανάστασης είτε απλώς επειδή συνειδητοποίησαν ότι τους είχαν βάλει το περίστροφο στο κρόταφο, διέλυσαν οι ίδιοι το κόμμα τους. [30] Όπως εξήγησε ο Λένιν, «αντί για μια εξέγερση των Μποροτμπιστών, η οποία είχε γίνει σχεδόν αναπόφευκτη, είδαμε όλα τα καλύτερα στοιχεία τους να ενταχθούν στο κόμμα μας, υπό τον έλεγχό μας και με τη συγκατάθεσή μας, ενώ τα υπόλοιπα εξαφανίστηκαν από την πολιτική σκηνή. Αυτή η νίκη αξίζει μερικές καλές μάχες». [31]

Υπό το πρίσμα, αφενός, των ιδεολογικών μαχών, εντυπωσιακών ως προς τη συνέπειά τους, που έδωσε ο Λένιν για το δικαίωμα των λαών στην αυτοδιάθεση, μέχρι και την απόσχιση, και, αφετέρου, της πραγματικής πολιτικής του στον τομέα αυτό, παραμένει, αν όχι μυστήριο, τότε κάτι εντελώς ανεξερεύνητο, το πώς πραγματικά αντιλαμβανόταν ο ίδιος αυτό το δικαίωμα. Όλη η μαρξιστική ή εμφανιζόμενη ως τέτοια βιβλιογραφία που αφιερώνεται στον τρόπο που αυτός ερμήνευσε αυτό το δικαίωμα έχει χαρακτήρα ερμηνευτικό, απολογητικό ή επιγονικό. Εθελοτυφλεί μπροστά στο ιστορικό γεγονός ότι όπου έφτανε η εξουσία του κόμματός του στις απομακρυσμένες περιφέρειες της Ρωσίας, ή ακριβέστερα, όπου ο Κόκκινος Στρατός επέβαλε την εξουσία του, αυτό το δικαίωμα δεν εφαρμόστηκε στην πράξη και δεν υπήρχε τρόπος να προσπαθήσει κανείς να το εφαρμόσει χωρίς να κινδυνεύσει να κατηγορηθεί ως αντεπαναστάτης.

Η αντίφαση στην καρδιά της επανάστασης

Η επανάσταση στη Ρωσία δεν κατέστρεψε τον ρωσικό ιμπεριαλισμό. Μαζί με τον καπιταλισμό, ανέτρεψε τον «σύγχρονο καπιταλιστικό ιμπεριαλισμό» και αφαίρεσε την προκαπιταλιστική (φεουδαρχική και υποτελή) βάση του στρατιωτικού ιμπεριαλισμού. Αλλά δεν ξερίζωσε τις προϋποθέσεις αναπαραγωγής του ρωσικού έξω-οικονομικού μονοπωλίου που δημιούργησε το ρωσικό ιμπεριαλισμό. Δηλαδή του έξω-οικονομικού μονοπωλίου της «στρατιωτικής δύναμης, των απέραντων εδαφών και των ιδιαίτερα ευνοϊκών συνθηκών για την καταλήστευση» άλλων εθνών στην εσωτερική και εξωτερική περιφέρεια της Ρωσίας. Στο βαθμό που η επανάσταση αγκάλιασε την περιφέρεια και εξαπλώθηκε εκεί, μεταξύ των καταπιεσμένων λαών, με τη μορφή εθνικών επαναστάσεων, ανάγκασε αυτό το μονοπώλιο να υποχωρήσει. Ταυτόχρονα, το αναπαρήγαγε στο βαθμό που εξαπλώθηκε από το κέντρο στην περιφέρεια μέσω της στρατιωτικής κατάκτησης. Αυτή η αντίφαση, η οποία βρισκόταν στην καρδιά της Ρωσικής Επανάστασης, ήταν εγγενής σε αυτήν και αδύνατο να επιλυθεί μέσα στο ίδιο της το πλαίσιο. Πολλά εξαρτώνταν τώρα από το ποια πλευρά της αντίφασης θα επικρατούσε.

Μετά την κατάρρευση της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, η Φινλανδία, η Εσθονία, η Λιθουανία, η Λετονία και η Πολωνία αποσχίστηκαν διαδοχικά από αυτήν, και μετά την καταστροφική ήττα που υπέστη η Σοβιετική Ρωσία στον πόλεμο του 1920 με την Πολωνία, έχασε μέρος της Ουκρανίας (και της Λευκορωσίας). Για την επιβίωση του ρωσικού ιμπεριαλισμού, η απόσχιση ή όχι της Σοβιετικής Ουκρανίας ήταν κρίσιμης σημασίας. Όταν η Σοβιετική Ένωση πήρε κρατική υπόσταση το 1922-1923, οι Ουκρανοί Μπολσεβίκοι μίλησαν ανοιχτά για το γεγονός ότι, «οι μεγαλοϊδεάτικες προκαταλήψεις, που τρέφονται με το μητρικό γάλα, είχαν γίνει ένστικτο μεταξύ παρά πολλών συντρόφων», επειδή «στην πράξη δεν έχει γίνει κανένας αγώνας εναντίον του μεγαλοϊδεατικού σοβινισμού στο κόμμα μας.» [32] Επικεφαλής εκείνων που ζητούσαν την ανεξαρτησία της Ουκρανίας και τη δημιουργία μιας ένωσης ανεξάρτητων σοβιετικών κρατών, ο Ρακόφσκι, πολύ δημοφιλής πλέον ηγέτης στις ουκρανικές μάζες, αντιτάχθηκε σθεναρά στον Στάλιν. [33] Έχασαν, αλλά η ήττα τους ήταν τότε ατελής.

Οι μετασχηματισμοί του ρωσικού ιμπεριαλισμού

Η κεντρική ηγεσία του μπολσεβίκικου κόμματος, με επικεφαλής τον Στάλιν, αντιτάχθηκε στις φιλοδοξίες για ανεξαρτησία, αντιπροτείνοντας, τη γλωσσική και πολιτιστική εθνικοποίηση των μη ρωσικών Δημοκρατιών. Απροσδόκητα για τους Μοσχοβίτες εμπνευστές αυτής της πολιτικής, η ουκρανοποίηση μετατράπηκε σε προέκταση της ουκρανικής εθνικής επανάστασης, την οποία αναβίωσε και αναζωογόνησε σε αξιοσημείωτο βαθμό. Διήρκεσε σχεδόν 10 χρόνια, μέχρι το 1932. Η εξόντωση από την πείνα (Holodomor) και η συντριβή της ουκρανοποίησης από την τρομοκρατία [34] ήταν ταυτόχρονα συστατικές πράξεις της σταλινικής γραφειοκρατίας, διαχωρισμένη πλέον από τη θερμιδοριανή γραφειοκρατία που κυβερνούσε μέχρι τότε (και σύντομα θα εξοντωνόταν από αυτήν), όσο και πράξη αναγέννησης -αυτή τη φορά του ρωσικού στρατιωτικού-γραφειοκρατικού – ιμπεριαλισμού [35].

Αυτή η μορφή του ρωσικού ιμπεριαλισμού παγιώθηκε με την ενοποίηση των ουκρανικών (και των λευκορωσικών) εδαφών ως αποτέλεσμα του διαμελισμού της Πολωνίας από τον Χίτλερ και τον Στάλιν, και την προσάρτηση των κρατών της Βαλτικής, που ολοκληρώθηκε το 1939 και επιβεβαιώθηκε το 1944, κατά τη διάρκεια του νικηφόρου πολέμου κατά του γερμανικού ιμπεριαλισμού. Η γιγαντιαία λεηλασία του βιομηχανικού δυναμικού της σοβιετικής ζώνης κατοχής της Γερμανίας και ο έλεγχος των δορυφορικών κρατών της Ανατολικής Ευρώπης, η πολιτική ήττα των οποίων διατηρήθηκε λόγω της μόνιμης απειλής στρατιωτικής επέμβασης της Σοβιετικής Ένωσης, επικύρωσαν αυτή την αναγέννηση του ρωσικού ιμπεριαλισμού. [36]

Η ξαφνική, εντελώς απροσδόκητη κατάρρευση της ΕΣΣΔ το 1991 αποκάλυψε τη φύση αυτού του κράτους, που δημιουργήθηκε στη βάση της Μεγάλης Τρομοκρατίας του Στάλιν. Ό,τι δεν κατάφερε η Ουκρανία μετά την κατάρρευση της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, το πέτυχε στην κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Τότε κατάφερε να αποσχιστεί, μαζί με άλλα 14 από τα μεγαλύτερα μη ρωσικά έθνη. Με την ανακήρυξη της εθνικής ανεξαρτησία της, έδωσε αποφασιστικό πλήγμα στον ρωσικό στρατιωτικό-γραφειοκρατικό ιμπεριαλισμό.

Ο ρωσικός καπιταλισμός, που αποκαταστάθηκε στα ερείπια της ΕΣΣΔ, παραμένει εξαρτημένος από το ίδιο μη οικονομικό μονοπώλιο από το οποίο εξαρτιούνταν οι προηγούμενοι τρόποι εκμετάλλευσης, και όπως και αυτοί παραμορφώθηκε από αυτή την εξάρτηση. Το ρωσικό κράτος προστατεύει την καπιταλιστική ατομική ιδιοκτησία, αλλά ταυτόχρονα την περιορίζει, επειδή αυτή η ιδιοκτησία υπόκειται στον κρατικό εξαναγκασμό, όπως ακριβώς η συγχώνευση του κρατικού μηχανισμού με το μεγάλο κεφάλαιο περιορίζει και στρεβλώνει τον ανταγωνισμό μεταξύ τους. Έτσι, υπό το βάρος αυτού του μονοπωλίου έχουν διαμορφωθεί στη Ρωσία ο κρατικός ολιγαρχικός καπιταλισμός και ο στρατιωτικός-ολιγαρχικός ιμπεριαλισμός.

Η επιταγή της επανάκτησης

Το ίδιο το μονοπώλιο, ωστόσο, υποβαθμίστηκε σε τεράστιο, αν και εξαιρετικά άνισο βαθμό. Η Ρωσία διατήρησε το «μονοπώλιο της στρατιωτικής δύναμης» στο βαθμό που, μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, παρέμεινε η μεγαλύτερη πυρηνική δύναμη στον κόσμο με ένα τεράστιο στρατό. Αντίθετα, το «μονοπώλιο των απέραντων εδαφών και των ιδιαίτερα ευνοϊκών συνθηκών για την καταλήστευση» άλλων εθνών έχει πέσει σε βαθιά παρακμή. Όπως παρατήρησε ο Ζμπίγνιεφ Μπρζεζίνσκι μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, τα σύνορα της Ρωσίας έχουν υποχωρήσει δραματικά, «επιστρέφοντας στα όρια που είχε υπερβεί σε ένα ήδη μακρυνό παρελθόν: στον Καύκασο σταμάτησε στα σύνορα των αρχών του 19ου αιώνα, στην Κεντρική Ασία εκεί όπου βρίσκονταν γύρω στο 1850 και στη Δύση -με ακόμη πιο οδυνηρό τρόπο– η Ρωσία συρρικνώθηκε στην έκταση που είχε μετά τη βασιλεία του Ιβάν του Τρομερού, γύρω στα 1600.» Το χειρότερο, «χωρίς την Ουκρανία, η Ρωσία παύει να είναι μια ευρασιατική αυτοκρατορία. Και ακόμη αν επιδίωκε να ξαναβρεί τη θέση αυτή, το κέντρο βάρους θα μετατοπιζόταν και η αυτοκρατορία αυτή, που θα ήταν ουσιαστικά ασιατική, θα ήταν καταδικασμένη σε μια θέση αδυναμίας.» Ο Μπρζεζίνσκι είχε δίκιο όταν έγραφε ότι «για τη Μόσχα η επανάκτηση του ελέγχου της Ουκρανίας, μιας χώρας με 52 εκατομμύρια κατοίκους, σημαντικούς πόρους και πρόσβαση στη Μαύρη Θάλασσα, σημαίνει την εξασφάλιση των μέσων για να γίνει η Ρωσία ξανά ένα ισχυρό αυτοκρατορικό κράτος, που θα επέκτεινε την επιρροή του στην Ευρώπη και στην Ασία» [37].

Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο ρωσικός ιμπεριαλισμός έχει ξεκινήσει την επανάκτηση της Ουκρανίας, όπου διακυβεύεται το ίδιο του το πεπρωμένο.

Zbigniew Marcin Kowalewski*

(*) Ο Zbigniew Marcin Kowalewski είναι Πολωνός και ερευνητής ειδικά στην ιστορία των επαναστατικών κινημάτων και του εργατικού κινήματος, του εθνικού ζητήματος και των γραφειοκρατικών εξουσιών. Το 1981, ήταν μέλος του Προεδρείου της ηγεσίας του συνδικάτου Solidarność στην περιοχή του Łódź, αντιπρόσωπος στο πρώτο εθνικό συνέδριο του συνδικάτου και υπεύθυνος του κινήματος για την εργατική αυτοδιαχείριση. Κατά την εξορία του στη Γαλλία, οργάνωσε την καμπάνια αλληλεγγύης με την Solidarność, δημοσίευσε το βιβλίο «Rendez-nous les usines ! Solidarnosc dans le combat pour l’autogestion ouvrière» [Δώστε μας πίσω τα εργοστάσια! Η Solidarnosc στον αγώνα της εργατικής αυτοδιαχείρισης] (La Brèche, Paris 1985) και συμμετείχε στην έκδοση του Inprekor –πολωνικό περιοδικό της 4ης Διεθνούς, που κυκλοφορούσε παράνομα στην Πολωνία κατά τη δεκαετία του 1980. Σήμερα είναι αναπληρωτής αρχισυντάκτης της πολωνικής έκδοσης της Monde diplomatique.

Παραπέμπουμε επίσης στο προηγούμενο άρθρο του για τον «Ρώσικο ιμπεριαλισμό» στο Inprecor n° 609/610 d’octobre-décembre 2014 [και στα ελληνικά: «Ο ρώσικος ιμπεριαλισμός»], καθώς και στην ανάλυσή του για τη σοβιετική και ανατολικοευρωπαϊκή γραφειοκρατία (« Ouvriers et bureaucrates » [Εργάτες και γραφειοκράτες], Inprecor n° 685/686 de mai-juin 2021).

Το παρόν άρθρο δημοσιεύθηκε στην πολωνική έκδοση της Monde Diplomatique, αριθ. 2 (174) (Μάρτιος-Απρίλιος 2022) «Podbój Ukrainy na tle dziejów imperializmu rosyjskiego», και κατόπιν στα γαλλικά «La conquête de l’Ukraine et l’histoire de l’impérialisme russe» στο Inprecor αριθ. 695-695 (Μάρτιος-Απρίλιος 2022), στα αγγλικά «The Conquest of Ukraine and the History of Russian Imperialism» στο New Politics (12 Ιουνίου 2022) και στα ισπανικά «La conquista de Ucrania y la historia del imperialismo ruso» από το Herramienta.

Μετάφραση στα ελληνικά από τα γαλλικά: Ρίκη Βαν Μπούσχοτεν