Σημείωση: Πρόσφατα, διάφοροι ιστότοποι δημοσίευσαν μεταφράσεις άρθρων μου για τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία [The war in Ukraine: Four reductions we must avoid, La guerra en Ucrania: cuatro reducciones que debemos evitar, Ο πόλεμος στην Ουκρανία: τέσσερις αναγωγές που πρέπει να αποφύγουμε]. Ευχαριστώ για αυτό. Και ναι, αισθάνομαι σημαντικό να επικαιροποιήσω μερικές από τις παρεμβάσεις μου, μερικές από τις οποίες έγιναν περισσότερο από έναν χρόνο πριν.
RB, 20 Σεπτεμβρίου 2023
Προσπαθώντας να προσανατολιστεί σε μια όλο και πιο ασταθή και περίπλοκη διεθνή κατάσταση, η αριστερά πρέπει να κρατήσει τρεις βασικές αρχές στο μυαλό της:
- Συνεπή αντι-ιμπεριαλισμό
- Αναγνώριση του δικαιώματος των λαών στην αυτοδιάθεση
- Υποστήριξη των αγώνων των εκμεταλλευομένων και των καταπιεσμένων σε όλες τις χώρες και τα έθνη
Το πρώτο σημείο, ασφαλώς, περιλαμβάνει τον αγώνα ενάντια στον ιμπεριαλισμό των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ. Απορρίπτουμε την αντίληψη ότι το ΝΑΤΟ ή τα κράτη μέλη του είναι δημοκρατική δύναμη. Μερικά μέλη του ΝΑΤΟ (Τουρκία) απέχουν πολύ από το να αποτελούν δημοκρατικές κυβερνήσεις, ακόμα και με τα πιο ελαστικά κριτήρια. Μερικοί από τους συμμάχους του ΝΑΤΟ είναι από τα πλέον αντιδημοκρατικά (Σαουδική Αραβία). Σε περισσότερες από μία περιπτώσεις, τα μέλη του ΝΑΤΟ υποστήριξαν την ανατροπή δημοκρατικά εκλεγμένων κυβερνήσεων και προστάτευσαν αυτούς που τις ανέτρεψαν. Με απλά λόγια: το ΝΑΤΟ είναι το όπλο του δυτικού ιμπεριαλισμού και του ιμπεριαλισμού των ΗΠΑ μέσα στο μπλοκ του δυτικού ιμπεριαλισμού (έστω και αν υπάρχουν και έχουν υπάρξει εντάσεις μέσα σε αυτό το μπλοκ).
Η ιδέα ότι το ΝΑΤΟ θα διαλυόταν μετά την εξαφάνιση της Σοβιετικής Ένωσης και του Συμφώνου της Βαρσοβίας βασιζόταν στην εκτίμηση ότι ο λόγος ύπαρξής του ήταν ο Ψυχρός Πόλεμος ενάντια στη Σοβιετική Ένωση και τους συμμάχους της. Αλλά αυτό ήταν μόνο ένα τμήμα των στόχων του: ο ευρύτερος στόχος του ήταν η υπεράσπιση της δυτικής ιμπεριαλιστικής (και καπιταλιστικής) τάξης πραγμάτων σε παγκόσμιο επίπεδο, απέναντι σε όλες τις απειλές. Κατά τις πρόσφατες δεκαετίες, αυτό περιέλαβε την επιβολή της νεοφιλελεύθερης τάξης σε όλο τον πλανήτη. Αυτός είναι και ο λόγος που η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και του Συμφώνου της Βαρσοβίας όχι μόνο δεν οδήγησε στη διάλυση του ΝΑΤΟ αλλά και ακολουθήθηκε από την επέκτασή του ανατολικά και από τον επαναπροσδιορισμό του ως συμφώνου “ασφάλειας”, που του δίνει τη δυνατότητα να δρα πέρα από τα σύνορα των κρατών μελών του. Οι τριβές που δημιούργησε η επέκταση αυτή οδήγησε στην επιδείνωση των εντάσεων που αναμφίβολα είναι και ο ένας από τους λόγους που εξηγεί την τωρινή σύγκρουση μεταξύ του ΝΑΤΟ και της Ρώσικης Ομοσπονδίας. Αυτοί που καταγγέλλουν το ρόλο της επέκτασης του ΝΑΤΟ στην προετοιμασία της σύγκρουσης έχουν δίκιο. Αναμφισβήτητα αυτή είναι η μία πτυχή του πολέμου που δεν πρέπει να χάσουμε από τα μάτια μας.
Πώς πρέπει η αριστερά να απαντάει στην επέκταση του ΝΑΤΟ και της δυτικής ιμπεριαλιστικής πολιτικής; Η γενική γραμμή της απάντησης αυτής είναι γνωστή. Περιλαμβάνει την οικοδόμηση της υπεράσπισης του επιπέδου ζωής και των άμεσων συμφερόντων της πλειοψηφίας, τη σύνδεση της υπεράσπισης αυτής με μια αντιμιλιταριστική, αντι-επεμβατική πολιτική, ταυτόχρονα με τον αγώνα για να δοθεί στο κίνημα ένας όλο και πιο καθαρά αντικαπιταλιστικός προσανατολισμός.
Ωστόσο, την ίδια ώρα που αγωνιζόμαστε κατά του ιμπεριαλισμού των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ, δεν πρέπει να περιορίζουμε τον ιμπεριαλισμό μόνο στη δυτική του παραλλαγή. Οι μετασχηματισμοί στη Ρωσία και στην Κίνα κατά τις τελευταίες δεκαετίες δημιούργησαν δύο μεγάλες καπιταλιστικές δυνάμεις που ενδιαφέρονται για να συγκροτήσουν τις δικές τους σφαίρες επιρροής και πολιτικού, οικονομικού και στρατιωτικού ελέγχου και να προβάλουν τα δικά τους συμφέροντα πέρα από τα σύνορά τους. Το γεγονός ότι τα ιμπεριαλιστικά αυτά σχέδια είναι πιο ασθενικά από το δυτικό ιμπεριαλισμό δεν αλλάζει το περιεχόμενο ή τη φύση τους. Εμείς, όπως το περιέγραφε ο Λένιν στην κλασική του μελέτη, αντιμετωπίζουμε έναν κόσμο με αυξανόμενες ενδοϊμπεριαλιστικές συγκρούσεις. Η επέκταση του ΝΑΤΟ ανατολικά προσκρούει στις προσπάθειες της Ρωσικής Ομοσπονδίας να δημιουργήσει τη δική της σφαίρα επιρροής στα εδάφη της τέως Σοβιετικής Ένωσης. Η πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ και των συμμάχων τους στην Ασία και τον Ειρηνικό προσκρούει στο στόχο της Κίνας να διαμορφώσει τη δική της σφαίρα επιρροής στην τεράστια αυτή περιοχή.
Όσοι υποστηρίζουν πως ο Πούτιν ή η Κίνα αντιδρούν στο δυτικό ιμπεριαλισμό έχουν δίκιο: ο δυτικός ιμπεριαλισμός είναι μια κυρίαρχη και επιθετική δύναμη. Αλλά πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η ρώσικη και η κινεζική κυβέρνηση αντιδρούν όχι ως αντιιμπεριαλιστικές δυνάμεις, αλλά μάλλον με τα δικά τους σχέδια για έλεγχο και κυριαρχία. Η εισβολή της Ρωσικής Ομοσπονδίας στην Ουκρανία είναι τμήμα αυτής της ιμπεριαλιστικής πολιτικής και, ως τέτοια, είναι μια προφανής παραβίαση του δικαιώματος των εθνών για αυτοδιάθεση. Υποστηρίζοντας το δικαίωμα αυτό, πρέπει να αναγνωρίσουμε την ουκρανική αντίσταση ως ένα δίκαιο πόλεμο κατά της ιμπεριαλιστικής επίθεσης. Απορρίπτουμε τον επεκτατισμό του ΝΑΤΟ, αλλά η απόρριψη του επεκτατισμού του ΝΑΤΟ δεν συνεπάγεται την υποστήριξη του ρωσικού επεκτατισμού, αν κρατήσουμε τις δύο αρχές που προαναφέραμε. Υποστηρίζουμε τα κινήματα στη Ρωσία που αγωνίζονται ενάντια στον πόλεμο του Πούτιν στην Ουκρανία.
Μερικοί στην αριστερά επιμένουν ότι τα επιχειρήματα του Πούτιν σε σχέση με την επέκταση του ΝΑΤΟ και τον ιμπεριαλισμού των ΗΠΑ είναι σωστά. Η Δύση, λέει ο Πούτιν, δεν έχει το ηθικό δικαίωμα να μιλάει για δημοκρατία. Και πράγματι, υπάρχουν αρκετά εγκλήματα του ιμπεριαλισμού των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ για να τα επισημάνει και να τα καταγγείλει ο καθένας, συμπεριλαμβανομένου του Πούτιν. Αυτός είναι και ο λόγος που εμείς αντιτασσόμαστε σθεναρά στο δυτικό ιμπεριαλισμό. Αλλά τα εγκλήματα του δυτικού ιμπεριαλισμού δεν αποτελούν λόγο για να στηρίξουμε το ρωσικό ιμπεριαλισμό. Ποιό ηθικό ανάστημα έχει η ρωσική καπιταλιστική ολιγαρχία για να μιλάει για δημοκρατία; Ούτε ο δυτικός ιμπεριαλισμός ούτε ο Πούτιν δεν έχουν το ανάστημα από την άποψη αυτήν.
Η τάξη των εργαζομένων και οι καταπιεσμένοι λαοί πρέπει να αγωνίζονται κατά του επεκτατισμού του ΝΑΤΟ μέσα από την οργάνωση και την κινητοποίηση κατά του μιλιταρισμού και του ιμπεριαλισμού, που συνδέεται με τον αγώνα κατά του νεοφιλελευθερισμού, της λιτότητας και της πολύπλευρης επίθεσης των εργοδοτών (κατά των συντάξεων, των μισθών, των εργασιακών δικαιωμάτων, των κοινωνικών παροχών) και με την υπεράσπιση των δημοκρατικών δικαιωμάτων (των γυναικών, των αναπαραγωγικών δικαιωμάτων, των ΛΟΑΤΚΙ). Μια αντιιμπεριαλιστική κυβέρνηση στη Ρωσία (ή αλλού) θα συνδεόταν με αυτά τα κινήματα. Θα καταδίκαζε, μαζί τους, τη μαζική σπατάλη πόρων σε στρατιωτικά σχέδια, ενώ θα υιοθετούσε ταυτόχρονα και θα εφάρμοζε μια φιλεργατική και δημοκρατική ατζέντα. Αλλά δεν είναι αυτή η ατζέντα ή το πρόγραμμα του Πούτιν. Ως εκπρόσωπος μιας καπιταλιστικής ολιγαρχίας, δεν είναι αυτός ο τρόπος που θα απαντούσε στον επεκτατισμό του ΝΑΤΟ. Αντίθετα, προωθεί τη δική του ιμπεριαλιστική ατζέντα, που είναι μια κατοπτρική εικόνα των ιμπεριαλιστών αντιπάλων του. Ως αντιιμπεριαλιστές εμείς απορρίπτουμε και τα δύο, και τον ιμπεριαλισμό του ΝΑΤΟ και την ιμπεριαλιστική αντίδραση του Πούτιν σε αυτόν, όπως και τις αντεργατικές και την αντιδημοκρατικές πολιτικές που τους συνοδεύουν.
Θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, καθώς όλοι οι ιμπεριαλισμοί είναι και επιθετικοί και ληστρικοί, οι αμοιβαίες τους κατηγορίες είναι συχνά αληθινές. Κατά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, οι Γερμανοί σοσιαλπατριώτες κατήγγειλαν το δεσποτικό χαρακτήρα του τσαρισμού και οι Γάλλοι ιμπεριαλιστές κατήγγειλαν το γερμανικό μιλιταρισμό. Μετά τον πόλεμο, ο γερμανικός ιμπεριαλισμός κατήγγειλε τις καταχρήσεις της ειρήνης των Βερσαλιών και ο ιαπωνικός ιμπεριαλισμός κατήγγειλε τις υπερβολές του δυτικού ιμπεριαλισμού στην Ασία. Όλες αυτές ήταν αληθινές κατηγορίες. Αλλά καμιά τους δεν δικαιολογούσε την υποστήριξη του γερμανικού, ρωσικού ή γαλλικού ιμπεριαλισμού κατά τη διάρκεια του πολέμου, ή του γερμανικού επανεξοπλισμού μετά τον πόλεμο, ή του ιαπωνικού ιμπεριαλισμού εναντίον του δυτικού ιμπεριαλισμού, πόσο μάλλον την υποστήριξη της ιαπωνικής εισβολής στην Ινδοκίνα, την Ινδονησία ή τις Φιλιππίνες. Το ίδιο και η απόρριψή του ιμπεριαλισμού του ΝΑΤΟ και της Δύσης δεν μπορεί να μας οδηγήσει να υποστηρίξουμε (ή να ανεχτούμε ή και να αρνηθούμε να καταγγείλουμε) την εισβολή της Ρωσικής Ομοσπονδίας στην Ουκρανία.
Μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, οι νικητές ιμπεριαλιστές επέβαλαν σκληρούς και ταπεινωτικούς όρους στην ηττημένη Γερμανία. Όπως κάποιοι είχαν ήδη προβλέψει εκείνη την εποχή, αυτό βοήθησε την εκκόλαψη ενός νέου γερμανικού εθνικισμού και ιμπεριαλισμού, που έψαχνε να σπάσει τα όρια που του είχαν επιβληθεί. Η αριστερά έπρεπε και πράγματι το έκανε να καταγγείλει πολλούς από τους όρους που επιβλήθηκαν από τη Συνθήκη των Βερσαλλιών και τις εκδικητικές πολιτικές των ιμπεριαλιστών νικητών. Αλλά αυτό δεν μετέτρεπε την άνοδο του γερμανικού εθνικισμού και ιμπεριαλισμού σε προοδευτική ή αντιιμπεριαλιστική δύναμη. Το ίδιο ισχύει και για τις καταστροφικές επιπτώσεις της καπιταλιστικής θεραπείας σοκ που προωθήθηκε για τη Ρωσία από τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους κατά τη δεκαετία του 1990. Και αυτό ήταν σίγουρα ο ένας παράγοντας που έθρεψε μια εθνικιστική αντίδραση υπό την ηγεσία του Πούτιν, που προσπάθησε να επιδιορθώσει κάποιες από τις οικονομικές ζημιές που είχαν γίνει επί Γιέλτσιν (και με τους αμερικάνους συμβούλους, όπως ο Τζέφρι Σακς). Εμείς μπορούμε και πρέπει να δείξουμε το ρόλο και το τμήμα ευθύνης της Δύσης σε όλα αυτά, αλλά, όπως και στην περίπτωση της ανάκαμψης του γερμανικού εθνικισμού κατά τη δεκαετία του ‘30, αυτό δεν καθιστά τον Πούτιν αντιιμπεριαλιστή.
Η αριστερά τώρα αντιμετωπίζει έναν μεγάλο κίνδυνο. Εάν, σε έναν κόσμο με εντεινόμενες ενδοϊμπεριαλιστικές συγκρούσεις, εμμένει στην αντίληψη πως οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους είναι ο μόνος ιμπεριαλισμός, τότε κινδυνεύει να διολισθήσει από τον αντιιμπεριαλισμό σε έναν “άλλο-ιμπεριαλισμό”: να μην αντιτάσσεται σε όλες τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και σχέδια, αλλά να αντιτάσσεται μόνο σε μία ή σε μερικές, και να υποστηρίζει, έμμεσα ή και άμεσα, άλλες.
Με λίγα λόγια, εμείς απορρίπτουμε τον ιμπεριαλισμό του ΝΑΤΟ, αλλά όχι για να στηρίξουμε τον επεκτατισμό της Ρωσικής Ομοσπονδίας, με επικεφαλής τον Πούτιν. Δεν απορρίπτουμε τον έναν ιμπεριαλισμό για να στηρίξουμε τον άλλον. Εμείς είμαστε αντιιμπεριαλιστές, όχι αλλο-ιμπεριαλιστές. Έτσι, την ίδια ώρα που καταγγέλλουμε το δυτικό ιμπεριαλισμό, επίσης απερίφραστα απορρίπτουμε την εισβολή και την κατοχή περιοχών της Ουκρανίας από τη Ρωσική Ομοσπονδία.
Το ίδιο ισχύει και από την άλλη πλευρά της τωρινής ενδοϊμπεριαλιστικής σύγκρουσης. Η αντίθεσή μας προς το ρωσικό επεκτατισμό δεν μας οδηγεί στο να έχουμε την οποιαδήποτε συμπάθεια ή αυταπάτη απέναντι στον ιμπεριαλισμό του ΝΑΤΟ. Γιατί και αυτό θα σήμαινε γλίστρημα από τον αντιιμπεριαλισμό έναν αλλο-ιμπεριαλισμό.
Η υποστήριξη της ουκρανικής αντίστασης δεν συνεπάγεται ούτε απαιτεί την υποστήριξη της κυβέρνησης Ζελένσκι. Και αυτό αντιστοιχεί στη τρίτη αρχή που παρουσιάσαμε. Είναι αλήθεια ότι η κυβέρνηση του Ζελένσκι αναπαράγει ή και έχει προωθήσει πραγματικά αντιδημοκρατικά, κατασταλτικά, αντεργατικά και νεοφιλελεύθερα μέτρα. Οι πολιτικές αυτές πρέπει να καταγγελθούν. Και όσοι αντιστέκονται σε αυτές πρέπει να υποστηριχτούν.
Αλλά ένα πράγμα είναι να αντιταχθεί κανείς στον Ζελένσκι ή στις πολιτικές του Ζελένσκι και τελείως άλλο είναι να υποστηρίξει την εισβολή του Πούτιν ή την κατοχή από τον Πούτιν. Οι αντιδραστικές πολιτικές του Ζελένσκι δικαιολογούν το να αντιταχθεί κανείς σε αυτόν και στην κυβέρνησή του, όχι λόγος για να υποστηριχτεί η εισβολή του Πούτιν. Η αριστερά δεν μπορεί να εναγκαλιστεί τον Πούτιν ως φορέα δημοκρατικής ατζέντας. Εάν ο Ζελένσκι πρέπει να απομακρυνθεί, αυτό είναι καθήκον του ουκρανικού λαού, όχι του Πούτιν.
Διάφορες φωνές έχουν καταγγείλει την παρουσία ακροδεξιών δυνάμεων στην Ουκρανία. Η βαρύτητά τους παραμένει αντικείμενο διαφωνίας. Αλλά, το ίδιο ισχύει και εδώ: η παρουσία τους πρέπει να καταγγελθεί και να αντιταχθούμε σε αυτούς, αλλά η παρουσία τους δεν δικαιολογεί την εισβολή υπό την ηγεσία του Πούτιν ή την υποστήριξη αυτής της εισβολής.
Ας θυμηθούμε το προηγούμενο της Κίνας και του γιαπωνέζικου ιμπεριαλισμού. Στη δεκαετία του 1930, η διεθνής αριστερά υποστήριξε την Κίνα απέναντι στην ιαπωνική επίθεση. Η αριστερά υποστήριξε την Κίνα, παρόλο που η κυβέρνησή της ελεγχόταν από τον καταπιεστικό και διεφθαρμένο μηχανισμό της Γκουομιντάνγκ, με επικεφαλής το Τσανγκ Κάι-Σεκ (τον άγριο αντικομουνιστή και υπεύθυνο για τη σφαγή του 1927), που στηριζόταν από το δυτικό ιμπεριαλισμό. Η κινεζική αντίσταση ήταν ένας δίκαιος αγώνας κατά του ιαπωνικού ιμπεριαλισμού, παρά τη φύση της κυβέρνησης της και παρά τη στήριξη που έλαβε από τους αντίπαλους ιμπεριαλισμούς. Το ίδιο ισχύει και με την ουκρανική αντίσταση: είναι ένας δίκαιος αγώνας ενάντια στην ρωσική αντίσταση, παρά τη φύση της κυβέρνησή της και παρά τη στήριξη που παίρνει από αντίπαλους ιμπεριαλισμούς.
Η θέση που περιγράφουμε εδώ ακολουθεί πολύ στενά τις απόψεις του Λένιν για το ζήτημα. Ο Λένιν υπογράμμιζε την ανάγκη να καταπολεμηθούν όλες οι μορφές εθνικής καταπίεσης, που με τη σειρά του σήμαινε την αναγνώριση του δικαιώματος όλων των εθνών στην αυτοδιάθεση. Ο τσαρισμός είχε τροφοδοτήσει το μίσος κατά της Ρωσίας σε μεγάλο τμήμα των καταπιεσμένων εθνών της αυτοκρατορίας, όπως και στην Ουκρανία. Το τέλος της καταπίεσης και η ελπίδα επανασυμφιλίωσης μεταξύ των λαών που έπνιγε ο τσαρισμός απαιτούσε την αναγνώριση του δικαιώματος στην αυτοδιάθεση, μεταξύ άλλων μέτρων. Με τον τρόπο του, ο Πούτιν το καταλαβαίνει αυτό πολύ καλά: κατηγορεί ανοιχτά τον Λένιν για την ανεξαρτησία της Ουκρανίας, που το θεωρεί ως ένα έγκλημα κατά της Ρωσίας και που η δική του εισβολή επιδιώκει να διορθώσει. Λογικά, επίσης αποκηρύσσει την θέση του Λένιν για το δικαίωμα των εθνών στην αυτοδιάθεση, που τη θεωρεί παράλογη και αστήρικτη. Περιέργως ή όχι, όσοι στη Ρωσία (ή και αλλού) αγωνίζονται ενάντια στον πόλεμο του Πούτιν και για την υπεράσπιση του δικαιώματος της Ουκρανίας στην αυτοδιάθεση ξαναπιάνουν τον προσανατολισμό του Λένιν.
Αλλά ο Λένιν επίσης υποστήριζε πως όλες οι εθνικές κουλτούρες και όλοι οι εθνικισμοί, συμπεριλαμβανόμενου του εθνικισμού των καταπιεσμένων, περιέχουν πλευρές που είναι αντιδημοκρατικές, κατασταλτικές, κάνουν διακρίσεις και είναι σοβινιστικές. Η ίδια δημοκρατική ώθηση που εμπνέει τον αγώνα κατά της εθνικής καταπίεσης μας κάνει να παλεύουμε και κατά των καταπιεστικών πλευρών που ενυπάρχουν σε όλες τις εθνικές κουλτούρες και στα χαρακτηριστικά όλων των εθνικισμών. Στον αγώνα κατά της αποικιοκρατίας των ΗΠΑ στο Πουέρτο Ρίκο (για να μιλήσω για τον αγώνα στον οποίο συμμετέχω από τη δεκαετία του 1970), εμείς πρέπει επίσης να αγωνιστούμε και κατά των συντηρητικών, σεξιστικών, ρατσιστικών πλευρών της πορτορικάνικης κουλτούρας, για παράδειγμα. Το ίδιο ισχύει και για την Ουκρανία και για όλα τα έθνη που υφίστανται ιμπεριαλιστική επίθεση. Τη ίδια ώρα που αγωνίζονται κατά του ρωσικού ιμπεριαλισμού, χρειάζεται και ένας αγώνας ενάντια στις αντιδραστικές διαστάσεις του ουκρανικού εθνικισμού. Ένας αγώνας κατά της ρωσικής επίθεσης αγνοώντας αυτό θα ήταν ασυνεπής από μια δημοκρατική προοπτική χειραφέτησης. Ούτε όμως και είναι θεμιτό να χρησιμοποιηθούν οι αντιδραστικές πλευρές του ουκρανικού εθνικισμού για να υποστηριχτεί η ρωσική επίθεση: κάτι τέτοιο θα ήταν επίσης ασυνεπές από μια από μια δημοκρατική και αντιιμπεριαλιστική προοπτική.
Για να μπορέσει να αντισταθεί, η Ουκρανία πρέπει να πάρει όπλα απ’ οπουδήποτε μπορέσει. Χωρίς να της αναγνωριστεί αυτό της το δικαίωμα, η καταγγελία της εισβολής του Πούτιν γίνεται πρακτικά κενή. Στις παρούσες συνθήκες, η Ουκρανία μπορεί να πάρει όπλα μόνο από το ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο του ΝΑΤΟ. Δεν υπάρχει καμία αντίφαση ανάμεσα στην καταγγελία του ιμπεριαλισμού του ΝΑΤΟ και στην υποστήριξη της χρήσης από την Ουκρανία στρατιωτικών της ενισχύσεων για να αντισταθεί στη ρωσική επίθεση. Σε αντίθεση με πολλούς στην Ουκρανία, δεν τρέφουμε καμία αυταπάτη για το ΝΑΤΟ και ούτε θα ζητήσουμε να σταματήσει η ροή στρατιωτικού υλικού που απαιτείται για αποτελεσματική αντίσταση. Το ίδιο ισχύει και αλλού. Απέναντι στην επιθετικότητα των ΗΠΑ, αναγνωρίζουμε το δικαίωμα της Κούβας, ή της Βενεζουέλας, για παράδειγμα, να αναζητήσουν υλική και στρατιωτική ενίσχυση από οπουδήποτε μπορούν να την πάρουν, ακόμα και από έναν αντίπαλο ιμπεριαλισμό, όπως η Ρωσία. Εμείς δεν θα καλλιεργούσαμε αυταπάτες για τον Πούτιν, ούτε θα καλούσαμε για να σταματήσει η ροή των στρατιωτικών ενισχύσεων που θα χρειάζονταν για μια αποτελεσματική αντίσταση απέναντι στην επιθετικότητα των ΗΠΑ. Και πάλι: αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να παραμείνουμε συνεπείς αντιιμπεριαλιστές αντί να προσχωρήσουμε σε κάποια μορφή αλλο-ιμπεριαλισμού.
Ο αλλο-ιμπεριαλισμός σημαίνει να διαλέξουμε μεταξύ ιμπεριαλισμών. Για κάποιους, κάθε αντιπαράθεση προς το ΝΑΤΟ συνεπάγεται την υποστήριξη του Πούτιν, για να αντιταχθούμε στον ρωσικό ιμπεριαλισμό, θα μας έβαζαν να συμμαχήσουμε με τον ιμπεριαλισμό του ΝΑΤΟ. Για άλλους πάλι, η αντίθεση προς τον Πούτιν είναι δείγμα συμπαθειών υπέρ του ΝΑΤΟ. Για να πολεμήσουμε τον ιμπεριαλισμό του ΝΑΤΟ, θα μας έβαζαν να αγκαλιάσουμε τον ρωσικό ιμπεριαλισμό. Εμείς απορρίπτουμε και τις δύο αυτές διατυπώσεις, που βασίζονται στην ίδια αλλο-ιμπεριαλιστική λογική. Μπορούμε και πρέπει να είμαστε ενάντια και στους δύο ιμπεριαλισμούς, του ΝΑΤΟ και το ρώσικο, και υπέρ των θυμάτων της επιθετικότητάς τους, είτε πρόκειται για την Κούβα ή τη Βενεζουέλα ή την Ουκρανία.
Με τον ίδιο τρόπο, μια έκκληση για να τεθεί τέλος στη στρατιωτική βοήθεια, έτσι ώστε να σταματήσει ο πόλεμος, παρά τις ανθρωπιστικές προθέσεις πολλών, στην πραγματικότητα ισοδυναμεί με τον αφοπλισμό της Ουκρανίας απέναντι στη ρωσική επίθεση. Και παίζει χωρίς να το θέλει το παιχνίδι του Πούτιν. Σημαίνει ειρήνη με κόστος την ουκρανική συνθηκολόγηση. Εάν οι ΗΠΑ εισέβαλαν στην Κούβα ή στη Βενεζουέλα, θα επιδιώκαμε να αφοπλιστούν αυτές, για να υπάρξει τέλος στον πόλεμο; Ασφαλώς, και θα κάναμε καμπάνια για να τελειώσει η επίθεση των ΗΠΑ, αλλά επίσης θα ελπίζαμε πως η Κούβα ή η Βενεζουέλα θα μπορούσαν να εξοπλιστούν για να αντισταθούν όσο μπορούν καλύτερα, χρησιμοποιώντας οποιαδήποτε πηγή θα είχαν στη διάθεσή τους, όσο και απεχθής και να ήταν αυτή. Η ίδια θέση πρέπει να υιοθετηθεί και σε σχέση με την Ουκρανία και τη ρωσική επίθεση.
Μερικές φορές, η άνοδος της Κίνας και της Ρωσίας ως αντιπάλων του ιμπεριαλισμού των ΗΠΑ παρουσιάζεται ως η ανάδυση ενός πολυπολικού κόσμου, που δεν που δεν θα βρίσκεται πλέον υπό τον έλεγχο του τελευταίου. Αλλά η αντίθεση ανάμεσα σε έναν μονοπολικό και έναν πολυπολικό κόσμο είναι υπερβολικά αφηρημένη. Εμείς πρέπει να ρωτάμε: τί τίδους “πολυπολικότητα” διαμορφώνεται στο σημερινό κόσμο; Θα έπρεπε να θυμόμαστε ότι η παγκόσμια τάξη που οδήγησε στον πρώτο και στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο ήταν ένας πολυπολικός κόσμος. Με άλλα λόγια, ένας κόσμος ενδοϊμπεριαλιστικών συγκρούσεων είναι ένας πολυπολικός κόσμος. Σε έναν τέτοιο κόσμο, ο ρόλος της αριστεράς δεν είναι να επευφημεί ή να πανηγυρίζει τη άνοδο της πολυπολικότητας, δεδομένης της διαμόρφωσης νέων ανταγωνιστικών ιμπεριαλιστικών σχεδίων, αλλά πολύ περισσότερο να τοποθετηθεί με σαφήνεια ενάντια σε όλα αυτά τα σχέδια.
Πρόσφατα συναντήσαμε και το επιχείρημα πως “Ο,τι και να σκεφτείτε για την Ουκρανία, στην Αφρική η Ρωσία πολεμά τον ιμπεριαλισμό”. Η παραδοχή πίσω από αυτό είναι πως οποιαδήποτε σύγκρουση ή ένταση με το δυτικό ιμπεριαλισμό είναι αντιιμπεριαλισμός. Και πάλι, το παράδειγμα του ιαπωνικού ιμπεριαλισμού είναι εύγλωττο. Κατά τη δεκαετία του 1930, αυτός συγκρούστηκε και πολέμησε κατά του δυτικού ιμπεριαλισμού στην Ινδοκίνα, την Ινδονησία, τις Φιλιππίνες, κλπ.; Ναι. Ήταν αυτός αντιιμπεριαλιστικός αγώνας; Όχι: προωθούσε το δικό του ιμπεριαλιστικό σχέδιο. Με άλλα λόγια, οι αντίπαλοι ιμπεριαλισμοί συγκρούονται μεταξύ τους και το γεγονός ότι η Ρωσία συγκρούεται με τον δυτικό ιμπεριαλισμό δεν την κάνει λιγότερο ιμπεριαλιστική.
Οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις κανονικά ωραιοποιούν τα δικά τους σχέδια με αναφορές σε αξιοθαύμαστα ιδανικά. Ο ιμπεριαλισμός των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ επεμβαίνει στο όνομα της ελευθερίας και της δημοκρατίας και, πιο πρόσφατα, της καταπολέμησης της τρομοκρατίας, ακόμα και των δικαιωμάτων των γυναικών. Η αριστερά δικαίως απορρίπτει αυτές τις διακηρύξεις ως απάτες, που πράγματι είναι. Και προσπαθεί να αποκαλύψει τις θλιβερές πραγματικότητες που καλύπτουν. Αλλά αυτό είναι και θα είναι εξίσου αλήθεια και για τα νέα ιμπεριαλιστικά σχέδια. Θα μιλάνε αυτά σε όρους πολυπολικότητας, συνεργασίας, αντι-ηγεμονίας, κλπ. (ο ιαπωνικός ιμπεριαλισμός παρουσίαζε κάποτε την αυτοκρατορία του στον Ειρηνικό ως μια “σφαίρα κοινής ευημερίας”). Θα δικαιολογήσουν την άρνηση των δημοκρατικών δικαιωμάτων ως μια πράξη επικυριαρχίας ή ως μια εναλλακτική στον εκφυλισμό ή στην παρακμή της δυτικής κουλτούρας και θα καταγγείλουν κάθε κριτική ως ξένη παρέμβαση ή ως ευρωκεντρισμό. Η αριστερά θα πρέπει επίσης να δει μέσα από αυτή τη ρητορική και να βοηθήσει και τους άλλους να δουν πέρα από αυτήν. Αλλιώς, απλώς θα εγκαταλείπει τον αντιιμπεριαλισμό παρασυρόμενη από έναν αλλο-ιμπεριαλισμό ενώ θα ασπάζεται τις ιδεολογικές δικαιολογίες του ενός ή του άλλου ιμπεριαλιστικού στρατοπέδου.
Επίσης θα πρέπει να απορρίψουμε και έννοιες όπως οι “ασιατικές” πηγές του ρώσικου ιμπεριαλισμού σε αντιπαραβολή με τις “ευρωπαϊκές” δημοκρατικές αξίες (αυτό έχει μεγάλες παραλλαγές). Αν μη τι άλλο, τίποτα δεν είναι λιγότερο χαρακτηριστικό για την Ευρώπη από τον ιμπεριαλισμό, ο οποίος αποτελεί μέρος της ευρωπαϊκής ανάπτυξης από την ίδια την άνοδο του καπιταλισμού. Ο σύγχρονος ρωσικός ιμπεριαλισμός δεν είναι λιγότερο καπιταλιστικός από τον τσαρικό προκάτοχό του (μαζί και με τις διάφορες μη καπιταλιστικές του προσμείξεις) ούτε από τους τωρινούς του αντιπάλους: οι ρίζες του είναι καπιταλιστικές, δεν είναι “ασιατικές”.
Είναι γεγονός ότι οι ενδοϊμπεριαλιστικές συγκρούσεις δημιουργούν χώρο ελιγμών για ορισμένες μη ιμπεριαλιστικές χώρες του Παγκόσμιου Νότου, που ζητούν κάποιες παραχωρήσεις από τις μεγάλες δυνάμεις. Είναι θεμιτό να προσπαθήσει κανείς να φέρει σε αντιπαράθεση τις δυνάμεις αυτές, για να πετύχει μεγαλύτερη βοήθεια, καλύτερες εμπορικές συμφωνίες, διαγραφές χρεών, κλπ. Αλλά συχνά οι κυβερνήσεις μπορεί να το ξεπερνούν αυτό και να υιοθετούν την προοπτική, τον προσανατολισμό ή και την πολιτική του στενότερου ιμπεριαλιστή συμμάχου τους, είτε πρόκειται για τον ιμπεριαλισμό των ΗΠΑ είτε για τον ρωσικό ιμπεριαλισμό. Οι αντιιμπεριαλιστές δεν πρέπει να τις ακολουθήσουν στην κατηφόρα αυτή, εάν θέλουν να αποφύγουν τη διολίσθηση σε έναν απλό αλλο-ιμπεριαλισμό.
Στις σημερινές συνθήκες είναι εύκολο να γλιστρήσει κανείς σε μια μονόπλευρη προοπτική. Απέναντι στην επιθετικότητα, τους εξοπλισμούς και την προπαγάνδα των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ (π.χ. στη Λατινική Αμερική), είναι εύκολο να χάσει κανείς την αναγκαία οπτική της αντιπαράθεσης προς το ρωσικό και τον κινεζικό ιμπεριαλισμό ή και την ανάγκη να στηρίξει την ουκρανική αντίσταση. Αντιμέτωπίζοντας τη ρωσική επίθεση, είναι εύκολο να χάσει κανείς την οπτική της ανάγκης να αντιταχθεί στον ιμπεριαλισμό του ΝΑΤΟ. Μια διεθνιστική αριστερά πρέπει να προσφέρει μια προοπτική που να ενσωματώνει τον αγώνα ενάντια σε όλα τα ιμπεριαλιστικά στρατόπεδα, την ίδια ώρα που θα υπερασπίζεται το δικαίωμα των λαών στην αυτοδιάθεση και τους αγώνες των εκμεταλλευομένων και των καταπιεσμένων σε όλες τις χώρες και τα έθνη, περιλαμβανομένων όσων υφίστανται ιμπεριαλιστική επίθεση. Αυτή την προοπτική προσπαθήσαμε να παρουσιάσουμε στο παρόν κείμενο, μια προοπτική που μπορεί να ενώσει τους προοδευτικούς που αγωνίζονται σε διαφορετικά μέτωπα: αυτούς που διεξάγουν αγώνες της εργατικής τάξης στη Δυτική Ευρώπη, αυτούς που αντιμετωπίζουν άμεσα τον ιμπεριαλισμό των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ στον Παγκόσμιο Νότο, αυτών που αγωνίζονται ενάντια στον καπιταλιστικό αυταρχισμό του Πούτιν στη Ρωσία και αυτών που αντιστέκονται στη ρωσική επίθεση στην Ουκρανία, την ίδια ώρα που επίσης αγωνίζονται για έναν δημοκρατικό μετασχηματισμό της χώρας τους (ενάντια στις αντιδραστικές δυνάμεις σε αυτήν). Αυτό δεν αποτελεί πρόγραμμα, αλλά είναι απλώς ένα γενικό πλαίσιο. Πρέπει να αναπτυχθεί από τους ίδιους τους συμμετέχοντες σε όλους αυτούς τους αγώνες. Αλλά μπορεί να αποτελέσει μια κοινή αφετηρία.
Ο Rafael Bernabe είναι ακτιβιστής, κοινωνιολόγος και ιστορικός, καθώς και γερουσιαστής του αριστερού Movimiento Victoria Ciudadana (MVC) στο Πουέρτο Ρίκο και μέλος της 4ης Διεθνούς. Είναι συγγραφέας πολλών βιβλίων, εκ των οποίων και, μαζί με τον César Ayala, του “Puerto Rico in the American Century: A History Since 1898”, Chapel Hill: University of North Carolina Press, 2006. Το παρόν άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στο New Politics, στις 20/9/2023. Πολλά κείμενά του έχουν δημοσιευτεί στο αμερικανικό Against The Current.