Το σταυροδρόμι της Ευρωπαϊκής Επανάστασης. Οι Ουκρανοί Σοσιαλδημοκράτες και οι Κομμουνιστές (Ανεξάρτητοι), η Ουκρανική Επανάσταση και η Σοβιετική Ουγγαρία 1917-1920

Κατά την εξέταση της τύχης του επαναστατικού κύματος στην Ευρώπη κατά την περίοδο 1916-1921, η παραδοσιακή άποψη ήταν ότι η αποτυχία του ευρωπαϊκού κομμουνισμού να μεταφέρει την επανάσταση πέρα από το σημείο προέλευσής της έκρινε αρνητικά τη μοίρα της νεαρής Σοβιετικής Ένωσης. Αυτό το άρθρο προσπαθεί να καταδείξει ότι το 1917-1919 το ουκρανικό ζήτημα ήταν κομβικό για την επιτυχία της επανάστασης στην Ευρώπη. Εξετάζει το ρόλο των Ουκρανών Σοσιαλδημοκρατών και Ανεξάρτητων Κομμουνιστών, των Ουκαπίστι. Αυτοί οι Ουκρανοί μαρξιστές αμφισβήτησαν τόσο το Ρωσικό Κομμουνιστικό Κόμμα όσο και τους Ουκρανούς εθνικιστές στην επιδίωξή τους για μια ανεξάρτητη Σοβιετική Ουκρανία. Η εκστρατεία τους είχε διεθνή σημασία και κέρδισε την υποστήριξη της Σοβιετικής Ουγγαρίας, ενώ η συμμαχία τους έθεσε υπό αμφισβήτηση το ρόλο του Ρωσικού Κομμουνιστικού Κόμματος όσον αφορά την αποδυνάμωση του κομμουνιστικού εγχειρήματος στην Ευρώπη. Η εκτίμηση των αιτιών αυτών των ελάχιστα γνωστών γεγονότων είναι απαραίτητη για την κατανόηση της μετέπειτα τύχης των επαναστάσεων.

Εισαγωγή: Το περίγραμμα του ουκρανικού μαρξισμού

Ο Βολοντίμιρ Βιννιτσένκο, ένας από τους πιο γνωστούς Ουκρανούς ηγέτες του 20ού αιώνα, επινόησε τη φράση βσεπίτσνε βιζβολέννια – «καθολική απελευθέρωση».1 Με αυτό εννοούσε την «καθολική (κοινωνική, εθνική, πολιτική, ηθική, πολιτιστική κ.λπ.) απελευθέρωση» των εργατικών και αγροτικών μαζών. Αυτή η επιδίωξη για «μια τέτοια συνολική και ριζική απελευθέρωση» αντιπροσώπευε την «Ουκρανική Επανάσταση» με την ευρεία ιστορική έννοια. Ωστόσο, η έκφραση «Ουκρανική Επανάσταση» μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί με τη στενότερη έννοια, των μεγάλων αναταραχών που αποσκοπούσαν σε αυτό το στόχο, οι πιο αξιοσημείωτες από τις οποίες σημάδεψαν τα έτη 1917-1921. Σύμφωνα με τον Βιννιτσένκο, το «καθολικό ρεύμα» που προσπάθησε να πραγματοποιήσει αυτή την ιστορική τάση της επανάστασης περιελάμβανε το πιο ριζοσπαστικό από τα σοσιαλιστικά κόμματα, το Ουκρανικό Κόμμα Σοσιαλιστών Επαναστατών –Μποροτμπιστών– και τα αντιπολιτευτικά φεντεραλιστικά ρεύματα μεταξύ των μπολσεβίκων στην Ουκρανία, το Ουκρανικό Σοσιαλδημοκρατικό Εργατικό Κόμμα (Ανεξάρτητοι) ή Νεζαλέζνικι.

Ο όρος Νεζαλέζνικι αναφέρεται στο όνομα με τον οποίο αυτοπροσδιοριζόταν ένα ρεύμα Ουκρανών μαρξιστών που οργανώθηκε αρχικά ως η φράξια Νεζαλέζνικι του Ουκρανικού Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος (ΟυΣΔΕΚ), και στη συνέχεια, από τον Μάρτιο του 1919 ως ξεχωριστό κόμμα, το ΟυΣΔΕΚ (Νεζαλέζνικι) επανιδρύθηκε ως Ουκρανικό Κομμουνιστικό Κόμμα (ΟυΚΚ) τον Δεκέμβριο του 1919. Ο σχηματισμός των Νεζαλέζνικι θεωρείται παραδοσιακά ότι προήλθε από τις αντιμαχόμενες προοπτικές εντός του ΟυΣΔΕΚ το 1918-1919, στο πλαίσιο του επαναστατικού κύματος που συνόδευε τη μεταπολεμική κρίση. Ωστόσο, οι Νεζαλέζνικι δεν έβλεπαν τους εαυτούς τους τόσο περιοριστικά. Γράφοντας στην Κομμουνιστική Διεθνή το 1924, οι ηγέτες του ΟυΚΚ Αντρίι (Πισότσκι) Ριτσίτσκι και Αντίν Ντραγομυρέτσκι εξήγησαν:

«Το ΟυΚΚ έχει μια 24χρονη ιστορία ύπαρξης – ξεκινώντας από το Επαναστατικό Ουκρανικό Κόμμα (1900-1905) μέσω του ΟυΣΔΕΚ (1905-1919) και τελικά του ΟυΚΚ, το οποίο είναι ο επαναστατικός διάδοχός του, αν και υπάρχουν μερικά παλιά μέλη του ΟυΣΔΕΚ που παρέμειναν στο τέλμα της Δεύτερης Διεθνούς και κάποια έπαψαν την πολιτική τους υπόσταση.»2

Σε αντίθεση με μια φιλοσοβιετική απόσχιση, οι Νεζαλέζνικι αντιπροσώπευαν μια επαναδιατύπωση της ουκρανικής μαρξιστικής παράδοσης. Αυτό δεν είναι τόσο εύκολο να προσδιοριστεί άλλωστε μπορούμε να βρούμε από παλιά Ρώσους, Πολωνούς και Εβραίους εκπροσώπους της μαρξιστικής παράδοσης οργανωμένους στο έδαφος της Ουκρανίας, τόσο εντός της Ρωσικής Αυτοκρατορίας όσο και εντός της υπό αυστριακή κυριαρχία Γαλικίας και της Μπουκοβίνα. Σύμφωνα με τον John-Paul Himka:

«Η ουκρανική μαρξιστική παράδοση ήταν ένας ιδιαίτερος κλάδος μιας ευρύτερης παράδοσης, την οποία ο Πέρι Άντερσον αποκαλεί “κλασσικό μαρξισμό” (σε διάκριση από τον δυτικό μαρξισμό). Σύμφωνα με τον Άντερσον τρία τουλάχιστον γνωρίσματα χαρακτηρίζουν τον κλασικό μαρξισμό. Πρώτον, άκμασε σε μια συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή: Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη. Οι γλώσσες των σημαντικών κειμένων του ήταν τα γερμανικά, τα ρωσικά και σε μικρότερο βαθμό τα πολωνικά. Δεύτερον, άκμασε σε μια συγκεκριμένη περίοδο: από τα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα έως τη δεκαετία του 1930. Οι εκπρόσωποί του δολοφονήθηκαν ως επί το πλείστον ή φιμώθηκαν από τον Στάλιν ή τον Χίτλερ. Τρίτον, οι κύριες θεματικές του ανησυχίες ήταν ιστορικές, πολιτικές και οικονομικές, σε αντίθεση με τη φιλοσοφική τάση του δυτικού μαρξισμού.»3

Ο ουκρανικός μαρξισμός μπορεί να θεωρηθεί ως μια ιδιαίτερη τάση του λαϊκού κινήματος που υπήρξε την περίοδο από τη Διεθνή Ένωση Εργαζομένων μέχρι την ουκρανική επανάσταση του 1917-1921. Αυτό το ρεύμα οργανώθηκε συνειδητά ως καθαρά ουκρανικές σοσιαλδημοκρατικές/κομμουνιστικές οργανώσεις· μόνο μετά τον αντίκτυπο της ουκρανικής επανάστασης συναντάμε ένα ευρύτερο στρώμα επαναστατών, κυρίως τους μπολσεβίκους που αυτοπροσδιορίζονται ως Ουκρανοί· το κέντρο της ουκρανικής μαρξιστικής παράδοσης παρέμεινε εντός του αρχικού πυρήνα.4 Ο Ρομάν Ροσντόλσκι, ίσως ο πιο γνωστός Ουκρανός μαρξιστής, θεωρούσε ότι:

«Ολόκληρος ο ουκρανικός μαρξισμός (αν και η έννοια αυτή είναι μάλλον ευρεία) με τον ένα ή τον άλλο τρόπο προέκυψε από τον Ντραγομανοβισμό*, δηλαδή από τον λαϊκισμό. (Αυτός ήταν το συγκεκριμένο μας Ουκρανικό “τοπικό χρώμα”). Επομένως, για όλους αυτούς το πέρασμα στον μαρξισμό ήταν συνδεδεμένο με μια μάχη (συχνά μια πολύ επώδυνη και παρατεταμένη μάχη) ενάντια στις Ντραγομανοβιστικές παραδόσεις.»5

Μπορούμε να προσθέσουμε στις παρατηρήσεις του Ροσντόλσκι ότι προέκυψε ιδιαίτερα από την εμπλοκή και την απόκλιση από τον ρωσικό λαϊκισμό, αν και πολλά από τα χαρακτηριστικά του, σε αντίθεση με το να είναι υπολειμματικός λαϊκισμός, ήταν στην πραγματικότητα πιο συνεπή με τις αρχικές αντιλήψεις του Μαρξ από ό,τι πολλές από τις πτυχές του μετα-μαρξιστικού μαρξισμού.6 Βασικά χαρακτηριστικά των ιδεών που διείσδυσαν στην ουκρανική μαρξιστική παράδοση ήταν:

  • Χειραφετητικά ιδεώδη μιας καθολικής απελευθέρωσης – η κοινωνική, εθνική, πολιτική, ηθική και πολιτιστική απελευθέρωση των εργατικών και αγροτικών μαζών.
  • Αρχές αυτοχειραφέτησης που εκφράζονται με την έννοια της «εθνικής αρχής» της αυτοοργάνωσης των Ουκρανών εργατών και μιας ανεξάρτητης προοπτικής της εργατικής τάξης για την κοινωνική αλλαγή, διακριτής και ξεχωριστής από άλλα κόμματα και εξωτερικές δυνάμεις.
  • Αντιλήψεις για την αυτοδιαχείριση της δημόσιας, κοινωνικής, συνεταιριστικής οικονομίας από τους εργάτες και τους αγρότες στο πλαίσιο μιας αυτοδιοικούμενης Ουκρανίας.7
  • Η άποψη ότι η αγροτική υπεροχή δεν μείωνε ούτε το επαναστατικό δυναμισμό της αγροτιάς ούτε τη συμβολή της στο σοσιαλιστικό σχέδιο μαζί με την αναπτυσσόμενη εργατική τάξη.
  • Η υπεράσπιση των διεθνιστικών αρχών, με διασυνδέσεις με τον διεθνή σοσιαλισμό μέσω των διαφόρων οργανωτικών πρωτοβουλιών του, η αντίθεση στον ιμπεριαλισμό και η τοποθέτηση της ουκρανικής επανάστασης σε ένα διεθνές πλαίσιο.8

Οι ιδέες αυτές δεν τηρήθηκαν απαραίτητα με συνέπεια· υπήρξαν ρήξεις και διάφορες προσπάθειες για την επαναδιατύπωση αυτών των αρχών. Θέσεις όπως για το εθνικό ζήτημα, τις υποκειμενικές δυνάμεις της επανάστασης και τη φύση της μετεπαναστατικής τάξης αποτέλεσαν πηγή αντιπαράθεσης και σηματοδότησαν επίσης ένα σημείο οριοθέτησης με τον ρωσικό μαρξισμό.9 Το Ρωσικό Σοσιαλ-δημοκρατικό Εργατικό Κόμμα (ΡΣΔΕΚ) απαίτησε την υποταγή όλων των μαρξιστών σε ένα μόνο κόμμα – το δικό του. Ως επακόλουθο, οι ηγέτες του υποστήριζαν την αφομοίωση των εργατών στο ρωσικό έθνος ως ιστορικά προοδευτική και αρνούνταν να αμφισβητήσουν την ακεραιότητα της Ρωσικής Αυτοκρατορίας.10 Αντίθετα, οι Ουκρανοί μαρξιστές αντιμετώπισαν το εθνικό ζήτημα ως καθήκον του άμεσου, μίνιμουμ προγράμματος της σοσιαλδημοκρατίας, θεωρώντας ότι η κοινωνική επανάσταση και η έλευση της κομμουνιστικής κοινωνίας θα εξασφάλιζαν την ελεύθερη ανάπτυξη των εθνών και του εθνικού πολιτισμού, προωθώντας μια νέα άνοιξη των εθνών. Από αυτή την άποψη επηρεάστηκαν έντονα από τους Αυστριακούς μαρξιστές σχετικά με το εθνικό ζήτημα και την κομματική οργάνωση.11 Το αδελφό κόμμα του ΟυΣΔΕΚ στη Γαλικία, το Ουκρανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (ΟυΣΔΚ), αποτέλεσε συνιστώσα του ομοσπονδιακού Σοσιαλδημοκρατικού-Εργατικού Κόμματος της Αυστρίας.12

Το ζήτημα της σχέσης μεταξύ της κοινωνικής και της εθνικής σφαίρας αποδείχθηκε επανειλημμένη πηγή έντασης.13 Αντίθετα, η αναζήτηση της καθολικότητας ενίσχυσε τα χειραφετητικά χαρακτηριστικά του ουκρανικού μαρξισμού. Εμπλουτίστηκε από το άνοιγμα σε άλλα ρεύματα, τα οποία παρέκκλιναν σημαντικά, ενίοτε χωρίς να το αναγνωρίζουν, από τους περιορισμούς της καθιερωμένης ορθοδοξίας της Δεύτερης Διεθνούς. Ενώ απορρίφθηκε ο λαϊκισμός που γύριζε το ρολόι πίσω, απορρίφθηκε και ο οικονομικός ντετερμινισμός, προειδοποιώντας κατά της θεώρησης των πραγμάτων «μέσα από το πρίσμα του διαστρεβλωμένου ρωσικού μαρξισμού».14 Το ΟυΣΔΕΚ επέκρινε τους Ρώσους μαρξιστές επειδή «περιορίστηκαν σε μια ιδεολογική σύνδεση αποκλειστικά με το εργατικό κίνημα της Γερμανίας».15 Ο Λεβ Γιούρκεβιτς περιέγραψε συνοπτικά το ΟυΣΔΕΚ με τους ακόλουθους όρους:

«Ένα δεύτερο καταστατικό συνέδριο του Επαναστατικού Ουκρανικού Κόμματος πραγματοποιήθηκε το 1905 και υιοθέτησε το μάξιμουμ πρόγραμμα της Ερφούρτης των Γερμανών σοσιαλδημοκρατών και το μίνιμουμ πρόγραμμα της ρωσικής σοσιαλδημοκρατίας. Απαιτούσε ακραία δημοκρατική αυτονομία για το έδαφος εντός των εθνογραφικών ορίων της Ουκρανίας, με νομικές εγγυήσεις για την ελεύθερη ανάπτυξη των εθνικών μειονοτήτων που ζούσαν στην επικράτειά της. Η αρχή της εθνικής οργάνωσης βασίστηκε στο οργανωτικό μοντέλο της αυστριακής Σοσιαλδημοκρατίας. Όσον αφορά την τακτική, το Επαναστατικό Ουκρανικό Κόμμα πήρε την ίδια θέση με την αριστερή πτέρυγα της Ρωσικής Σοσιαλδημοκρατίας (Μπολσεβίκοι), και αντί να αυτοαποκαλείται Επαναστατικό Ουκρανικό Κόμμα, υιοθέτησε την ονομασία Ουκρανικό Σοσιαλδημοκρατικό Εργατικό Κόμμα, ονομασία με την οποία υπάρχει μέχρι σήμερα και στο οποίο ανήκουν οι συντάκτες της παρούσας επιστολής.»16

Είχε, σύμφωνα με τον Γιούρκεβιτς, «συνδέσει το ζήτημα της εθνικής απελευθέρωσης με όλα τα προβλήματα της χειραφέτησης του προλεταριάτου», το οποίο, όπως κατέληγε, «εμφανίζεται ως η μόνη επαναστατική και δημοκρατική δύναμη».17 Ωστόσο, μέχρι το 1917 αυτές οι ιδέες δεν αποτελούσαν παρά ένα μέρος του φάσματος των απόψεων στο ΟυΣΔΕΚ. Αυτό είχε προφανείς συνέπειες και αποδείχθηκε πρόβλημα για την ιστοριογραφία. Μια εξήγηση για το πώς συνέβη αυτό μπορεί να βρεθεί στην περίοδο της αντίδρασης μετά το 1905, όταν ολόκληρο το σοσιαλδημοκρατικό κίνημα οδηγήθηκε σε παρακμή. Στις εκθέσεις της προς τη Δεύτερη Διεθνή, η Κεντρική Επιτροπή του ΟυΣΔΕΚ περιέγραφε μια «οπισθοδρόμηση του κόμματος και των οργανώσεών του» και ότι η αυξανόμενη επιρροή των «αστικών εθνικιστικών ιδεών» προκαλούσε αιμορραγία, κυρίως της διανόησης προς τα πολιτιστικά ιδρύματα και τον αποπολιτικοποιημένο εθνικισμό.18 Η ηγεσία επέκρινε αυτή την τάση ως κάτι που βρισκόταν σε «έντονη αντίθεση με την επαναστατική παράδοση του κόμματός μας».19 Ενώ σε τυπικό επίπεδο είχαν επιτυχία, αυτό δεν απέτρεψε τη διάβρωση που εμπόδιζε τις προσπάθειες αναγέννησης του κόμματος στη βάση των παραδόσεών του.20

Με τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο οι διαφορές αυτές οξύνθηκαν. Η πλειοψηφία των ηγετών του ΟυΣΔΕΚ αντιτάχθηκε στον πόλεμο, ενώ μια μειοψηφία υιοθέτησε φιλορωσικό ή φιλοαυστριακό προσανατολισμό, όπως το ΟυΣΔΚ στη Γαλικία.21 Οι προσπάθειες να υποστηριχθούν αρχές που «ανταποκρίνονται πραγματικά στις παραδόσεις του ΟυΣΔΕΚ» προωθήθηκαν από μια οργάνωση του εξωτερικού του ΟυΣΔΕΚ, με επικεφαλής τον Γιούρκεβιτς, που υποστήριξε το αντιπολεμικό κίνημα του Τσίμεβαλντ.22 Υπό τη διεύθυνσή του ξεκίνησε η έκδοση του Μπορότμπα στη Γενεύη, δηλώνοντας: «Πάνω απ’ όλα, δεν πρέπει να πάρουμε θέση, δεν πρέπει να σπιλώσουμε την επαναστατική μας υπόθεση δείχνοντας αλληλεγγύη με τους πολεμικούς στόχους οποιασδήποτε από τις εμπλεκόμενες κυβερνήσεις».23 Καλούσε σε μια νέα Διεθνή όπου «η απελευθέρωση της Ουκρανίας θα είναι το σύνθημα της Τρίτης Διεθνούς και των προλετάριων σοσιαλιστών της Ευρώπης, στον αγώνα τους ενάντια στον ρωσικό ιμπεριαλισμό».24 Αυτές οι απόψεις επρόκειτο να έχουν απήχηση στην αναζωογόνηση του ΟυΣΔΕΚ, αν και ο Γιούρκεβιτς δεν συμμετείχε· ήταν ανίατα άρρωστος και φτάνοντας στη Μόσχα παρέμεινε εκεί παράλυτος μέχρι το θάνατό του το 1919.25 Η απουσία του συνέβαλε σίγουρα στην αλλαγή φυσιογνωμίας του ΟυΣΔΕΚ, το οποίο αναζωογονήθηκε γρήγορα. Ο Ντμίτρο Ντοροσένκο χαρακτήρισε τη σύγκρουση που είχε αναδυθεί στο ουκρανικό κίνημα ως σύγκρουση μεταξύ «δύο αρχών: της κρατικής-εθνικής και της κοινωνικής-εθνικής».26 Για τους επαναστάτες σοσιαλδημοκράτες ήταν ψευδείς αντιθέσεις, καθώς η πρώτη τεμάχιζε μια ολοκληρωμένη ταξική προοπτική καθολικής απελευθέρωσης.

Το ΟυΣΔΕΚ που ξαναζωντάνεψε τον Φεβρουάριο του 1917 αγκάλιαζε τώρα όχι μόνο πρώην μέλη, ενεργοποιημένη νεολαία και εργάτες, αλλά και, κυρίως, εκείνους που είχαν διασπαστεί κατά την οπισθοδρόμηση των προηγούμενων ετών, χωρίς να έχουν αλλάξει τις απόψεις τους.27 Σε αυτό το αλλαγμένο περιβάλλον, αυτό που είχε υπάρξει σαν κύριο ρεύμα έγινε ένα στρώμα που μετατοπίστηκε, στην αριστερή πτέρυγα του κόμματος κατά τη διαδικασία της επανάστασης και αποκρυσταλλώθηκε μέσα στους Νεζαλέζνικι.

Οι κοινωνικές δυνάμεις και τα αίτια της ουκρανικής επανάστασης

Την παραμονή της επανάστασης η Ουκρανία ήταν διχοτομημένη μεταξύ της Αυστροουγγρικής και της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, καθώς το μεγαλύτερο μέρος της επικράτειάς της βρισκόταν υπό την αποικιακή κατοχή της τσαρικής Ρωσίας για πάνω από δυόμισι αιώνες. Ενώ το κίνημα των Ουκρανών της Γαλικίας αναπτυσσόταν με γοργούς ρυθμούς, δεν συνέβαινε το ίδιο στην άλλη πλευρά των συνόρων, όπου το ουκρανικό κίνημα αναπτύχθηκε σταδιακά σε έναν παρατεταμένο αγώνα με την τσαρική απολυταρχία. Επιβάλλοντας θεσμικό εκρωσισμό, η Μόσχα απάντησε με μια εχθρότητα ποιοτικά διαφορετική από εκείνη προς τις άλλες εθνότητες: Η Ουκρανία δεν υπήρξε. Υπήρξε μόνο Μαλαρόσια, «μικρή Ρωσία». Αυτό μπορεί να εξηγηθεί από τον ρόλο που διαδραμάτισε η Ουκρανία στην ίδρυση της αυτοκρατορίας. Η απορρόφησή της από το μοσχοβίτικο κράτος, το οποίο σφετερίστηκε το όνομα του μεσαιωνικού κράτους του Κιέβου «Ρους», έφερε μαζί του την απόκτηση των μεγάλων φυσικών πόρων της Ουκρανίας. Αυτό ήταν το βήμα που τη μετέτρεψε σε Ρωσική Αυτοκρατορία, ένας παράγοντας που δεν έχει μικρή σημασία στο μυαλό των Ρώσων εθνικιστών μέχρι σήμερα.

Η κοινωνική και οικονομική γεωγραφία της Ουκρανίας εξελίχθηκε σε αυτό που ο σοβιετικός οικονομολόγος Μιχαήλ Βολομπούγιεφ χαρακτήρισε ως αποικία «ευρωπαϊκού τύπου».28 Το ιδιότυπο μείγμα καθυστέρησης και νεωτερικότητας προέκυψε κατά τη διάρκεια της συνδυασμένης προσπάθειας του ρωσικού κράτους και του ευρωπαϊκού κεφαλαίου για την ανάπτυξη του καπιταλισμού. Ενώ το ευρωπαϊκό κεφάλαιο φάνηκε να υποβιβάζει το ρωσικό κεφάλαιο σε δεύτερη μοίρα, αυτό δεν μείωσε αλλά έκανε πιο περίπλοκη τη θέση της Ουκρανίας.29 Ο Βολομπούγιεφ παρατήρησε μια διπλή διαδικασία στην οικονομία της Ρωσικής Αυτοκρατορίας:

«Ως εκ τούτου, το ερώτημα αν υπήρχε μια ενιαία ρωσική προεπαναστατική οικονομία θα πρέπει να απαντηθεί ως εξής: ήταν μια ενιαία οικονομία σε ανταγωνιστική, ιμπεριαλιστική βάση, αλλά από την άποψη των φυγόκεντρων δυνάμεων των αποικιών που καταπιέζονταν από αυτήν, ήταν ένα σύμπλεγμα εθνικών οικονομιών... Η ουκρανική οικονομία δεν ήταν μια συνηθισμένη επαρχία της τσαρικής Ρωσίας, αλλά μια χώρα που είχε τεθεί σε αποικιακή κατάσταση.»30

Η διαδικασία αστικοποίησης αντανακλούσε αυτή τη θέση –οι Ουκρανοί αποτελούσαν περίπου το ένα τρίτο του αστικού πληθυσμού– εννέα στους δέκα ζούσαν στις αγροτικές περιοχές, κατατασσόμενοι κυρίως στους αγρότες, που ήταν συνώνυμο των Ουκρανών.31 Η Ουκρανία ήταν ένα από τα πιο έντονα βιομηχανοποιημένα μέρη της αυτοκρατορίας με ισχυρή διείσδυση του καπιταλισμού στη γεωργία. Αυτό δεν είχε βελτιώσει το αγροτικό ζήτημα, το οποίο μέχρι το 1917 είχε γίνει όλο και πιο οξύ. Στο «καλάθι του ψωμιού της Ευρώπης» η πλειοψηφία ζούσε στα όρια διαβίωσης, γεγονός που επιδεινωνόταν από την αύξηση του πληθυσμού που ξεπερνούσε την ικανότητα των αγροτών να αγοράζουν γη.32 Το αγροτικό και το εθνικό ζήτημα αναμείχθηκαν σε ένα εκρηκτικό μείγμα, σε μια κατάσταση όπου, παράλληλα με το ρωσικό κράτος και την εκκλησία, το ένα τρίτο της καλλιεργήσιμης γης το κατείχε μια τάξη από την οποία οι τρεις στους τέσσερις ήταν Ρώσοι ή Πολωνοί.

Η ανάπτυξη του καπιταλισμού μέσα σε αυτό το αποικιακό πλαίσιο επηρέασε το κράτος, το κεφάλαιο, τις εργασιακές σχέσεις και τη σύνθεση των κοινωνικών τάξεων. Η καπιταλιστική τάξη ήταν σε συντριπτική πλειοψηφία μη ουκρανική, γεγονός που ώθησε τους Ουκρανούς σοσιαλιστές να ορίσουν το έθνος ως μπερμπουρζαουνίστ: χωρίς αστική τάξη. Το προλεταριάτο έφερε το στίγμα της αποικιοκρατίας, αναδυόμενο στην ιστορική συγκυρία που ο καπιταλισμός περνούσε στη φάση του ιμπεριαλισμού. Αυτό επέφερε μια μεταμόρφωση όχι μόνο στο κεφάλαιο αλλά και στο εσωτερικό της εργατικής τάξης, όπου παρατηρήθηκε η ανάπτυξη ενός προνομιούχου στρώματος, μιας «εργατικής αριστοκρατίας». Αν και σπάνια αναγνωρίζεται, ο ρωσικός ιμπεριαλισμός δεν αποτέλεσε εξαίρεση.

Σύμφωνα με την απογραφή του 1897, από τα 23,4 εκατομμύρια κατοίκους της Ουκρανίας υπό ρωσική κυριαρχία, 17 εκατομμύρια ήταν Ουκρανοί, 2,8 εκατομμύρια Ρώσοι και 1,9 εκατομμύρια Εβραίοι.33 Το ουκρανικό στοιχείο του προλεταριάτου αυξανόταν αργά αρχικά αποτελούνταν κυρίως από Ρώσους μετανάστες εργάτες, οι οποίοι αποτελούσαν την πηγή για ένα ανώτερο στρώμα σε υψηλότερα αμειβόμενες, ειδικευμένες θέσεις.34 Οι Ουκρανοί νεοεισερχόμενοι βρήκαν τα ρωσικά όχι μόνο ως τη γλώσσα του κράτους και της διοίκησης, αλλά και του εργασιακού καθεστώτος, του άμεσου ταξικού τους αντιπάλου. Μέχρι το 1917 μεταξύ των 3,6 εκατομμυρίων προλετάριων σχεδόν το 50% βρισκόταν στον θύλακα των μεταλλείων και του χάλυβα στο Ντονμπάς. Συμπεριλαμβανομένων των εξαρτημένων μελών τους, η εργατική τάξη ανερχόταν σε περίπου 6,5 εκατομμύρια – το 21% του πληθυσμού. Στην συνολική σύνθεση το ποσοστό των Ουκρανών ανερχόταν στο 73% των μισθωτών εργατών και, μόνο στο 50% στη βιομηχανία το εμπόριο και τις μεταφορές, στο 90% των μεροκαματιάρηδων, και στο 88% του γεωργικού προλεταριάτου.35

Οι εξελίξεις αυτές έθεσαν το εθνικό ζήτημα στο πεδίο της παραγωγής μέσω ενός καταμερισμού της εργασίας, ο οποίος υποβίβασε τους Ουκρανούς στα χαμηλά αμειβόμενα, ευέλικτα στρώματα εργασίας, υποεκπροσωπούμενα στη βαριά βιομηχανία και υπερεκπροσωπούμενα στους τομείς των υπηρεσιών και της γεωργίας. Η θέση της Ουκρανίας ως αποικίας της Ρωσίας και ημι-αποικίας του ευρωπαϊκού κεφαλαίου συνοψίστηκε από τον Καρλ Κάουτσκι, ο οποίος παρατήρησε ότι:

«Ο καπιταλισμός αναπτύσσεται μόνο σε μια κατεύθυνση για τον ουκρανικό λαό, τον προλεταριοποιεί, ενώ η άλλη κατεύθυνση, η άνθηση των παραγωγικών δυνάμεων, η συσσώρευση πλεονάσματος και πλούτου, είναι κυρίως προς όφελος άλλων χωρών. Εξαιτίας αυτού, ο καπιταλισμός αποκαλύπτει στους Ουκρανούς μόνο την αρνητική, επαναστατικοποιητική του διάσταση... δεν οδηγεί σε αύξηση του πλούτου τους.»36

Σε αυτό το ιστορικό πλαίσιο μπορούμε να περιγράψουμε τα προβλήματα που αντιμετώπισε η Ουκρανία κατά την επανάσταση. Ποια από τις κοινωνικές τάξεις θα μπορούσε να εξασφαλίσει την ηγεμονία και να υπερβεί αυτές τις κοινωνικές διαιρέσεις, εγκαθιδρύοντας ένα συνεκτικό και βιώσιμο σύστημα; Από την ταξική δομή και σύνθεση προέκυπτε ότι ως «έθνος εργατών και αγροτών» χωρίς «εθνικά συνειδητή αστική τάξη», ο πρωταγωνιστικός ρόλος στον αγώνα για ηγεμονία θα έπρεπε να αντιστοιχεί στο χαρακτήρα του.37 Δηλαδή ένα «μπλοκ» αυτών των «υποτελών» τάξεων που θα συνδύαζε το στόχο της χειραφέτησης της εργασίας με την επιδίωξη της εθνικής απελευθέρωσης. Ο ουκρανικός μαρξισμός από τις απαρχές του πάλεψε με αυτές τις περιπλοκές, προσπαθώντας να αναπτύξει μια συνολική προοπτική, μια προοπτική που έφτανε πέρα από τις ορθοδοξίες της εποχής που προκαθόριζαν μια αστική κυριαρχία. Ταυτόχρονα ο Μικόλα Πορς, ο ιδρυτής θεωρητικός του ΟυΣΔΕΚ υποστήριξε ότι:

«Έτσι, μόνο το προλεταριάτο μπορεί να αναλάβει την ηγεσία στον αγώνα για αυτονομία... το ουκρανικό εθνικό κίνημα δεν θα είναι ένα αστικό κίνημα του θριαμβεύοντος καπιταλισμού, όπως στην περίπτωση των Τσέχων. Θα είναι περισσότερο σαν την περίπτωση της Ιρλανδίας, ένα κίνημα του προλεταριάτου και της ημιπρολεταριοποιημένης αγροτιάς.»38

Η διαλεκτική της ουκρανικής επανάστασης

Με την ανατροπή της απολυταρχίας το 1917, η Ουκρανική Επανάσταση διαφοροποιήθηκε σύντομα από την ευρύτερη Ρωσική Επανάσταση, θέτοντας ως καθήκον της την επίτευξη της εθνικής απελευθέρωσης μέσω της δημιουργίας ενός ουκρανικού κράτους. Η πρώτη φάση διήρκεσε από την επανάσταση του Φεβρουαρίου έως την κατάληψη της εξουσίας τον Οκτώβριο από την Κεντρική Ράντα και την ανακήρυξη της Ουκρανικής Λαϊκής Δημοκρατίας (ΟυΛΔ) το 1917, την έκρηξη της εργατικής-αγροτικής επανάστασης και την εξάρθρωση του επαναστατικού κινήματος, που ηττήθηκε από τις αυστρογερμανικές και συντηρητικές δυνάμεις το 1918.

Αυτή η περίοδος ήταν μια περίοδος πρωτοφανούς αυτοοργάνωσης και κινητοποίησης των ουκρανικών μαζών, το κίνημα περιελάμβανε ένα μπλοκ της μεσαίας τάξης, της αγροτιάς και του ουκρανικού τμήματος της εργατικής τάξης, με επίκεντρο την Κεντρική Ράντα (Συμβούλιο).

Η Κεντρική Ράντα ήταν μια μαζική συνέλευση που αποτελούνταν από συμβούλια αντιπροσώπων των αγροτών, των στρατιωτών και των εργατών που εκλέγονταν στα αντίστοιχα συνέδριά τους αργότερα επέκτεινε την εκλογική της περιφέρεια, προσελκύοντας εθνικές μειονότητες, και συμπεριέλαβε την πρωτοποριακή οργάνωση της εβραϊκής εθνικής αυτονομίας.39

Η ουκρανική λέξη «ράντα» και η ρωσική «σοβιέτ», που σημαίνει συμβούλιο, είναι άμεσες μεταγραφές, ο ηγέτης των Μπολσεβίκων Γιούρι Λαπτσίνσκι υπενθύμιζε ότι φαινόταν πάντα να υπάρχει ένας Ουκρανός που θα ισχυριζόταν ότι υποστήριζε τη σοβιετική εξουσία και επίσης τη Ράντα επειδή ήταν σοβιέτ.40 Ο Βιννιτσένκο πίστευε ότι η επανάσταση φαινόταν να ακολουθεί μια πορεία ταυτόχρονη με την ταξική σύνθεση της Ουκρανίας:

«Έτσι, φαίνεται ότι θα ήταν λογικό να συνεχιστεί η εδραίωση μόνο της κρατικής υπόστασης των εργατών και των αγροτών, η οποία θα ανταποκρινόταν στο χαρακτήρα ολόκληρου του έθνους. Και φαινόταν να είχε σχεδιαστεί έτσι κατά την πρώτη περίοδο, ειδικά κατά τη διάρκεια του αγώνα ενάντια στην Προσωρινή Κυβέρνηση. Και η εξουσία μας φάνηκε να έχει εδραιωθεί με τέτοιο τρόπο. Η Κεντρική Ράντα αποτελούνταν πραγματικά από συμβούλια αντιπροσώπων αγροτών, στρατιωτών και εργατών, οι οποίοι εκλέγονταν στα αντίστοιχα συνέδρια και στέλνονταν στην Κεντρική Ράντα. Και η Γενική Γραμματεία φαινόταν να αποτελείται μόνο από σοσιαλιστές. Και τα ηγετικά κόμματα, οι Σοσιαλδημοκράτες και οι Σοσιαλεπαναστάτες, φαίνοταν να πατάνε σταθερά στη βάση της κοινωνικής επανάστασης.»41

Το ΟυΣΔΕΚ αυξήθηκε σε μέγεθος και επιρροή κατά τη διάρκεια της πάλης με την Προσωρινή Κυβέρνηση: «θεωρήθηκε από τους Ουκρανούς Σοσιαλδημοκράτες ως η “μπολσεβίκικη” περίοδος τους, αν και αυτός ο “μπολσεβικισμός” στηρίχθηκε περισσότερο στην εθνική πάλη παρά στην ταξική πάλη».42 Αυτός ο ηγετικός ρόλος περιείχε ένα δυισμό: από τη μια πλευρά ο «μπολσεβικισμός» που περιέγραφε ο Αντρίι Ριτσίτσκι και από την άλλη αυτό που ο Βιννιτσένκο θεωρούσε ως «μεταγενέστερα λάθη».43 Πίσω από αυτά τα λάθη υπήρχαν διαφορές σχετικά με τις αντιλήψεις για την επανάσταση και την απαιτούμενη στρατηγική. Στα φλέγοντα ζητήματα, τον πόλεμο, την αγροτική επανάσταση44 και την εργατική αυτοδιαχείριση, οι ηγέτες της Κεντρικής Ράντα υπεκφεύγουν και σε καίριες στιγμές υστερούν σε σχέση με το ρυθμό του κινήματος από τα κάτω, ακόμη και στο εθνικό ζήτημα το οποίο τους απασχολούσε.45

Το ζήτημα που θα μπορούσε να προωθήσει ή να διαλύσει την επανάσταση ήταν το αγροτικό ζήτημα.46 Η αγροτική επανάσταση αναπτυσσόταν με γοργούς ρυθμούς, οι αγρότες και οι στρατιώτες που επέστρεφαν προχώρησαν στην απαλλοτρίωση των περιουσιών και την αναδιανομή της γης, ενώ η Κεντρική Ράντα καθυστερούσε να αναλάβει αποφασιστική δράση μέχρι τη σύγκληση της Συντακτικής Συνέλευσης.47 Οι σχέσεις μεταξύ των ηγετικών κύκλων της, που προέρχονταν κυρίως από τη διανόηση και τη μεσαία τάξη, και της βάσης του κινήματος ήταν τεταμένες.48

Η επικρατούσα άποψη ήταν ότι η αναγνώριση της αυτονομίας αποτελούσε προϋπόθεση για την πρόοδο το συνέδριο του ΟυΣΔΕΚ που πραγματοποιήθηκε στις 4-5 Απριλίου 1917, το θεώρησε «ως τον πρώτο και επείγοντα σημερινό στόχο του ουκρανικού προλεταριάτου και ολόκληρης της χώρας».49 Αυτό αντιστοιχούσε στη δυϊστική άποψη ότι ενώ μια κοινωνική επανάσταση μπορούσε να επιτευχθεί στη Δύση, μόνο αφού η Ρωσική Αυτοκρατορία είχε περάσει στη φάση του προηγμένου καπιταλισμού και της δημοκρατίας θα γίνονταν διαθέσιμες οι απαιτούμενες συνθήκες για μια τέτοια πρόοδο. Υπήρχαν διαφορές σχετικά με το ποιοι αποτελούσαν το στρατόπεδο της «επαναστατικής δημοκρατίας», αν θα έπρεπε να είναι μια συμμαχία της εργατικής τάξης με τη φιλελεύθερη αστική τάξη ή ένα ανεξάρτητο μπλοκ των εργατών και της αγροτιάς, αποκλείοντας την αστική τάξη. Όπως και να έχει, λίγοι πίστευαν ότι υπήρχαν οι απαιτούμενες υλικές και κοινωνικές συνθήκες για μια κοινωνική/κομμουνιστική επανάσταση. Το εθνικό ζήτημα έφερε μια πρόσθετη διάσταση, καθώς η εργατική τάξη των πόλεων ήταν σε μεγάλο βαθμό ρωσική οι επικριτές θεωρούσαν ότι η «δικτατορία του προλεταριάτου» θα απέκλειε την ουκρανική αγροτιά, αναιρώντας την εθνική απελευθέρωση. Στην αυτοκριτική του ιστορία, Η Αναγέννηση ενός Έθνους, ο Βιννιτσένκο πίστευε ότι είχαν πάρει τη θεωρία του Μαρξ για την ανάπτυξη του καπιταλισμού σε ένα ιδανικό πλαίσιο υπενθυμίζοντας το συγκριτικά μεγάλο μέγεθος της γαλλικής αγροτιάς την εποχή της Παρισινής Κομμούνας έγραψε:

«Αλλά ο σοσιαλισμός των υπόδουλων δεν είναι ο σοσιαλισμός που εννοούν αυτοί οι “σοσιαλιστές” που έχουν φορέσει μια μάσκα για να κερδίσουν την εμπιστοσύνη των μαζών. Και δεν είναι ο σοσιαλισμός που εννοεί η ουκρανική δημοκρατία, συμπεριλαμβανομένων των «μαρξιστών» Σοσιαλδημοκρατών μας. Εμείς, οι Ουκρανοί Σοσιαλδημοκράτες, έχουμε ευνουχίσει τον μαρξισμό. Έχουμε αποκόψει το ζωντανό, εποικοδομητικό και ενεργό μέρος του, έχοντας γίνει στείροι, αδρανείς και χοντροί αγριόχοιροι.»50

Οι παραδοσιακές απόψεις αμφισβητήθηκαν, αφενός από το λαϊκό κίνημα από τα κάτω και αφετέρου από τον ανταγωνισμό προς το ουκρανικό εθνικο-δημοκρατικό κίνημα από τη φιλελεύθερη και τη συντηρητική πτέρυγα της Ρωσίας. Στην εντεινόμενη κρίση του 1917 όλα έδειχναν προς μια κατεύθυνση – ένα σοσιαλιστικό μετασχηματισμό. Οι ιστορικές ορθοδοξίες έχουν σε μεγάλο βαθμό παραμελήσει αυτή την τάση μέσα στην Ουκρανική Επανάσταση, θεωρώντας τον τόπο προέλευσής της στην μπολσεβίκικη επιρροή στα σοβιέτ ή στην ίδια τη Ρωσία.

Αυτή η άποψη δεν περιέχει παρά μια μερική αλήθεια, γιατί για να κατανοήσουμε πλήρως αυτή τη συγκυρία είναι απαραίτητο να αναγνωρίσουμε ότι αυτή η τάση αναπτύχθηκε οργανικά μέσα από την εξέλιξη της ίδιας της Ουκρανικής Επανάστασης ένα γεγονός που απεικονίζεται από τα αυξημένα επίπεδα ταξικής συνείδησης των εργατών και των αγροτών, που επιβεβαιώνεται στην εξέλιξη που γνώρισαν τα ουκρανικά σοσιαλιστικά κόμματα.

Ακόμα και πριν από τις Θέσεις του Απρίλη του Λένιν, μέσα στο ΟυΣΔΕΚ εκφραζόταν η άποψη ότι η επανάσταση έπρεπε να προχωρήσει, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την εβδομαδιαία εφημερίδα Νάσε Ζιττιά του ΟυΣΔΕΚ που υπενθύμιζε στους αναγνώστες ότι στόχος τους ήταν «όχι μόνο να ανατρέψουν την πολιτική κυριαρχία των εχθρικών προς εμάς τάξεων, αλλά και την κοινωνική κυριαρχία των καπιταλιστών και των γαιοκτημόνων... Δεν πρέπει να μείνουμε στάσιμοι.51 Σε ορισμένα Σοβιέτ, οι βουλευτές του ΟυΣΔΕΚ περιέγραφαν τους εαυτούς τους ως «Μπολσεβίκους μεν, αλλά απλώς Ουκρανούς».52 Η επιρροή της αριστεράς ήταν πιο εμφανής στο Τέταρτο Συνέδριο τον Σεπτέμβριο του 1917, το οποίο διακήρυξε:

«Η σημερινή ρωσική επανάσταση, που φέρνει στο πέρασμά της έναν μετασχηματισμό των κοινωνικοοικονομικών σχέσεων που δεν έχει ξαναγίνει στην ιστορία όλων των προηγούμενων επαναστάσεων, βρίσκει ευρεία απήχηση στις μεγάλες εργατικές μάζες της Δυτικής Ευρώπης, ξυπνάει μέσα τους την παρόρμηση να εγκαταλείψουν το δρόμο του καπιταλισμού, να κάνουν μια κοινωνική επανάσταση και, ταυτόχρονα, να σταματήσουν τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, που μπορεί να προκαλέσει μια εξέγερση του προλεταριάτου στη Δυτική Ευρώπη· αυτή η επανάσταση είναι ο πρόλογος και η αρχή της παγκόσμιας σοσιαλιστικής επανάστασης.»53

Η Κεντρική Ράντα καταγγέλθηκε ότι αποτελούνταν από εκπροσώπους της μικροαστικής τάξης και λόγω της ταξικής της σύνθεσης ήταν ανίκανη να διατηρήσει μια σωστή και αποφασιστική επαναστατική-δημοκρατική τακτική, τείνοντας σε κάθε στροφή προς τον μικροαστικό εθνικισμό.54

Υπό τις συνθήκες που επικρατούσαν, η αριστερή πτέρυγα αντιμετώπιζε δυσκολίες στη μεταφορά των αποφάσεων του συνεδρίου στην πράξη. Η αντίφαση επισημάνθηκε από τον μπολσεβίκο Φιγιάλεκ, ο οποίος αναρωτήθηκε γιατί «η ουκρανική σοσιαλδημοκρατία δεν υπαγόρευσε την πολιτική της στη διανόησή της· αντίθετα, η διανόηση τής υπαγόρευσε τις οδηγίες της».55 Ενώ στη Ρωσία η ριζοσπαστικοποίηση οδήγησε τα διαφορετικά τμήματα του λαϊκού κινήματος σε ενότητα υπό την ηγεσία των Μπολσεβίκων και των Αριστερών Εσέρων στα Σοβιέτ, η οποία ανταποκρινόταν στην αλλαγή της διάθεσης. Στην Ουκρανία η κατάσταση βρισκόταν σε έντονη αντίφαση, το χαρακτηριστικό γνώρισμα της επανάστασης ήταν η απόκλιση μεταξύ των υποκειμενικών δυνάμεων: η διαίρεση μεταξύ του ουκρανικού και του μη ουκρανικού τμήματος της εργατικής τάξης, η αποξένωση της αγροτιάς από τους εργάτες των πόλεων και ο κατακερματισμός των κοινωνικών και εθνικών παραμέτρων.56

Αυτοί οι διαχωρισμοί στα κοινωνικά και εθνικά ζητήματα βρήκαν την επίλυσή τους συμπυκνωμένη στην ιδέα μιας ανεξάρτητης Ουκρανίας βασισμένης στις οργανώσεις της εργατικής και αγροτικής αυτοδιοίκησης. Στις 7 Νοεμβρίου η Κεντρική Ράντα ανακήρυξε την Ουκρανική Λαϊκή Δημοκρατία (ΟυΛΔ) σε ομοσπονδιακή ένωση με τη Ρωσία. Μια ευνοϊκή συγκυρία για την προσέγγιση μεταξύ των διαφορετικών στοιχείων προέκυπτε τώρα από δύο τάσεις που προσέφεραν τη δυνατότητα ριζικής ανασύστασης της ΟυΛΔ. Η πρώτη ήταν η αύξηση της υποστήριξης στο ΟυΣΔΕΚ και το ΟυΣΕΚ για την αναγέννηση της Κεντρικής Ράντα σε μια απόλυτα σοσιαλιστική βάση.57 Η δεύτερη ήταν η αύξηση της υποστήριξης στα συμβούλια των εργατών και στρατιωτών αντιπροσώπων που αναγνώριζαν την ΟυΛΔ και επεδίωκαν την επανεκλογή της για να διευρύνουν την εκλογική της περιφέρεια.58 Αυτό έδειξε μια ριζοσπαστική εξέλιξη στις απόψεις της εργατικής τάξης για το ουκρανικό εθνικό ζήτημα, διχάζοντας τις γνώμες των Μπολσεβίκων και του ΟυΣΔΕΚ.59

Ωστόσο, οι δυνάμεις που θα μπορούσαν να το επιτύχουν αυτό δεν συντονίστηκαν και κινήθηκαν ανομοιόμορφα· η προσέγγιση που ήταν απαραίτητη για την υλοποίησή του καθυστέρησε. Ούτε οι κατακερματισμένοι Μπολσεβίκοι, οι οποίοι δεν είχαν εδαφική οργάνωση στην Ουκρανία, ούτε η ηγεσία τους στη Ρωσία, ήταν ενωμένοι γύρω από μια τέτοια προοπτική από το εσωτερικό της ΟυΛΔ.60 Η προσέγγισή τους χαρακτηριζόταν από έλλειψη ευαισθησίας, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις ουκρανικές ιδιαιτερότητες και επιχειρώντας να επιβάλει το μοντέλο της Ρωσίας.

Την αρχική υπεράσπιση της εξέγερσης του προλεταριάτου της Πετρούπολης από το ΟυΣΔΕΚ ακολούθησε η ψήφιση ενός μενσεβίκικου ψηφίσματος που την καταδίκαζε στο εκτελεστικό όργανο, την Κεντρική Ράντα.61 Στις μεγάλες πόλεις και τα βασικά κέντρα τα τοπικά σοβιέτ είχαν ήδη πάρει την εξουσία. Χαρακτηριστική των συζητήσεων αυτής της περιόδου ήταν εκείνη στο σοβιέτ του Εκατερίνοσλαβ, όπου το ΟυΣΔΕΚ και το Ρωσικό Σοσιαλδημοκρατικό Εργατικό Κόμμα (Μπολσεβίκοι) [ΡΣΔΕΚ(μπ.)], ενώθηκαν υποστηρίζοντας την εξέγερση στην Πετρούπολη, την αναγνώριση της ΟυΛΔ, για σοβιετική εξουσία στην πόλη και για την αναδιοργάνωση της Κεντρικής Ράντα «με βάση τις ίδιες γραμμές στις οποίες βασίζονται τα σοβιέτ».62

Το Παν-Ουκρανικό Συνέδριο Εργατών, Στρατιωτών και Αγροτών Αντιπροσώπων στις 16 Δεκεμβρίου 1917 αποδείχθηκε στρατηγική καταστροφή. Οι ηγέτες της Κεντρικής Ράντα αρνήθηκαν την αναλογική εκπροσώπηση των σοβιέτ των αστικών περιοχών, ενώ η ψήφος των αντιπροσώπων του ΟυΣΔΕΚ που επιδίωκαν συμμαχία με τους Μπολσεβίκους για τη δημιουργία κυβέρνησης εργατών και αγροτών υπονομεύτηκε από την επιτροπή αποφάσεων του κόμματος.63 Το όλο γεγονός πυροδοτήθηκε από το αιφνιδιαστικό τελεσίγραφο του Ρωσικού Συμβουλίου των Λαϊκών Επιτρόπων που απειλούσε με πόλεμο την ΟυΛΔ.64 Μέσα σε μια ατμόσφαιρα αλληλοκατηγοριών το Συνέδριο ενέκρινε την Κεντρική Ράντα, αλλά ήταν μια πύρρειος νίκη και μια ευκαιρία που χάθηκε.65

Ο εσωτερικός κατακερματισμός παρήγαγε δύο αντίπαλα σώματα που διεκδικούσαν την κυβέρνηση της Ουκρανικής Λαϊκής Δημοκρατίας. Τον Ιανουάριο του 1918, στην Τέταρτη Ουνιβερσάλ [Καθολική Διακήρυξη] της, η Κεντρική Ράντα κήρυξε την ανεξαρτησία της ΟυΛΔ.66 Tο ΟυΣΔΕΚ στη συνέχεια αποχώρησε από τη Γενική Γραμματεία παραδίδοντάς την στη δεξιά πτέρυγα του ΟυΣΕΚ.67 Η εξουσία τους αμφισβητήθηκε από τη Λαϊκή Γραμματεία της ΟυΛΔ.68 Αυτή σχηματίστηκε στο Χάρκοβο στο αντίπαλο συνέδριο των Σοβιέτ και ήταν κυρίως, αλλά όχι αποκλειστικά, υπόθεση των Μπολσεβίκων και περιελάμβανε και το φιλοσοβιετικό ΟυΣΔΕΚ (Αριστερά), με αρκετούς αξιωματούχους, συμπεριλαμβανομένου του προέδρου, του Γιούχιμ Μεντβέντιεφ.69

Ο ρόλος της Σοβιετικής Ρωσίας και των Κεντρικών Δυνάμεων στην Ουκρανία επέτεινε την δυσαρέσκεια μέσω της υποκατάστασης των εσωτερικών στοιχείων από εξωτερικές δυνάμεις, η επανάσταση αυτοκαταστράφηκε. Γοητευμένη από την έκκληση των Γερμανών, η Γενική Γραμματεία σύναψε συμφωνία μαζί τους στο Μπρεστ Λιτόφσκ στις 9 Φεβρουαρίου 1918. Στη συνέχεια οι Γερμανοί καθαίρεσαν και τις δύο κυβερνήσεις της ΟυΛΔ· πρώτα, μετά από σκληρό αγώνα, τη Λαϊκή Γραμματεία και στη συνέχεια τη Γενική Γραμματεία, καταδικάζοντας την ως αναξιόπιστη «αριστερή οπορτουνιστική».70

Το γερμανικό Γενικό Επιτελείο την αντικατέστησε με το ακόμη πιο πειθήνιο Χετμανάτο του Πάβλο Σκοροπάντσκι και θεωρούσε τον ίδιο τον αταμάνο «μόνο μια μαριονέτα».71 Ο Βιννιτσένκο σημείωνε ότι το συντηρητικό πραξικόπημα του αταμάνου Πάβλο Σκοροπάντσκι «απλώς συμπλήρωσε και αποκρυστάλλωσε με ακριβή μορφή αυτό που υπήρχε την εποχή της Κεντρικής Ράντα»· κατά την επιστροφή της στο Κίεβο η επαναστατική της ουσία διαλύθηκε.72

Οι αιτίες της αποτυχίας κατά το πρώτο έτος της επανάστασης

Η εμπειρία ενός έτους, του 1917-1918, είναι μια αναγκαία παρέκβαση για να εκτιμήσουμε την έκρηξη της Ουκρανικής Επανάστασης κατά το κομβικό έτος 1919. Το κύριο χαρακτηριστικό της επανάστασης είχε καταστεί σαφές· το ερώτημα που πρέπει να εξεταστεί είναι η ικανότητα των βασικών παραγόντων να υπερβούν τις διαιρέσεις που προέκυψαν στην επόμενη πιο αποφασιστική φάση της επανάστασης.

Καθώς η επαναστατική διαδικασία ριζοσπαστικοποιήθηκε, η UNR δεν μπόρεσε να μετασχηματιστεί σε μια δημοκρατία βασισμένη στα σοβιέτ. Από τον Σεπτέμβριο πολλά μέλη του ΟυΣΔΕΚ επεδίωκαν μια κοινωνική επανάσταση, αλλά κατά την άποψή τους, η σχέση των σοβιέτ με την Κεντρική Ράντα δεν παρουσίαζε καμία ομοφωνία. Θα έπρεπε να μεταρρυθμιστεί ή να ανατραπεί; Ο Μικόλα Πορς που είχε γράψει τις πολιτικές του Τέταρτου Συνεδρίου είχε πει στον Στάλιν: «Θεωρούμε ότι η Κεντρική Ράντα είναι από τη σύνθεσή της ένα σοβιέτ από αντιπροσώπους εργατών, αγροτών και στρατιωτών που εκλέχτηκαν σε συνέδρια αγροτών, εργατών και στρατιωτών.»73

Όλο και περισσότερο όμως, λαμβάνοντας υπόψη την ωρίμανση της επανάστασης στη Δύση, το ΟυΣΔΕΚ «δεν πήρε το δρόμο της σοσιαλιστικής επανάστασης, αλλά πήρε θέση αναμονής, θέτοντας στον εαυτό του το καθήκον της εσωτερικής οργάνωσης της Ουκρανικής Δημοκρατίας ως απαραίτητη προϋπόθεση για την επιτυχή πορεία της σοσιαλιστικής επανάστασης στην Ουκρανία».74 Τα σοβιέτ δεν ήταν επίσης ενιαία στην πορεία τους και αργούσαν να αντιμετωπίσουν τα γεγονότα, όπως σημείωνε ο Ουκρανός Μπολσεβίκος Βάσιλ Σακράι:

«Ο διάσπαρτος αγώνας των ξεχωριστών Σοβιέτ δεν μπορούσε να είναι αρκετά επιτυχής, ήταν απαραίτητο ένα Κεντρικό Όργανο των Ουκρανικών Σοβιέτ να αντιταχθεί στην Κεντρική Ράντα. Αλλά τα ουκρανικά Σοβιέτ δεν είχαν ένα τέτοιο όργανο. Τα Σοβιέτ στην Ουκρανία αφιέρωναν ελάχιστο χρόνο στο εθνικό κίνημα. Είχαν καταληφθεί από την πάλη με την κυβέρνηση συνασπισμού στην Πετρούπολη και δεν εκτιμούσαν επαρκώς τις οργανωμένες διεργασίες που συνέβαιναν μπροστά στα μάτια τους στέκονταν, κατά κάποιο τρόπο, με το πρόσωπό τους στραμμένο προς την Πετρούπολη και την πλάτη τους προς την Ουκρανία.»75

Οι Μπολσεβίκοι είχαν πολύ αδύναμη εκπροσώπηση στην Ουκρανία πριν από την επανάσταση και δεν έπαιζαν ρόλο μέσα στο εθνικο-δημοκρατικό κίνημα καθαυτό, αποτυγχάνοντας να αναπτύξουν μια ουκρανική προοπτική. Όταν ένα τμήμα των σοβιέτ συσπειρώθηκε σε ένα νέο κέντρο γύρω από τη Λαϊκή Γραμματεία, αντιπροσώπευε μεταξύ 90 και 95 από τα 300 σοβιέτ της Ουκρανίας. Μετά την αποτυχία της απόπειρας μεταρρύθμισης της Κεντρικής Ράντα, η αριστερά ήταν πλέον διχασμένη ως προς το εθνικό ζήτημα. Το ΟυΣΔΕΚ διασπάστηκε, κάποιοι ευθυγραμμίστηκαν με τη Λαϊκή Γραμματεία, αλλά μεγάλο μέρος της αριστεράς του παρέλυσε από τη σύγκρουση με τη Σοβιετική Ρωσία.

Αντίστοιχα, η δυσκολία της πορείας που ακολούθησε η Γενική Γραμματεία φάνηκε στη σύγκρουσή της με τη Λαϊκή Γραμματεία. Υπήρχαν συνολικά περίπου 12.000 Κόκκινοι Φρουροί και μονάδες Εργατικής Πολιτοφυλακής στην Ουκρανία. Παρ’ όλα αυτά, ο πόλεμος, ο οποίος διήρκεσε από τον Δεκέμβριο του 1917 έως τις αρχές Φεβρουαρίου του 1918, χαρακτηρίστηκε από παράδοξα. Οι κουρασμένοι από τον πόλεμο και επαναστατημένοι στρατιώτες δεν ήταν έτοιμοι να πολεμήσουν εναντίον του Αντόνοφ-Οφσέενκο· ο διοικητής των μπολσεβίκικων δυνάμεων επέμβασης έπρεπε να αρκεστεί σε «επαναστατικά αποσπάσματα», τα οποία επικεντρώνονταν στην οργάνωση τοπικών εξεγέρσεων. Ταυτόχρονα, η Κεντρική Ράντα δεν ήταν σε θέση να συγκεντρώσει στρατεύματα για την υπεράσπισή της.76 Η Ράντα δεν ηττήθηκε τόσο από τα μπολσεβίκικα στρατεύματα όσο καταστράφηκε από τις ίδιες τις αντιλαϊκές πολιτικές της.

Ωστόσο, παρά την ικανότητά της να διαλύσει την Κεντρική Ράντα και να προβάλλει σθεναρή αντίσταση στην κατοχή, η Λαϊκή Γραμματεία παρουσίασε βαθιά προβλήματα. Ο Αντόνοφ και άλλοι στη Σοβιετική Ρωσία αρνούνταν να αναγνωρίσουν την εξουσία της, ενώ τμήματα του στρατού είχαν επιδείξει αχαλίνωτο ρωσικό σοβινισμό. Οι Νεζαλέζνικι αναγνώριζαν ότι αν τα «οπορτουνιστικά στοιχεία» είχαν σαμποτάρει την Κεντρική Ράντα τότε:

«Πρέπει να πούμε ότι οι ηγέτες της πρώτης σοβιετικής κυβέρνησης στην Ουκρανία προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν τις μορφές που δημιούργησε η εθνικοαστική επανάσταση για να προωθήσουν την προλεταριακή επανάσταση αναγνωρίζοντας την Ουκρανική Λαϊκή Δημοκρατία των Εργατών και των Αγροτών, ιδρύοντας τη Λαϊκή Γραμματεία ως κυβερνητικό όργανο κ.λπ. Αλλά οι μάζες του ρωσικού και εκρωσισμένου αστικού προλεταριάτου και η κομματική τους οργάνωση –το ΚΚ(μπ.)Ου– ήταν απροετοίμαστοι για αυτή την πολιτική σε τέτοιο βαθμό, ώστε ο αγώνας τους με τη μικροαστική Κεντρική Ράντα συνδυάστηκε με την καταστροφή κάθε τι ουκρανικού, αγνοώντας τα σχέδια των επίσημων ηγετών τους από τη Λαϊκή Γραμματεία.»77

Πριν από την τελική ήττα, στις 17 Μαρτίου 1918 πραγματοποιήθηκε στο Εκατερίνοσλαβ το Δεύτερο Παν-Ουκρανικό Συνέδριο των Σοβιέτ με 1.100 αντιπροσώπους. Το συνέδριο υιοθέτησε μια διακήρυξη της ουκρανικής ανεξαρτησίας της Ουκρανικής Δημοκρατίας.78 Αυτό ήταν ήδη το τέλος της δραστηριότητάς της στο έδαφος της Ουκρανίας, αλλά επιβεβαίωσε ένα σημαντικό ορόσημο όσον αφορά την τάση της ουκρανικής επανάστασης· και τα δύο όργανα εξουσίας, η Κεντρική Ράντα και η Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή των Σοβιέτ, είχαν καταλήξει στην ανεξαρτησία.

Στο Πέμπτο Συνέδριο του ΟυΣΔΕΚ στις 10 Μαΐου 1918 συμφωνήθηκε ότι η επανάσταση είχε αναπτυχθεί «πέρα από τα όρια μιας εθνικής επανάστασης», καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι «η τελική επίλυση των καθηκόντων της ουκρανικής επανάστασης συνδέεται με την ανάπτυξη του επαναστατικού προλεταριακού κινήματος στη Δύση.»79 Όλοι αυτοί οι παράγοντες θα είχαν πλέον κεντρική θέση.

Η Νοεμβριανή Ουκρανική Επανάσταση: Αναβίωση και οπισθοδρόμηση στην Ουκρανική Λαϊκή Δημοκρατία

Το Χετμανάτο του Πάβλο Σκοροπάντσκι ήταν ένα καθεστώς κομπραδόρων καπιταλιστών και γαιοκτημόνων που «στόχευε στην καταστροφή των επαναστατικών κατακτήσεων» στην κοινωνική και στη συνέχεια στην εθνική σφαίρα.80 Αποτέλεσε ένα καθοριστικό σημείο, που όξυνε τη διαδικασία διαφοροποίησης της ουκρανικής επανάστασης. Η κατοχή απέκοψε ουσιαστικά την Ουκρανία από τα γεγονότα στην υπόλοιπη πρώην αυτοκρατορία. Προστατεύτηκε από τις υπερβολές του «πολεμικού κομμουνισμού»· η ιδέα της αυτοδιαχειριζόμενης δημοκρατίας των σοβιέτ διατηρήθηκε. Ενώ στα μάτια πολλών εργατών και αγροτών οι στρατοί κατοχής απαξίωσαν τόσο την Κεντρική Ράντα που τους είχε προσκαλέσει όσο και το διάδοχό της «Ουκρανικό Κράτος».81 Μόλις οι Γερμανοί κηδεμόνες του ηττήθηκαν στο δυτικό μέτωπο, το 1918, ο Σκοροπάντσκι υπέκυψε στις πιέσεις της Αντάντ και κήρυξε την Ουκρανία μέρος μιας πανρώσικης αντιμπολσεβίκικης ομοσπονδίας. Η μοίρα του Σκοροπάντσκι είχε σφραγιστεί.

Η πρωταρχική οργανωτική πρωτοβουλία για την ανασύσταση της Ουκρανικής Λαϊκής Δημοκρατίας προήλθε από την Ουκρανική Εθνική Ένωση, έναν συνασπισμό κομμάτων και συνδικάτων.82 Το Διευθυντήριο της ΟυΛΔ σχηματίστηκε για να ηγηθεί της εξέγερσης· από τα πέντε μέλη δύο ήταν άσπονδοι αντίπαλοι, ο πρόεδρος Βιννιτσένκο και ο Πετλιούρα. Η «Νοεμβριανή Ουκρανική Επανάσταση» διεξήχθη «αποκλειστικά από τις ντόπιες εθνικοεπαναστατικές δυνάμεις.»83

Αυτό που είναι σαφές είναι ότι από την αρχή οι υποκειμενικές δυνάμεις ήταν ριζικά στα αριστερά του Διευθυντηρίου. Υπήρξε μια αναζωογόνηση της ιδέας της «σοβιετικής εξουσίας», τόσο με την έννοια της αυτοδιαχείρισης των εργατών όσο και με την έννοια των κοινοτικών επιθυμιών της αγροτιάς για έλεγχο των υποθέσεών της. Τα εργατικά συμβούλια αναβίωσαν, καθοδηγώντας εξεγέρσεις στην Πολτάβα και το Εκατερίνοσλαβ, στην επαρχία του Χάρκοβο και σε όλη την αριστερή όχθη [του ποταμού Δνείπερου] η υποστήριξη των αγροτών προς τη «σοβιετική εξουσία» ήταν εκτεταμένη.84 Μεγάλα τμήματα του εξεγερμένου στρατού υποστήριξαν ένα σοβιετικό πρόγραμμα. Όταν η μεραρχία Ννίπροβσκα μπήκε στο Κίεβο, αυτό έγινε κάτω από κόκκινα λάβαρα και συνθήματα «Όλη η εξουσία στα Σοβιέτ!» και «Όλη η γη στους αγρότες». Φοβούμενος ότι θα επιχειρούσαν να καταλάβουν την εξουσία, ο Πετλιούρα τους μετέφερε έξω από την πόλη.85

Η φιλοκομμουνιστική αριστερά του ΟυΣΔΕΚ άρχισε να συσπειρώνεται σε μια φράξια, την Οργανωτική Επιτροπή των Ανεξάρτητων, η οποία ιδρύθηκε στις αρχές Δεκεμβρίου 1918 στο Χάρκοβο.86 Οι Νεζαλέζνικι δημοσιοποίησαν τις απόψεις τους στην Κρατική Διάσκεψη που συγκάλεσε το Διευθυντήριο στη Βίννιτσα στις 12-14 Δεκεμβρίου. Εκεί ο Μιχάιλο Αβντιγιένκο υποστήριξε ότι ήταν απαραίτητο:

«1) να αναγνωρίσουν ότι στην Ουκρανία συντελείται μια βαθιά κοινωνικοοικονομική, καθώς και πολιτική επανάσταση, 2) να αναγνωρίσουν ότι ο κινητήριος μοχλός της είναι το προλεταριάτο και η εργαζόμενη αγροτιά, και 3) σύμφωνα με αυτό, να διακηρύξουν την αρχή της δικτατορίας των εργαζόμενων μαζών με τη μορφή συμβουλίων εργατών και αγροτών βουλευτών.»87

Οι Νεζαλέζνικι προσπάθησαν επίσης να διαφοροποιηθούν από το Ρωσικό Κομμουνιστικό Κόμμα [ΡΚΚ(μπ.)], το οποίο τώρα οργανώθηκε στην Ουκρανία ως Κομμουνιστικό Κόμμα (Μπολσεβίκων) Ουκρανίας (ΚΚ(μπ.)Ου). Ιδρύθηκε στην ad hoc διάσκεψη του Ταχανρίχ στις 19-20 Απριλίου 1918, όπου οι Αριστεροί Κομμουνιστές με επικεφαλής τον Πιατάκοφ, είχαν συμμαχήσει με τα ουκρανικά μπολσεβίκικα στοιχεία, τον Σρινκ, τον Σακράι και το ΟυΣΔΕΚ(Αριστερά). Θα ήταν ένα ανεξάρτητο κόμμα, ένα τμήμα της Κομμουνιστικής Διεθνούς με συγκεκριμένη στρατηγική για την Ουκρανία. Αυτό ανατράπηκε από το ΡΚΚ(μπ.), καθώς σε αντίθεση με ένα κόμμα που σχηματίστηκε μέσα από μια διαδικασία ενοποίησης της λαϊκής επαναστατικής αριστεράς το ΚΚ(μπ.)Ου περιορίστηκε σε περιφερειακό υποχείριο του ΡΚΚ(μπ.). Στο όργανο των Νεζαλέζνικι της Ουκρανικής Λαϊκής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας η παράταξη θεωρούσε:

«Πρόκειται για ένα κόμμα που στοχεύει όχι στη δικτατορία του προλεταριάτου και της επαναστατικής αγροτιάς, αλλά στη δικτατορία ενός τμήματος του προλεταριάτου και του δικού του κόμματος. Είναι, επομένως, βαθύτατα βίαιο και θα αντικαταστήσει την προλεταριακή δικτατορική βία κατά της αστικής τάξης με τη βία μιας μικρής ομάδας.»88

Είχε αποδειχθεί «ένα υποκριτικό κόμμα που συνεχώς παραβιάζει τις ίδιες του τις αρχές» και, με βάση αυτό, «δεν μπορεί να το εμπιστευτεί κανείς μέχρι να μετασχηματιστεί οργανωτικά και να συγχωνευτεί με τα συμφέροντα του ουκρανικού εργαζόμενου λαού».89

Η αναβίωση της ΟυΛΔ συνοδεύτηκε από μια ακραία οπισθοδρομική τάση, καθώς το Διευθυντήριο είχε ενσωματώσει τα συντηρητικά στοιχεία του Χετμανάτου, ιδιαίτερα τους στρατιωτικούς, οι οποίοι επιδόθηκαν σε εκτεταμένα πογκρόμ και αδιάκριτη καταστολή του εργατικού και αγροτικού κινήματος.90 Ο Αταμάνος Μπολμπότσαν, «αρχιστράτηγος των στρατευμάτων της Αριστερής Όχθης της Ουκρανίας», εξέδωσε διάταγμα στις 25 Νοεμβρίου 1918 με το οποίο κήρυξε στρατιωτικό νόμο στα κυβερνεία Χάρκοβο, Τσερνίχιφ και Πολτάβα, απαγορεύοντας όλα τα συνέδρια και τις συνελεύσεις χωρίς την άδειά του. «Δεν θα ανεχθώ κανένα σοβιέτ εργατικών αντιπροσώπων και μοναρχικές οργανώσεις και γενικά κάθε οργάνωση που προσπαθεί να καταλάβει την εξουσία».91 Η μεσαία τάξη και τα μετριοπαθή στοιχεία, αν και τάσσονταν υπέρ της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, βρέθηκαν πολιτικοί αιχμάλωτοι αυτού του στοιχείου στο οποίο στηρίζονταν.92 Η αναγεννημένη ΟυΛΔ ήταν ακόμη πιο διχασμένη ως προς τη διεθνή της θέση· ο Βιννιτσένκο και το μέλος των Νεζαλέζνικι Βολόντιμιρ Τσεχίφσκι, επικεφαλής του υπουργικού συμβουλίου, έβλεπαν τη Σοβιετική Ρωσία ως φυσικό σύμμαχό τους, και όχι την Αντάντ, όπως υποστήριζε ο Πετλιούρα. Το κύριο μέλημα της Αντάντ ήταν ο ρωσικός εθελοντικός στρατός [Λευκοί] που πολεμούσε για την αποκατάσταση της αυτοκρατορίας.93 Στις 18 Δεκεμβρίου 1918, γαλλικά στρατεύματα και δυνάμεις του Εθελοντικού Στρατού [Στμ. Ο Λευκός Στρατός του Ντενίκιν] κατέλαβαν την Οδησσό, ανακηρύσσοντας μια «νοτιορωσική» κυβέρνηση.

Η συζήτηση σχετικά με την πορεία της ουκρανικής επανάστασης κορυφώθηκε σε δύο συνέδρια τον Ιανουάριο του 1919, στο έκτο συνέδριο του ΟυΣΔΕΚ στις 10-12 Ιανουαρίου και στη συνέχεια στις 23 Ιανουαρίου στο Παν-Ουκρανικό Εργατικό Συνέδριο. Το κεντρικό ζήτημα ήταν η σοβιετική εξουσία, και αυτό είχε ήδη κριθεί στην πράξη. Στο Χάρκοβο στις 2 Ιανουαρίου μια ανεξάρτητη εργατική εξέγερση είχε εγκαθιδρύσει την εξουσία του Σοβιέτ του, τα στρατεύματα του Διευθυντηρίου αρνήθηκαν να πολεμήσουν ή ηττήθηκαν από την εργατική πολιτοφυλακή. Ο Κόκκινος Στρατός έσπευσε να περάσει τα σύνορα και να μπει στην πόλη, μέχρι τα μέσα Ιανουαρίου είχε καταλάβει το μεγαλύτερο μέρος της Αριστερής Όχθης, στο υπόλοιπο υπήρχε εξέγερση κατά του Διευθυντηρίου.

Το συνέδριο του ΟυΣΔΕΚ κατέληξε σε διάσπαση του κόμματος και της ουκρανικής εργατικής τάξης. Το μέλος της Κεντρικής Επιτροπής Πισότσκι (Ριτσίτσκι) παρουσίασε τη θέση των Νεζαλέζνικι για τη σοβιετική εξουσία. Το καθήκον, υποστήριζε, ήταν ο μετασχηματισμός της ΟυΛΔ «σε κυρίαρχη και ανεξάρτητη Ουκρανική Σοσιαλιστική Δημοκρατία».94 Η εξουσία θα οργανωνόταν με βάση την «αρχή της δικτατορίας του προλεταριάτου των πόλεων και της υπαίθρου και της φτωχότερης εργαζόμενης αγροτιάς, οργανωμένης σε εργατοαγροτικά συμβούλια».95

Υπερασπιζόμενοι την ανεξαρτησία της Ουκρανίας απαιτούσαν:

«α) μια προσέγγιση με τη Ρωσική Σοβιετική Δημοκρατία, στη βάση της αμοιβαίας αναγνώρισης της κυριαρχίας και των δύο σοσιαλιστικών δημοκρατιών, της πλήρους και αμοιβαίας μη ανάμειξης στις εσωτερικές υποθέσεις της γειτονικής δημοκρατίας, της άμεσης αποχώρησης των ρωσικών στρατευμάτων από το έδαφος της Ουκρανίας (συμπεριλαμβανομένης της Κριμαίας), της μη ανάμειξής τους στις εσωτερικές υποθέσεις της Ουκρανίας και, σε περίπτωση άρνησης, της ενεργού υπεράσπισης της Ουκρανικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας από ιμπεριαλιστική επίθεση.»96

Υποστηρίχθηκε από τους B. Μαζουρένκο, Μ. Αβντιγιένκο, Μ. Τκατσένκο και άλλους, οι οποίοι επισήμαναν την έναρξη της παγκόσμιας επανάστασης και απαίτησαν η Ουκρανία να έχει τους στενότερους δεσμούς με τη γερμανική και τη ρωσική επανάσταση, καθώς και άμεση ειρήνη με τη Σοβιετική Ρωσία και κοινό ένοπλο αγώνα κατά του Εθελοντικού Στρατού [των Λευκών] και της Αντάντ. Η πλειοψηφία της Κεντρικής Επιτροπής του ΟυΣΔΕΚ μίλησε υπέρ. Την αντιπολίτευση αποτελούσαν ο Βιννιτσένκο, του κέντρου, με την αντίληψη του για «Συμβουλία Εργαζομένων» και η δεξιά «ομάδα του Εκατερίνοσλαβ» των Ισαάκ Μαζέπα, Πάνας Φαντένκο και Ιβάν Ρομαντσένκο, στην οποία προστέθηκε απροσδόκητα και ο Πορς.97 Είναι αμφισβητήσιμο πόσο αντιπροσωπευτικό ήταν το συνέδριο σε μια κατάσταση όπου τα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής δεν μπορούσαν να κοιμηθούν στο ίδιο τους το κρεβάτι υπό το φόβο της σύλληψης.98 Το συνέδριο αποφάσισε ότι η «σοσιαλιστική επανάσταση είναι μια μακρά διαδικασία» και ότι ήταν «μόνο το αρχικό προπαρασκευαστικό στάδιο»· έπρεπε πρώτα να εγκαθιδρυθεί η δημοκρατία και μέχρι τότε υποστήριζαν το Διευθυντήριο και το στρατό. Αυτό ώθησε τους Νεζαλέζνικι να αποχωρήσουν.

Προχώρησαν στην έναρξη της εβδομαδιαίας εφημερίδας Τσερβόνι Πραπόρ ως όργανο της «Οργανωτικής Επιτροπής της Φράξιας των Ανεξάρτητων του ΟυΣΔΕΚ». Εμφανίστηκε συμβολικά στις 22 Ιανουαρίου, την ημέρα της πράξης ενοποίησης της Ουκρανικής Λαϊκής Δημοκρατίας και της νεοσύστατης Δυτικής Ουκρανικής Λαϊκής Δημοκρατίας, και της πρώτης συνεδρίασης του Παν-Ουκρανικού Εργατικού Συνεδρίου.99 Το τεύχος έναρξης της Τσερβόνι Πραπόρ περιείχε τη Διακήρυξη της Φράξιας γραμμένη από τους Τκατσένκο και Ριτσίτσκι.

Παρά τις τυπικές ομοιότητες, οι Νεζαλέζνικι διέφεραν σε μεγάλο βαθμό από το επίσημο κόμμα, το οποίο είχε φτάσει σε «αδιέξοδο», δεν υπήρχε μέση λύση για την Ουκρανία «σε μια εποχή που ο παγκόσμιος πόλεμος διασπάται σε μια ολόκληρη σειρά επιμέρους πολέμων, με βάση την αναγκαιότητα της εισαγωγής της σοσιαλιστικής επανάστασης σε εθνικο-πολιτικές μορφές».100 Απαντώντας στην εθνικιστική κριτική ότι η σοβιετική εξουσία θα οδηγούσε στην κυριαρχία του «μη ουκρανικού στοιχείου των πόλεων», επεσήμαναν ότι το «προλεταριάτο δεν ήταν εντελώς ξένο» και τόνισαν ότι «μπορεί και πρέπει να έρθει στην εξουσία μαζί με την επαναστατική αγροτιά».101 Στην πορεία της επανάστασης οι μη Ουκρανοί εργάτες θα εισέρχονταν όλο και περισσότερο σε όλες τις μορφές της εσωτερικής ζωής στην Ουκρανία και «θα απαλλάσσονταν από τα απομεινάρια της παλιάς Ρωσίας και θα εντάσσονταν στον ουκρανικό λαό και το προλεταριάτο».102

Ήταν επίσης απαραίτητο να αποφευχθεί η επανάληψη των αποτυχιών του πρώτου έτους της επανάστασης, προειδοποιώντας:

«Μια επανάληψη των αντι-ουκρανικών πειραμάτων των Μπολσεβίκων θα ηττηθεί πολύ γρήγορα από την πορεία του ίδιου του εθνικού κινήματος. Αλλά οι εργάτες δεν πρέπει να υποστούν μια νέα ήττα. Πιστεύουμε ότι έχει έρθει η ώρα να μπουν και οι μη Ουκρανοί εργάτες στο έργο της κοινωνικοπολιτικής οικοδόμησης της ανεξάρτητης Ουκρανικής Δημοκρατίας.»103

Το Εργατικό Συνέδριο επρόκειτο να νομιμοποιήσει την ΟυΛΔ σε ένα φόρουμ του λαϊκού κινήματος και να υλοποιήσει την ιδέα του Βιννιτσένκο για μια δημοκρατία βασισμένη σε «εργατικά συμβούλια» εργατών και αγροτών.104 Η διακήρυξη της αντιπολίτευσης των Νεζαλέζνικι διαβάστηκε από τον Ζινόβιεφ στις 26 Ιανουαρίου, καταδικάζοντας το όλο γεγονός ως «καρπό της αμφιταλαντευόμενης και διφορούμενης πολιτικής του Διευθυντηρίου» το «Εργατικό Συνέδριο συγκλήθηκε ταυτόχρονα με την καταστροφή των οργάνων του εργαζόμενου λαού».105 Δεν είχε κανένα δικαίωμα ύπαρξης και πρέπει να μεταβιβάσει αυτή την εξουσία στον αληθινό εκπρόσωπο των επαναστατικών μαζών, τον μόνο ικανό να φέρει εις πέρας τα μεγάλα καθήκοντα της ουκρανικής κοινωνικής επανάστασης – τα εργατικά-αγροτικά συμβούλια.

Μια αξιοσημείωτη πτυχή της διακήρυξης των Νεζαλέζνικι ήταν το κάλεσμά τους για «μια προσωρινή εργατοαγροτική κυβέρνηση αποτελούμενη από εκπροσώπους κομμάτων και ομάδων που υποστηρίζουν την εξουσία των σοβιέτ», η οποία θα ήταν «επιφορτισμένη με τη μεταβίβαση της εξουσίας στα εργατοαγροτικά συμβούλια και τη σύγκληση ενός συνεδρίου των εργατοαγροτικών συμβουλίων στην Ουκρανία, το οποίο θα δημιουργήσει την κανονική τάξη της Ουκρανικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας των Συμβουλίων και θα οργανώσει μια μόνιμη κυβέρνηση.»106

Όπως ήταν αναμενόμενο, το φιλοσοβιετικό μπλοκ δεν κατάφερε να πείσει το συνέδριο, και ως αντίδραση απείχαν και αποχώρησαν. Η δεξιά πτέρυγα του συνεδρίου επικύρωσε το Διευθυντήριο, το οποίο συνέχισε την πορεία του με την αξιοπιστία του να έχει διαβρωθεί ραγδαία. Ο στρατός της ΟυΛΔ είχε μειωθεί από 100.000 σε 21.000 μέχρι την τρίτη εβδομάδα του Ιανουαρίου, ενώ αγροτικές ταξιαρχίες αυτομόλησαν μαζικά στον Κόκκινο Στρατό και τις κόκκινες πολιτοφυλακές.107

Στο σύντομο διάστημα της συμμετοχής τους οι Νεζαλέζνικι είχαν προσπαθήσει να αξιοποιήσουν τις θέσεις τους εντός της ΟυΛΔ για να μεσολαβήσουν για την ειρήνη με τη Σοβιετική Ρωσία.108 Ο Γιούρκο Μαζουρένκο ήταν επικεφαλής διπλωματικής αποστολής στη Μόσχα στις 15 Ιανουαρίου 1919.109 Η αποστολή σαμποταρίστηκε από τη δεξιά πτέρυγα που κατάφερε να κηρύξει πόλεμο η ΟυΛΔ στη Σοβιετική Ρωσία στις 16 Ιανουαρίου 1919.110 Η απόφαση για τη διασφάλιση της ανεξαρτησίας της Ουκρανίας περιορίστηκε σε πολιτικές επί χάρτου, καθώς το Διευθυντήριο την παρέδωσε στους Γάλλους. Σε αντάλλαγμα για την υπόσχεση βοήθειας κατά των Μπολσεβίκων, το Διευθυντήριο συμφώνησε να δώσει στους Γάλλους τον έλεγχο του στρατού, των σιδηροδρόμων, των οικονομικών και της σύνθεσης της κυβέρνησης της ΟυΛΔ.

Ο Τσεχίφσκι και ο Βιννιτσένκο παραιτήθηκαν από την κυβέρνηση λόγω της φιλοαντατικής στροφής.111 Μετά την υποχώρηση από το Κίεβο στις 4 Φεβρουαρίου, η Τσερβόνι Πραπόρ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «ο θετικός ρόλος του Διευθυντηρίου είχε τελειώσει».112

Η Ουκρανική Σοσιαλιστική Σοβιετική Δημοκρατία

Ο Κόκκινος Στρατός μπήκε στο Κίεβο στις 5 Φεβρουαρίου 1919 και χαιρετίστηκε από μια ανακοίνωση του Εκτελεστικού Συμβουλίου του Σοβιέτ της πόλης που υπογράφηκε από αντιπροσώπους Νεζαλέζνικι, Μπολσεβίκους και Μποροτμπιστές, η οποία ανέφερε ότι «το Διευθυντήριο έχει εκδιωχθεί από το Κίεβο και κόκκινα σοβιετικά τάγματα υπό την ηγεσία της Εργατικής-Αγροτικής Κυβέρνησης της Ουκρανίας μπαίνουν στην πόλη».113 Η κατάσταση βρισκόταν σε πλήρη αντίθεση με το 1917, όχι μόνο στην Ουκρανία αλλά και από την άποψη των παγκόσμιων γεγονότων· η ήττα των Κεντρικών Δυνάμεων είχε προκαλέσει επαναστατική έξαρση στην Ευρώπη, η Σοβιετική Ρωσία δεν ήταν πλέον ένας μοναχικός φάρος και ο ρόλος της Ουκρανίας στη διεθνή σκηνή ήταν πλέον κομβικός. Ο Γιούρι Λάπτσινσκι υπενθύμιζε ότι το 1919 «το κομμουνιστικό κίνημα και η σοβιετική εξουσία στην Ουκρανία οικοδομήθηκαν σε μια πολιτική κατάσταση, η οποία ήταν εντελώς διαφορετική από την πρώτη περίοδο».114 Η κατάσταση δεν θα μπορούσε να είναι πιο ευνοϊκή για τη σύγκλιση μεταξύ της ουκρανικής και της ρωσικής επανάστασης. Η δημιουργία μιας σοβιετικής δημοκρατίας με πλειάδα φιλοσοβιετικών κομμάτων ήταν μια βιώσιμη δυνατότητα.

Οι Νεζαλέζνικι, ενώ καλωσόριζαν τη νέα κυβέρνηση, δεν είχαν εγκαταλείψει την προηγούμενη κριτική τους και παρέμεναν επιφυλακτικοί:

«Αν το Διευθυντήριο επανέλαβε ανόητα μια ξεπερασμένη πολιτική που έχει ήδη καταδικαστεί από την ιστορία, τότε οι Ρώσοι Μπολσεβίκοι έχουν έρθει από τον ίδιο ξεπερασμένο δρόμο... Κάτω από το σύνθημα του αγώνα για την εξουσία των σοβιέτ φτάνει μια κυβέρνηση που αυτοαποκαλείται ουκρανική, αλλά που δεν την χαρακτηρίζουμε και δεν μπορούμε να την χαρακτηρίσουμε ως τέτοια.»115

Το ΚΚ(μπ.)Ου, που είχε σχηματιστεί χωριστά από την επαναστατική διαδικασία, είχε ιδρύσει στη Ρωσία μια «Προσωρινή Εργατική-Αγροτική Κυβέρνηση της Ουκρανίας».116 Αρχικά καθοδηγούνταν από τον Πιατάκοφ, ο οποίος στις 16 Ιανουαρίου 1919 αντικαταστάθηκε από τον Κριστιάν Ρακόφσκι ως πρόεδρο της Προσωρινής Επαναστατικής Κυβέρνησης.117 Όμως, παρά τη διαφωνία του με την κυβέρνηση Ρακόφσκι, το ΟυΣΔΕΚ (Νεζαλέζνικι) δεν αρνήθηκε τη συνεργασία. Η οργανωτική τους επιτροπή δήλωσε ότι ήταν πρόθυμη:

«Να μπουν στην κυβέρνηση και να αναλάβουν την πλήρη ευθύνη γι’ αυτήν μόνο εάν: 1. Όλα τα επίσημα όργανα της ανώτατης κυβέρνησης –όχι μόνο τα ουκρανικά, αλλά και τα ρωσικά– αναγνωρίσουν την ανεξαρτησία και την αυτονομία της Ουκρανικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας. 2. Αν στην Ουκρανία ακολουθηθεί μια σταθερή εθνική και κοινωνική πορεία και τα ουκρανικά είναι η μόνη επίσημη γλώσσα.»118

Οι απόψεις του Ρακόφσκι ήταν ήδη εμφανείς πριν από την άφιξή του στο Κίεβο· πρόσφατα αφιχθείς από τα Βαλκάνια δήλωνε ειδικός στο ουκρανικό ζήτημα.

Ο Ρακόφσκι υποστήριξε τις απόψεις της πιο συντηρητικής «εκατερινοσλαβικής» πτέρυγας του ΚΚ(μπ.)Ου του Εμμανουήλ Κβίρινγκ. Το 1917 επεδίωξαν να διαχωρίσουν το Ντόνετς-Κριβί Ριχ από την Ουκρανία ως μια δημοκρατία του ρωσικού προλεταριάτου «που δεν θέλει να ακούσει τίποτα για τη λεγόμενη Ουκρανία και δεν έχει τίποτα κοινό με αυτήν». Στην Ιζβέστια ανακοίνωσε τις ακόλουθες θέσεις: οι εθνικές διαφορές μεταξύ Ουκρανών και Ρώσων είναι ασήμαντες, η ουκρανική αγροτιά δεν είχε εθνική συνείδηση, η εθνική συνείδηση είχε απορροφηθεί από την κοινωνική ταξική συνείδηση και το ουκρανικό προλεταριάτο ήταν καθαρά ρωσικής καταγωγής. Ο Ρακόφσκι κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το ουκρανικό εθνικό κίνημα ήταν μια επινόηση της διανόησης.119 Αυτές οι ιδέες σε συνδυασμό με τους «Αριστερούς Κομμουνιστές» και τους ρωσόφιλους «Εκατερινοσλάβους» στο ΚΚ(μπ.)Ου δημιούργησαν εύφορο έδαφος για δυσκολίες.

Η κρατική διοίκηση στηρίχθηκε σε διοικητικούς υπαλλήλους που ήρθαν από τη Ρωσία και σε μεγάλο βαθμό από την τοπική ρωσική μικροαστική τάξη, η οποία εντάχθηκε στο ΚΚ(μπ.)Ου για να αποκτήσει δικαίωμα απασχόλησης. Ο Τκατσένκο ανέφερε ότι ενώ η κυβέρνηση του ΚΚ(μπ.)Ου εδραιωνόταν:

«Όλα τα είδη των ρωσικών εθνικιστικών στοιχείων από τις Μαύρες Εκατονταρχίες μέχρι την επαναστατική διανόηση στην Ουκρανία ένωναν τις δυνάμεις τους με τους Μπολσεβίκους για να βοηθήσουν στην ανοικοδόμηση μιας “ενωμένης και αδιαίρετης Ρωσίας” ... Αναξιόπιστα στοιχεία προσχώρησαν στο μπολσεβίκικο κόμμα και συνέβαλαν στην ενίσχυση του εθνικιστικού και ακόμη και σοβινιστικού χρωματισμού του μπολσεβίκικου προλεταριακού κινήματος ... Ακόμα και ο ρωσικός κομμουνιστικός τύπος έγραφε με ενθουσιασμό για την ενοποίηση της Ρωσίας και αυτό το περιβάλλον των “ειδικών” καθώς και ο εθνικισμός των ίδιων των Ρώσων Κομμουνιστών βάθαιναν τη διάσπαση στο εσωτερικό του προλεταριάτου με βάση τις εθνικές γραμμές... προωθώντας στο εσωτερικό του μια σκληρή πάλη από την οποία η αντίδραση σήκωσε το κεφάλι της.»120

Οι Νεζαλέζνικι έβλεπαν αυτές τις εξελίξεις με αυξανόμενη απογοήτευση:

«...το είδος του παράλογου και επαίσχυντου εκρωσισμού που σαρώνει την Ουκρανία αυτή τη στιγμή δεν έχει ξανασυμβεί ούτε κατά τη διάρκεια της κυριαρχίας του Χετμανάτου στην τελευταία “ομοσπονδιακή” φάση του... Ούτε ένα φυλλάδιο στα ουκρανικά για τον Ουκρανό αγρότη, ούτε ένα φυλλάδιο, ούτε μια εφημερίδα της σοβιετικής κυβέρνησης στα ουκρανικά! Η ουκρανική γλώσσα εκδιώχθηκε από όπου κι αν βρισκόταν. Μια ολόκληρη σειρά από διαταγές για τη χρήση της “γενικά κατανοητής γλώσσας” είναι σημάδι των καιρών. Και στα μετριοπαθή αιτήματα του Ουκρανού πολίτη να διασφαλιστούν τουλάχιστον τα εθνικά και πολιτιστικά του δικαιώματα, όπως και αυτά του “αδελφικού” λαού εδώ στην Ουκρανία, δεν υπάρχει παρά μια απάντηση: ο σοβινισμός και το πνεύμα της αστικής τάξης και της αντεπανάστασης.»121

Όταν ο Ρακόφσκι ήρθε στο σοβιέτ του Κιέβου στις 13 Φεβρουαρίου, δεν ανέφερε ποτέ το εθνικό ζήτημα. Αυτό προκάλεσε μια σειρά επικρίσεων από Ουκρανούς και Εβραίους αντιπροσώπους που επεσήμαναν τα λάθη του 1917 και την ανάγκη συμμετοχής άλλων κομμάτων. Ο Αβντιγιένκο επιτέθηκε σε αυτή την αποτυχία να αντιμετωπιστεί «το σημαντικό εθνικό ζήτημα στην Ουκρανία και το ζήτημα του ρόλου του προλεταριάτου στην επίλυση του εθνικού ζητήματος»:

«Σε κάθε χώρα ο αγώνας με την αστική τάξη είναι υπόθεση του προλεταριάτου της χώρας αυτής. Για την επιτυχία αυτού του αγώνα το προλεταριάτο κάθε χώρας πρέπει να οργανωθεί. Επιπλέον ο σύντροφος Ρακόφσκι δεν είπε τίποτα για το τι πρέπει να κάνει η προσωρινή κυβέρνηση προκειμένου να οργανώσει το ουκρανικό προλεταριάτο και να το τραβήξει στον επαναστατικό αγώνα.»122

Η απάντηση του Ρακόφσκι έριξε λάδι στη φωτιά· γελοιοποίησε τις εκκλήσεις για την εισαγωγή της ουκρανικής γλώσσας στην εκπαίδευση και την κυβέρνηση ως «γλωσσική μουσική» χαρακτηρίζοντάς την ως «αντιδραστικό και εντελώς περιττό μέτρο».123 Η Τσερβόνι Πραπόρ κατήγγειλε ότι σε αντίθεση με τον διεθνισμό, «πίσω από τον κοσμοπολιτισμό τους δεν κρύβεται τίποτα άλλο από ένας όχι πολύ κρυφός εκρωσισμός ως συνέχεια των τσαρικών πρακτικών».124

Το ρήγμα που αναπτύχθηκε στο εσωτερικό της Ουκρανικής Σ.Σ.Δ. δεν προήλθε μόνο από τη δυσαρέσκεια για την πολιτική στο εθνικό ζήτημα, αλλά και από τη ρήξη με την προηγούμενη διαβεβαίωση για την «αναγέννηση της σοβιετικής εξουσίας σε τοπικό επίπεδο». Παρά τις εκστρατείες των Μπολσεβίκων για την ενθάρρυνση του σχηματισμού σοβιέτ, η δημοκρατία κυβερνιόταν μέσω διορισμένων επαναστατικών επιτροπών, των ρεβκόμι, και επιτροπών των φτωχών αγροτών ή κομπέντι, που αντίστοιχα περιόριζαν την πλήρη συμμετοχή.125 Τα εργατικά συμβούλια υπήρχαν σε μεγάλο βαθμό με συμβουλευτική ιδιότητα. Τον Απρίλιο το ουκρανικό συνδικαλιστικό κίνημα εκκαθαρίστηκε, υποτάχθηκε στο κράτος και απορροφήθηκε από τις Παν-Ρωσικές δομές.126

Αυτό επιδεινώθηκε από την πιο επικίνδυνη καθυστέρηση της αγροτικής επανάστασης μέσω της υπερβολικής επίταξης σιτηρών, «στην πραγματικότητα η Ουκρανία λεηλατήθηκε στα τυφλά, σαν ένα τεράστιο σεντούκι θησαυρού για τρόφιμα και καύσιμα».127 Αυτό επιδεινώθηκε από την προσπάθεια σε ορισμένες περιοχές να οργανωθούν αγροτικές κομμούνες, όχι με την αυτενέργεια των αγροτών αλλά σε υποχρεωτική βάση. Το Οικονομικό Συμβούλιο της Ουκρανίας απέσυρε μεγάλες εκτάσεις γης γύρω από τους εθνικοποιημένους μύλους ζάχαρης και τα αποστακτήρια μετατρέποντάς τες σε κρατικά αγροκτήματα, αφήνοντας τους αγρότες με τα αγροτεμάχια που είχαν πριν από την επανάσταση. Ταυτόχρονα με τη δράση κατά των Κουρκούλ (πλούσιων αγροτών), η κυβέρνηση αποξενωνόταν από τη φτωχή αγροτιά.

Στα τέλη Φεβρουαρίου η Τσερβόνι Πραπόρ επεσήμανε ότι αυτές οι πολιτικές άρχισαν να δημιουργούν φυγόκεντρες δυνάμεις, με πιο βίαιο τρόπο μεταξύ των αγροτών. Τόνιζε ότι υπήρχαν σιτηρά στην Ουκρανία που έπρεπε να δοθούν εθελοντικά στον «πεινασμένο Ρώσο εργάτη και όσο χρειάζεται», αλλά αντ’ αυτού οι ομάδες επίταξης «έρχονται και παίρνουν όχι μόνο σιτηρά, αλλά ό,τι μπορούν να πάρουν και να μεταφέρουν». Απαιτούνταν σωστές διαφανείς εμπορικές συμφωνίες, «αυτό είναι δυνατό μόνο αν η Ουκρανία είναι κυρίαρχη όχι στα λόγια αλλά στην πραγματικότητα, μόνο αν οι ίδιοι οι εργάτες είναι αφέντες στη δική τους σοσιαλιστική δημοκρατία και όχι ξένοι διεκδικητές.»128

Η απάντηση των Νεζαλέζνικι στην αυξανόμενη κρίση ήταν να θεωρήσουν «απαραίτητο να εκπονήσουν γρήγορα ένα κομμουνιστικό πρόγραμμα και να οργανώσουν ένα Ουκρανικό Κομμουνιστικό Κόμμα», και στην προσπάθειά τους αυτή είχαν εμπλακεί σε συζητήσεις με έναν αριθμό κριτικών Μπολσεβίκων, επιδιώκοντας να ιδρύσουν το νέο ΟυΚΚ σε ένα συνέδριο στις 30 Μαρτίου 1919. Η απόφαση αυτή συνέπεσε επίσης με την ίδρυση της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Στο ιδρυτικό συνέδριο που πραγματοποιήθηκε στις 26 Μαρτίου 1919 στη Μόσχα, ο Μικόλα Σκρίπνικ εκπροσωπώντας το ΚΚ(μπ.)Ου έκανε μια αισιόδοξη αναφορά για την Ουκρανία, καλωσορίζοντας το ΟυΣΔΕΚ και λέγοντας ότι «Παρόλο που αυτοί οι Ανεξάρτητοι Σοσιαλιστές διαφέρουν από τους Κομμουνιστές σε θεμελιώδη ζητήματα, εντούτοις εργάζονται αρμονικά με το κόμμα μας σήμερα και συμμετέχουν στα σοβιέτ».129 Ωστόσο, αυτή η προσέγγιση απείχε πολύ από την προσέγγιση που ακολουθήθηκε στο Τρίτο Συνέδριο του ΚΚ(μπ.)Ου που βρισκόταν τότε σε εξέλιξη στο Χάρκοβο.

Ο Σκρίπνικ, προσωπικός φίλος του Λένιν και παλιός Ουκρανός μπολσεβίκος, δεν εξελέγη στην ηγεσία του ΚΚ(μπ.)Ου. Το συνέδριο ενέκρινε την πολιτική του πολεμικού κομμουνισμού και την είσοδο της Ουκρανικής Σ.Σ.Δ. στην ΡΣΟΣΔ ως αυτόνομη δημοκρατία.

Το πιο δυσοίωνο ήταν ότι με οριακή διαφορά 101 προς 96 εγκρίθηκε ψήφισμα κατά της συνεργασίας με άλλα φιλοσοβιετικά κόμματα, το οποίο ανέφερε ότι «συμφωνίες με κόμματα όπως οι δεξιοί Εσέροι, οι Ανεξάρτητοι Ουκρανοί Σοσιαλδημοκράτες και άλλοι δεν είναι αποδεκτές».130 Αυτά τα κόμματα θα έπρεπε να μην έχουν «καμία υπεύθυνη θέση στα σοβιέτ» και να αποκλείονται από την κυβέρνηση της Ουκρανίας, «η οποία θα έπρεπε να αποτελείται αποκλειστικά από τους εκπροσώπους του Κομμουνιστικού Κόμματος Ουκρανίας».

Αυτή η προσέγγιση υπονόμευε την προηγούμενη υπόσχεση να «παραδώσουν την εξουσία της χώρας» στα σοβιέτ.131 Όταν το Τρίτο Παν-Ουκρανικό Συνέδριο των εργατών, αγροτών και αντιπροσώπων του Κόκκινου Στρατού της Ουκρανίας πραγματοποιήθηκε μεταξύ 6 και 10 Μαρτίου, από τους 1.719 αντιπροσώπους περίπου το 80% ήταν Μπολσεβίκοι, και από τη μειοψηφία οι Νεζαλέζνικι συγκέντρωσαν 42 αντιπροσώπους.132 Επίσημες εκλογές είχαν διεξαχθεί μόνο σε τμήματα τεσσάρων κυβερνείων, και η πλειοψηφία των αντιπροσώπων προέρχονταν από ρεβκόμι και όχι από σοβιέτ.133

Πολιτικές μακράς πνοής περιγράφονταν στις αποφάσεις του συνεδρίου και στο νέο Σύνταγμα της Ουκρανικής Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας: το πρόβλημα ήταν η εφαρμογή τους. Επιπλέον, η Ουκρανία παρέμενε, και θεωρούνταν από την κυβέρνηση, περιφερειακή μονάδα της Ρωσίας.134 Κάποιοι Κομμουνιστές-Μποροτμπιστές «εξελέγησαν» στην Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή, η οποία αποτελούνταν από 90 ΚΚ(μπ.)Ου και 10 Μποροτμπιστές. Αυτή η παραχώρηση παραπονέθηκαν οι Νεζαλέζνικι ότι ήταν βιτρίνα «για να δείξουν λίγο ουκρανικό χρώμα» σε αυτό που ονομάστηκε «κράτος των κομισάριων».135

Ο Ντραγομιρέτσκι έγραψε από το Κίεβο ότι «παρά την απογοήτευση από το σημερινό καθεστώς, οι μάζες συνεχίζουν να προβάλουν σοβιετικά συνθήματα».136 Ενδεικτικό αυτού ήταν το επόμενο Περιφερειακό Συνέδριο των Συμβουλίων Εργατικών και Αγροτικών Αντιπροσώπων του Κιέβου που πραγματοποιήθηκε στις 24-25 Μαρτίου. Το συνέδριο ζήτησε να διορθωθεί η ανεπαρκής εκπροσώπηση της αγροτιάς στα όργανα εξουσίας, δηλώνοντας ότι «η σοβιετική εξουσία δεν πρέπει να υπονομεύεται από έναν γραφειοκρατικό μηχανισμό». Σχετικά με το εθνικό ζήτημα δήλωσε ότι «η Ουκρανική Σοσιαλιστική Σοβιετική Δημοκρατία πρέπει να είναι κυρίαρχη και να μην εξαρτάται από κανέναν, αλλά να βρίσκεται σε ισχυρή συμμαχία με άλλες σοσιαλιστικές δημοκρατίες».137

Την άνοιξη του 1919, ως απάντηση στην πρόκλησή τους, η κυβέρνηση στράφηκε εναντίον του ΟυΣΔΕΚ (Νεζαλέζνικι): «κατακλύστηκαν από όλες τις πλευρές με κατηγορίες για εθνικιστικό σοβινισμό, για αντεπαναστατική και μικροαστική συμπεριφορά».138 Ο τρόπος με τον οποίο το ΚΚ(μπ.)Ου όρισε στην πραγματικότητα αυτές τις «αντεπαναστατικές» πολιτικές είναι αποκαλυπτικός. Ο Τσέσκις, μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής του Σοβιέτ του Κιέβου, είχε εξηγήσει:

«Το πιο δύσκολο πράγμα είναι αυτό το ζήτημα με τους Ανεξάρτητους Ουκρανούς Σοσιαλδημοκράτες, οι οποίοι δεν έχουν ακόμη εγκαταλείψει τα εθνικά τους αιτήματα και την αυτονομιστική τους άποψη για το πολιτικό σύστημα της Ουκρανίας. Αν, βέβαια, οι Νεζαλέζνικι αποκηρύξουν το τελευταίο σημείο του προγράμματός τους και πλησιάσουν σε μια πραγματική σοβιετική πλατφόρμα, η συμμετοχή στην κυβέρνηση θα είναι σίγουρα δυνατή.»139

Ως εκ τούτου, η απλή προσκόλληση σε μια συγκεκριμένη άποψη για το εθνικό ζήτημα ήταν αρκετή ενοχή. Τη νύχτα της 25ης Μαρτίου, ο Ριτσίτσκι, ο Μαζουρένκο και άλλοι ηγέτες συνελήφθησαν από την Τσεκά και η Τσερβόνι Πραπόρ έκλεισε.140 Έτσι, το προγραμματισμένο συνέδριο για την ίδρυση του Ουκρανικού Κομμουνιστικού Κόμματος ναυάγησε.141 Μετά από αρκετές ημέρες αφέθηκαν ελεύθεροι και η Τσερβόνι Πραπόρ επανεμφανίστηκε με μια ανοιχτή επιστολή που απαιτούσε τον τερματισμό της καταστολής, σε ένα άρθρο του Κατσινίφσκι σχετικά με την πορεία προς το μέλλον που συνόψιζε: «Έχουν περάσει δύο μήνες από τότε που οι σοβιετικές αρχές κατέλαβαν το Κίεβο, αλλά δεν έχουμε δει ακόμα πραγματική σοβιετική εξουσία ή τη δικτατορία του προλεταριάτου. Το μόνο που έχουμε είναι η δικτατορία του κομμουνιστικού κόμματος.»142

Η παρέμβαση της Ουγγρικής Σοβιετικής Δημοκρατίας

Οι πολιτικές του καθεστώτος Ρακόφσκι άρχισαν να παράγουν ισχυρές φυγόκεντρες δυνάμεις· κατακλυζόμενη από εργατικές και αγροτικές αναταραχές, η Ουκρανική Σ.Σ.Δ. άρχισε να κατακερματίζεται και να αποσυντίθεται σε εσωτερικές συγκρούσεις. Στην κρίση αυτή παρατηρήθηκαν δύο τάσεις που περιπλέκουν έκτοτε την ιστορική ανάλυση: από τη μια πλευρά η προσπάθεια επαναστατικής κινητοποίησης της κοινωνίας και από την άλλη ο κατακερματισμός και η ταξική αποσύνθεση.143 Η αποσύνθεση της βιομηχανίας έγινε καταστροφική με «ελλείψεις σε ηλεκτρικό ρεύμα, τρόφιμα, υλικά και ειδικευμένους εργάτες».144 Ενδεικτικά αυτής της αποσύνθεσης ήταν τα πογκρόμ, η ληστεία και οι τυχοδιώκτες αταμάνοι. Καμία πλευρά της σύγκρουσης δεν μπόρεσε να αποφύγει να μολυνθεί από τις επιπτώσεις αυτής της δίνης.

Κατακλυζόμενη από εργατικές και αγροτικές αναταραχές, η Σοβιετική Ουκρανία άρχισε να διαλύεται σε εσωτερικές συγκρούσεις. Η κρίση αυτή οξύνθηκε ακριβώς την ώρα που ξεδιπλώθηκε η κομμουνιστική επανάσταση στην Ευρώπη: η Ουγγρική Δημοκρατία των Συμβουλίων ιδρύθηκε στις 22 Μαρτίου 1919, και σύντομα ακολούθησε η ανακήρυξη, τον Απρίλιο, της Βαυαρικής Σοβιετικής Δημοκρατίας και τον Ιούνιο της Σλοβακικής Σοβιετικής Δημοκρατίας. Ένα βασικό επαναστατικό προγεφύρωμα δημιουργήθηκε στην περιοχή Υπερκαρπαθία της Καρπαθο-Ουκρανίας, όπου τον Νοέμβριο του 1918 ιδρύθηκαν πάνω από 500 εργατικά, αγροτικά και στρατιωτικά συμβούλια. Η Σοβιετική Ουγγαρία οργανώθηκε ως ομοσπονδιακή δημοκρατία που παρείχε αυτονομία στις μειονότητες. Τα συμβούλια της Καρπαθο-Ουκρανίας άρχισαν να οργανώνονται ως αυτοδιοικούμενη περιοχή στις 5 Απριλίου 1919. Το ουκρανικό ζήτημα έγινε ο καθοριστικός παράγοντας για την τύχη των σοβιετικών δημοκρατιών, καθώς από την Ουκρανία θα μπορούσαν να γίνουν οι όποιες άμεσες διασυνδέσεις μέσω των οποίων θα μπορούσε να παρασχεθεί ρωσική βοήθεια.145

Ο ιστορικός Rudolf L. Tokés υποστηρίζει ότι «ο Μπέλα Κουν δεν είχε λεπτομερείς πληροφορίες για την ουκρανική κατάσταση» και ως εκ τούτου δεν εκτίμησε τον εγωισμό της ρωσικής μπολσεβίκικης πολιτικής σε σχέση με τη σοβιετική Ουγγαρία.146 Ο L. Tokés το είδε αυτό από την άποψη της αποτυχίας τους να αναπτύξουν ουγγρικές μονάδες του ρωσικού Κόκκινου Στρατού σε μια κίνηση προς την Ουγγαρία και θέτοντας τη δική τους επιβίωση πάνω από την παγκόσμια επανάσταση. Στην πραγματικότητα συνέβαινε το αντίθετο· η κυβέρνηση της Βουδαπέστης είχε πολύ καλή κατανόηση της ουκρανικής κατάστασης και προσπάθησε να βοηθήσει στην επίτευξη μιας αλλαγής με τρόπο που ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τις πρακτικές των Ρώσων Κομμουνιστών.

Η νέα κυβέρνηση της Ουγγρικής Δημοκρατίας των Συμβουλίων αποδείχθηκε φιλική προς την ουκρανική υπόθεση. Μια ουκρανική διπλωματική αποστολή με επικεφαλής τον παλιό σοσιαλδημοκράτη Μικόλα Χαλαχάν βρισκόταν στη Βουδαπέστη, ενώ οργανώθηκε επίσης μια ουκρανική κομμουνιστική ομάδα που εξέδιδε την εβδομαδιαία εφημερίδα Τσερβόνα Ουκράινα μαζί με έναν ελεύθερο Τύπο στην Καρπαθο-Ουκρανία.147 Ο Χαλαχάν είχε ήδη τύχει ευνοϊκής ανταπόκρισης από τη σοσιαλιστική εφημερίδα Νεπσζάβα ως προς την κάλυψη του ουκρανικού ζητήματος. Το ενδιαφέρον της αριστεράς έφτασε σε νέο επίπεδο με το σχηματισμό της σοβιετικής κυβέρνησης.148 Η σοβιετική κυβέρνηση αναγνώρισε τη Δυτικοουκρανική Λαϊκή Δημοκρατία, εγκαθίδρυσε εμπορικές σχέσεις και διαπραγματεύσεις για βοήθεια στον πόλεμο με την Πολωνία. Ο αναπληρωτής λαϊκός κομισάριος για τις εξωτερικές υποθέσεις Έρνο Πορ ξεκίνησε αμέσως συζητήσεις με τον Χαλαχάν, ο οποίος τον συμβούλευσε ότι η μοίρα της σοβιετικής εξουσίας στην Ουγγαρία εξαρτιόταν από την κατάσταση της Ουκρανίας· όσο διαρκούσε η σύγκρουση με την ΟυΛΔ «η βοήθεια από τη Μόσχα δεν θα έρθει, γιατί ανάμεσα στη Μόσχα και τη Βουδαπέστη βρίσκεται η Ουκρανία».149 Η ουγγρική κυβέρνηση, πρότεινε ο Χαλαχάν, δεν έπρεπε απλώς να συμβουλεύσει αλλά να απαιτήσει από τη Μόσχα τον τερματισμό του πολέμου με την Ουκρανία. Ο Μπέλα Κουν δήλωσε τη δική του υποστήριξη για μια «ανεξάρτητη σοβιετική Ουκρανία» και παρενέβη με τον Έρνο Πορ, για να βοηθήσει στην επίλυση του ουκρανικού ζητήματος.

Ο Μπέλα Κουν συνέχισε αυτές τις συνομιλίες τονίζοντας την αναγκαιότητα μιας Σοβιετικής Ουκρανίας και μη βλέποντας καμία ανάγκη για ειρήνη με το «αστικό Διευθυντήριο». Ο Χαλαχάν με τη σειρά του προσπάθησε να πείσει τον Κουν ότι δεν ήταν δυνατόν να επιβληθεί το ρωσικό μοντέλο και ότι οι Ουκρανοί υποστήριζαν όντως μια μορφή κράτους που ανταποκρινόταν στα συμφέροντα των εργατικών μαζών.150 Από αυτή την άποψη έγινε εμφανής η περιφρόνηση του Κουν για τον Ρακόφσκι, τον οποίο περιέγραψε επανειλημμένα ως «ηλίθιο». Στην Ουγγαρία είπε ότι οι Κομμουνιστές ήταν σε θέση να συνεργαστούν με τους Σοσιαλδημοκράτες επειδή το εθνικό ζήτημα δεν τους χώριζε σε αντιμαχόμενα στρατόπεδα. Η λύση του Κουν ήταν μια «ανεξάρτητη σοβιετική Ουκρανία» και πρότεινε την εγκαθίδρυση επαφών με όσους υποστήριζαν αυτή την άποψη – ο Βιννιτσένκο ήταν η προσωπικότητα που υπέδειξαν για να προχωρήσει σε αυτό.151 Με τη βεβαιότητα ότι ο Λένιν υποστήριζε πλέον μια ανεξάρτητη Ουκρανία, ο Κουν συμφώνησε να αναλάβει το ρόλο του διαμεσολαβητή για την επίτευξη αυτού του αποτελέσματος.

Στα μέσα Μαρτίου του 1919, ο Βιννιτσένκο βρισκόταν στη Βιέννη έχοντας έρθει σε ρήξη με το Διευθυντήριο και τους δεξιούς ηγέτες του ΟυΣΔΕΚ. Ενώ είχε αρχίσει να υποστηρίζει το σοβιετικό μοντέλο, συνέχιζε να έχει επιφυλάξεις για τους Μπολσεβίκους. Στο ημερολόγιό του αναρωτιόταν αν η νίκη τους και η δημιουργία της σοσιαλιστικής τάξης, «τη γέννηση της οποίας καλωσορίζω με εκστασιασμό ψυχής», θα σήμαινε επίσης ήττα για τους Ουκρανούς. Ενθουσιασμένος από τα γεγονότα στην Ουγγαρία, εναπόθεσε τις ελπίδες του στην επιτυχία της διεθνούς επανάστασης.152

Στις 28 Μαρτίου, μια μόλις εβδομάδα μετά το σχηματισμό της Σοβιετικής Δημοκρατίας, ο Βιννιτσένκο έλαβε ένα τηλεγράφημα που του ζητούσε να πάει στη Βουδαπέστη· ο Κουν παρείχε ακόμη και το μεταφορικό μέσο.

Στις 30 Μαρτίου ο Βιννιτσένκο έφτασε στη Βουδαπέστη μαζί με έναν άλλο σοσιαλδημοκράτη, τον Γιούρι Τιστσένκο, και συνάντησε τον Κουν την ίδια μέρα. Η συζήτηση που ακολούθησε μεταξύ των Ουκρανών εμιγκρέδων και των Ούγγρων αξιωματούχων κατέληξε στο ακόλουθο πρόγραμμα που συνέταξαν ο Βιννιτσένκο και ο Τιστσένκο, το οποίο ο Κουν παρουσίασε στη Μόσχα:

  1. Πλήρως ανεξάρτητη και κυρίαρχη Ουκρανική Σοβιετική Δημοκρατία εντός των εθνογραφικών συνόρων που περιλαμβάνουν τη Γαλικία με το Λβιβ σύμφωνα με τη γραμμή του Σιαν και την περιοχή του Κουμπάν.
  2. Μέχρι την εγκαθίδρυσή της σε πανευρωπαϊκή κλίμακα, καθιέρωση στρατιωτικής συμμαχίας μεταξύ των υπαρχουσών σοσιαλιστικών δημοκρατιών με βάση τα ίσα δικαιώματα κάθε μέλους της συμμαχίας
  3. Ο στρατός ενός άλλου μέλους της συμμαχίας θα μπορεί να παραμείνει στο έδαφος ενός μέλους της συμμαχίας μόνο με τη συγκατάθεση αυτής της σοβιετικής δημοκρατίας.
  4. Η κυβέρνηση της Ουκρανικής Σοβιετικής Δημοκρατίας να αποτελείται από τους Ουκρανούς Σοσιαλδημοκράτες Νεζαλέζνικι, τους Αριστερούς Ουκρανούς Σοσιαλεπαναστάτες [Μπορτμπιστές] και τους Ουκρανούς Κομμουνιστές, καθώς και τα ουκρανικά σοσιαλιστικά κόμματα που αποδέχονται την πλατφόρμα της σοβιετικής εξουσίας.
  5. Όλες οι συμμαχικές σοσιαλιστικές δημοκρατίες είναι υποχρεωμένες, αν χρειαστεί, να παρέχουν κάθε υλική βοήθεια σε μια άλλη δημοκρατία-μέλος για την υπεράσπιση του εδάφους της στον αγώνα ενάντια στις ιμπεριαλιστικές καταπατήσεις εκ μέρους των γειτονικών αστικών χωρών και κυρίως ενάντια στην Αντάντ, την Πολωνία και τη Ρουμανία, καθώς και στον αγώνα ενάντια στους εσωτερικούς αντεπαναστάτες που θέτουν σε κίνδυνο την ύπαρξη των σοβιετικών δημοκρατιών.»153

Ο Κουν διαβεβαίωσε τον Βιννιτσένκο ότι είχε επικοινωνήσει με τον Λένιν μέσω ασυρμάτου και εκείνος αποδέχτηκε τα σημεία. «Όσον αφορά όμως την κυβέρνηση, θα εξαρτηθεί τότε από το ποιος θα επιλεγεί από τα συμβούλια των εργατών και των αγροτών βουλευτών της Ουκρανίας».154 Η «τριπλή συμμαχία της ρωσικής, της ουκρανικής και της ουγγρικής σοβιετικής δημοκρατίας»155 προκάλεσε διεθνή αναστάτωση για μια νέα κόκκινη συνωμοσία, όταν το κείμενο υποκλάπηκε από ραδιοφωνικό σταθμό του Παρισιού. Αλλά από τη Μόσχα επικρατούσε σιωπή.

Η μόνη είδηση ήταν η συνεχιζόμενη αναταραχή. Ο Βιννιτσένκο αισθανόταν ότι η κυβέρνηση Ρακόφσκι έστρεφε την «ουκρανική αγροτιά και όλα τα εθνικά ουκρανικά στρώματα» εναντίον της, αποτελώντας σοβαρό κίνδυνο, «ιδίως αν λάβουμε υπόψη την ανάγκη να δημιουργηθεί το συντομότερο δυνατό μια άμεση σύνδεση με την Ουγγαρία».156 Η Βουδαπέστη χρειάστηκε μια εβδομάδα για να λάβει απάντηση. Δεν ήταν από τον Λένιν αλλά από τον Ρακόφσκι. Ο Βιννιτσένκο δεν ονομαζόταν αλλά περιγραφόταν σαρκαστικά ως εκείνος ο «ποιητής» που ήταν «τυπικός εκπρόσωπος της μικροαστικής ιδεολογίας» και ανήκε στην αριστερή πτέρυγα της «συμμορίας του Διευθυντηρίου».157 Με τον οποίο δεν είχε νόημα να συζητάμε οποιουδήποτε είδους συμμαχίες. Δεν ήταν αυτό που περίμεναν ο Πορ και ο Κουν, ήταν, όπως είπε ο Χαλαχάν, «μπερδεμένοι». Ο Βιννιτσένκο συναντήθηκε ξανά με τον Κουν και τον Πορ, αλλά δεν σημείωσαν καμία πρόοδο με τον Ρακόφσκι.158 Πίστευαν σθεναρά ότι η Μόσχα και το Κίεβο θα συμφωνούσαν. Όταν ο Βιννιτσένκο εξέφρασε τις αμφιβολίες του, διαμαρτυρήθηκαν: «Ποτέ στον κόσμο, δεν μπορούν οι Ρώσοι Κομμουνιστές να είναι ιμπεριαλιστές και εθνικιστές». Ο Βιννιτσένκο τους είπε: «Σημειώστε τα λόγια μου: Θα οδηγήσουν στην ήττα εσάς, εμάς και τους εαυτούς τους στο ουκρανικό ζήτημα.»159 Απογοητευμένος, ο Βιννιτσένκο επέστρεψε στη Βιέννη, αφήνοντας τον Χαλαχάν να τον εκπροσωπήσει.

Ο Κουν πείστηκε ότι ο Ρακόφσκι συμμετείχε σε άμεσο σαμποτάζ, παρά τις επανειλημμένες διαβεβαιώσεις του Λένιν ότι δεν συνέβαινε κάτι τέτοιο, δεν πείστηκε για το αντίθετο. Αλλά ήταν οι Νεζαλέζνικι που έπρεπε να κατηγορηθούν, όχι οι πρακτικές του ΡΚΚ στην Ουκρανία· οι εκπρόσωποι του ΚΚ(μπ.)Ου έκαναν ακριβώς αυτό το σχόλιο σε μεταγενέστερες συζητήσεις με τους Νεζαλέζνικι στην Κομιντέρν. Η εξέγερση των Νεζαλέζνικι, όπως είπαν, είχε:

« ...παρεμποδίσει την προετοιμασμένη μετακίνηση σοβιετικών στρατευμάτων στη Βεσσαραβία και τη Γαλικία για να ενωθούν με τη σοβιετική Ουγγαρία. Ως αποτέλεσμα αυτού, η δύναμη των Πολωνών και Ρουμάνων αστών εδραιώθηκε σταθερά στη Βεσσαραβία και τη Γαλικία και η Σοβιετική Ουγγαρία στραγγαλίστηκε υπό την ενεργό συμμετοχή αυτού του ίδιου ρουμανικού στρατού, ο οποίος δεν είχε πλέον κανένα λόγο να φοβάται για τις γραμμές των μετόπισθεν.»160

Ωστόσο, αυτή την άποψη για το ΟυΣΔΕΚ (Νεζαλέζνικι) δεν συμμερίζονταν οι Ούγγροι κομμουνιστές, σημαντικό είναι ότι δεν ήταν επίσης η ανάλυση του διοικητή του Κόκκινου Στρατού στο ουκρανικό μέτωπο Αντόνοφ-Οφσέενκο.161 Η Πρώτη Στρατιά του Αντόνοφ βρισκόταν δυτικά του Κιέβου και ήταν υπεύθυνη για την αντίσταση στους Πολωνούς και τις δυνάμεις του Πετλιούρα, τότε στις 18 Απριλίου διατάχθηκε από τον Λένιν και τον Τρότσκι να περάσει στην επίθεση προς τη νοτιοανατολική Γαλικία και να δημιουργήσει δεσμούς με τη σοβιετική Ουγγαρία. Ο Αντόνοφ απάντησε με ένα υπόμνημα προς τον Λένιν στις 17 Απριλίου 1919, στο οποίο επιτέθηκε στις λανθασμένες πολιτικές της κυβέρνησης Ρακόφσκι, γράφοντας ότι ιδίως η «πολιτική για τη γη και το εθνικό στην Ουκρανία αποκόπτει τις ρίζες της στρατιωτικής ηγεσίας για να ξεπεράσει αυτές τις αποσυνθετικές επιρροές». Η λύση που πρότεινε επειγόντως ήταν η εξής:

«Είναι απαραίτητο: 1) να εισαχθούν στην ουκρανική κυβέρνηση εκπρόσωποι των κομμάτων που εκπροσωπούν τους μεσαίους και φτωχότερους αγρότες (οι Νεζαλέζνικι Σοσιαλδημοκράτες και οι Ουκρανοί Σοσιαλεπαναστάτες)· 2) να αλλάξει η πολιτική για τη γη, ώστε να συμμορφωθεί με τα συμφέροντα της μεσαίας αγροτιάς· 3) να αναγκαστεί το Λαϊκό Επιτροπάτο Εσωτερικών Υποθέσεων να λειτουργεί μέσω των Σοβιέτ στις περιοχές· 4) να αναγκαστούν οι ξένοι, οι “Μεγαλορώσοι”, να προσαρμοστούν με τη μεγαλύτερη δυνατή διακριτικότητα στις τοπικές ιδιαιτερότητες και στους ντόπιους ανθρώπους, 5) να σταματήσει η λεηλασία του ψωμιού και του άνθρακα της Ουκρανίας· 6) να πειστεί το κόμμα να ρίξει τα δύο τρίτα της δύναμής του στα χωριά και στο στρατό· να μειώσει κατά δύο τρίτα όλους τους σοβιετικούς θεσμούς, ρίχνοντας τους [κομματικούς και σοβιετικούς] εργάτες στις πρακτικές υποθέσεις· να φέρει τους εργάτες του Ντόνετς στις τάξεις του αγροτικού μας στρατού· 9) στην πολιτική τροφίμων να πραγματοποιήσει μια δικτατορία όχι των επιτάξεων, αλλά της παραγωγής.»162

Ο Αντόνοφ υποστήριξε αυτό με ένα δεύτερο υπόμνημα της 8ης Μαΐου 1919, αλλά όλα χωρίς αποτέλεσμα. Κατά το μεγαλύτερο μέρος του Απριλίου στην Καρπαθο-Ουκρανία ο μικρός Κόκκινος Στρατός είχε δώσει σκληρές μάχες εναντίον των ρουμανικών στρατευμάτων που είχαν επέμβει, και στις 3 Μαΐου τα εξαντλημένα στρατεύματα υποχώρησαν μαζί με τους Ούγγρους συμμάχους τους. Το προγεφύρωμα προς την Ουγγαρία και την Κεντρική Ευρώπη υποχωρούσε ταχύτατα. Ένας απελπισμένος Κουν έγραψε στον Λένιν ότι: «Ο εξαναγκασμός που ασκεί ο Ρακόφσκι ενάντια στις επιθυμίες των Ουκρανών, κατά τη γνώμη μου, θα είναι ένα ανεπανόρθωτο λάθος.»163

Η Ουκρανική Κροστάνδη – Η Παν-Ουκρανική Επαναστατική Επιτροπή

Από τη στιγμή που οι ηγέτες των Νεζαλέζνικι απελευθερώθηκαν από την Τσεκά στις αρχές Απριλίου, η δική τους κατάσταση και η κατάσταση της χώρας πήγαινε από το κακό στο χειρότερο.164 Τον Μάρτιο είχε σημειωθεί μια σειρά από απεργίες από εξαθλιωμένους εργάτες που θεωρούσαν ότι οι Μπολσεβίκοι είχαν απομακρυνθεί από τις αρχές της σοβιετικής δημοκρατίας. Ο Κοπανίφσκι ανέφερε στην εφημερίδα Τσερβόνι Πραπόρ ότι η κατάσταση είχε επιδεινωθεί σε τέτοιο επίπεδο ώστε «τα επισιτιστικά αποσπάσματα προκάλεσαν τη δυσαρέσκεια των αγροτών, όπως ακριβώς έκαναν και εκείνα του Αταμάνου και των Γερμανών».165 Ο αριθμός των αγροτικών εξεγέρσεων εκτοξεύτηκε σε 328 συνολικά από την 1η Απριλίου έως τις 15 Ιουνίου 1919.166

Μη μπορώντας να δουν περιθώρια μεταρρύθμισης της Ουκρανικής Σ.Σ.Δ. οι Νεζαλέζνικι στράφηκαν στην ανοιχτή εξέγερση. Η απόφαση των Νεζαλέζνικι να ξεκινήσουν «μάχες μεταξύ των Ρώσων Μπολσεβίκων και των Ουκρανών Μπολσεβίκων» φαίνεται να συνδέεται στενά με την ανταρσία της Πρώτης Σοβιετικής Μεραρχίας του Κιέβου υπό τον Ζελένι.167 Η Τσερβόνι Πραπόρ είχε ταχθεί προς υπεράσπισή του υποστηρίζοντας ότι «ο Ζελένι υποστήριζε και υποστηρίζει τη σοβιετική πλατφόρμα». Ήταν μία από τις πολυάριθμες τέτοιες «παρεξηγήσεις» που προέκυψαν από την αθέτηση των διαβεβαιώσεων ότι οι μονάδες θα αποτελούσαν μέρος ενός ουκρανικού Κόκκινου Στρατού σε μια ανεξάρτητη Δημοκρατία.168 Ξεκίνησε μια επίσημη εκστρατεία στον Τύπο εναντίον του Ζελένι, ενώ στις 8 Μαρτίου η εφημερίδα Κιίβσκι Κομμουνίστ έγραφε ότι «ο Αταμάνος Ζελένι και ο στρατός του, που αναπτύχθηκε στις περιοχές Ομπούχιβ, Χερμανίβκα και Τρυπίλλια, υποστηρίζει τη σοβιετική εξουσία», μια εβδομάδα αργότερα καυχιόταν ότι «ο Ζελένι τελικά διαλύεται».169

Οι Νεζαλέζνικι, ενώ αναγνώριζαν ότι υπήρχε ένα αντεπαναστατικό στοιχείο, επέκριναν τέτοιες γενικεύσεις για την εξέγερση με τις οποίες χαρακτηριζόταν το σύνολο του κινήματος ως «λευκοφρουροί», «κουλάκοι», «Μαύρο-Εκατονταρχίτες» και παρόμοιοι όροι ενός πολύ εκτεταμένου λεξιλογίου «χαμερπών συγγραφέων». «Είναι χαρακτηριστικό ότι στις περιοχές των στρατών του Χριχόριιβ και του Μάχνο, δηλαδή εκεί όπου δεν φτάνει η εντολή του κομμουνιστικού κόμματος, δεν υπάρχει εξέγερση, επίσης δεν υπάρχουν πογκρόμ κατά των Εβραίων, ούτε και κανένας Νεζαλέζνικι αποδιοπομπαίος τράγος».170 Φυσικά, ενώ αυτό μπορεί να ίσχυε εκείνη την εποχή όσον αφορά τα πογκρόμ, σίγουρα δεν παρέμεινε έτσι.

Οι Νεζαλέζνικι, εν μέρει παρασυρόμενοι, εν μέρει ωθούμενοι, εντάχθηκαν στην εξέγερση που εξαπλώθηκε σε όλη την Ουκρανία. Οι Νεζαλέζνικι «ρίχτηκαν αβασάνιστα μέσα στις μάζες που έβραζαν, ελπίζοντας να αποτρέψουν να κερδηθούν από αντεπαναστατικές δυνάμεις» και να προσπαθήσουν να «κατευθύνουν την εξέγερση όχι ενάντια στη σοβιετική εξουσία ως τέτοια, όχι ενάντια στην κομμουνιστική εξουσία, αλλά ενάντια στην εξουσία της σημερινής κυβέρνησης ως δύναμης κατοχής».171 Στις 10 Απριλίου σύναψαν ένα σχέδιο συμφωνίας με τους εκπροσώπους στο Κίεβο των ΟυΣΕΚ και του «επίσημου ΟυΣΔΕΚ» για μια εξέγερση, το οποίο ανέφερε:

«Η πολιτική των κομμάτων που υπογράφουν την παρούσα συμφωνία, τόσο στο Συμβούλιο της Δημοκρατίας όσο και σε άλλα όργανα της κρατικής εξουσίας, πρέπει να βασίζεται στις ακόλουθες αρχές: 1. Ενίσχυση και υπεράσπιση της ανεξαρτησίας και της αυτονομίας της εθνικής Ουκρανικής Δημοκρατίας. 2. Καθιέρωση της κυβέρνησης του Εργαζόμενου Λαού (αποκλείοντας στοιχεία που εκμεταλλεύονται την εργασία των άλλων). 3. Οργάνωση της εθνικής οικονομίας προς το συμφέρον των εργαζόμενων μαζών και προγραμματισμένη μετάβαση από την καπιταλιστική τάξη στη σοσιαλιστική, με άμεση απαλλοτρίωση της γαιοκτησίας όσων δεν εργάζονται.»172

Σύμφωνα με αυτό το φιλόδοξο σχέδιο, ο αγώνας θα ξεκινούσε ταυτόχρονα στα εδάφη που κατείχε η Ουκρανική Σ.Σ.Δ., ενώ στα εδάφη της ΟυΛΔ θα εκδίωκαν το Διευθυντήριο του Πετλιούρα.173 Οι Νεζαλέζνικι αντιμετώπισαν προβλήματα από την αρχή. Οι Μποροτμπιστές δεν ήταν διατεθειμένοι να έρθουν σε ρήξη με την κυβέρνηση Ρακόφσκι και καταδίκασαν τις «απερίσκεπτες περιπέτειες» των Νεζαλέζνικι.174 Η ιδέα δεν άρεσε ούτε σε όλους τους Νεζαλέζνικι· σε κομματικό συνέδριο στο Κίεβο στις 22 Απριλίου, μια μικρή ομάδα με επικεφαλής τον Χούκοβιτς και τον Πάνκιβ τάχθηκε κατά της εξέγερσης. Διασπάστηκαν, σχηματίζοντας την «Αριστερά του ΟυΣΔΕΚ (Νεζαλέζνικι)» και άρχισαν να εκδίδουν τη νόμιμη εφημερίδα Τσερβόνιι Στιαχ.175

Παίζοντας τα ρέστα τους, τα γεγονότα κλιμακώθηκαν στις 30 Απριλίου, όταν η Κεντρική Επιτροπή του ΚΚ(μπ.)Ου αποφάσισε να «συλλάβει και να παραπέμψει σε δίκη για αντεπαναστατικές δραστηριότητες όλα τα μέλη του κόμματος Νεζαλέζνικι, ανεξάρτητα από την άποψή τους».176 Μην περιμένοντας άλλα κόμματα, οι Νεζαλέζνικι δημιούργησαν μια Πανουκρανική Επαναστατική Επιτροπή με επικεφαλής τους Μαζουρένκο, Ριτσίτσκι, Αβντιγιένκο και Ντραχομιρέτσκι, με ένα Ανώτατο Επαναστατικό Συμβούλιο των Μαζουρένκο και Ριτσίτσκι, οι δυνάμεις τους περιλάμβαναν την Πρώτη Μεραρχία του Σοβιέτ του Κιέβου και μια σειρά άλλων μονάδων του Κόκκινου Στρατού και της κόκκινης πολιτοφυλακής.

Με έδρα την πόλη Σκβιρ, η Ρεβκόμ των Νεζαλέζνικι άρχισε να εκδίδει μια σειρά από διακηρύξεις με πιο γνωστή το «Διάταγμα αριθ. 48» που καλούσε σε «αγώνα ενάντια στους προδότες των εργαζόμενων μαζών», την «κυβέρνηση κατοχής του Ρακόφσκι» και για τη σύλληψη του «προδοτικού Διευθυντηρίου, το οποίο διαπραγματεύεται με τους Γάλλους και άλλους ιμπεριαλιστές».177 Στον αγώνα τους οι Νεζαλέζνικι στάθηκαν στο έδαφος των Μπολσεβίκων, η εξέγερση δεν ήταν τόσο ένας αγώνας ενάντια στην Ουκρανική Σ.Σ.Δ. όσο ένας αγώνας για την εξουσία στο εσωτερικό της.178 Αν και μεγαλύτερη από την εξέγερση της Κρονστάνδης του 1921, η εξέγερση των Νεζαλέζνικι παρέμεινε δυσδιάκριτη από την ευρύτερη ουκρανική «ζακερί». Ωστόσο, ήταν ιστορικά μοναδική: οι Ρώσοι Κομμουνιστές αμφισβητήθηκαν με αιτήματα για μια δημοκρατία εργατικών και αγροτικών συμβουλίων από μαρξιστές προσηλωμένους στην κομμουνιστική επανάσταση. Οι Νεζαλέζνικι εξήγησαν στη συνέχεια στην Κομμουνιστική Διεθνή:

«Αυτός ο αγώνας ήταν ένα ιστορικά πρωτοφανές γεγονός, αποτέλεσμα της σύγκρουσης μεταξύ των εσωτερικών και εξωτερικών δυνάμεων της ουκρανικής επανάστασης, αποτέλεσμα της ιμπεριαλιστικής κληρονομιάς της παλιάς Ρωσίας που διατηρείται στο ΚΚ(μπ.)Ου. Όλα αυτά εμπόδισαν την εδραίωση των εσωτερικών κοινωνικών δυνάμεων της ουκρανικής επανάστασης και δυσχέραναν την ωρίμανση και την αποκρυστάλλωση του ουκρανικού κομμουνιστικού προλεταριάτου.»179

Η εξέγερση εξαπλώθηκε γρήγορα και μέσα σε τρεις ή τέσσερις εβδομάδες η Ρέβκομ κυριάρχησε σε αρκετές περιοχές της Δεξιάς Όχθης. Σύμφωνα με τις περιγραφές των Μπολσεβίκων, το στρατόπεδο των επαναστατών αριθμούσε 25.000 άτομα, αν και άλλοι το υπολογίζουν μεταξύ 5.000 και 10.000.180 Ο Μαζουρένκο, ενθαρρυμένος από την αρχική τους επιτυχία, έστειλε τελεσίγραφο στον Ρακόφσκι:

«Προσοχή: Ρακόφσκι, επικεφαλής της λεγόμενης Ουκρανικής Κυβέρνησης Εργατών και Αγροτών Εκδόθηκε στις 25 Ιουνίου 1919 στην πόλη Σκβίρα. Στο όνομα του εξεγερμένου ουκρανικού εργαζόμενου λαού σας ανακοινώνω ότι οι εργάτες και οι αγρότες της Ουκρανίας έχουν ξεσηκωθεί με τα όπλα εναντίον σας, ως κυβέρνηση Ρώσων κατακτητών, η οποία, έχοντας περιβληθεί με συνθήματα που είναι ιερά για μας: 1) μια κυβέρνηση των σοβιέτ των εργατών και των αγροτών, 2) την αυτοδιάθεση των εθνών, συμπεριλαμβανομένης της απόσχισης, και 3) τον αγώνα ενάντια στους ιμπεριαλιστές κατακτητές και τους εκμεταλλευτές των εργαζόμενων μαζών, βεβηλώνει όχι μόνο αυτά τα ιερά συνθήματα και καταστρέφει την πραγματική δύναμη των εργατών και των εξαθλιωμένων αγροτών μιας γειτονικής χώρας, αλλά και τα χρησιμοποιεί για σκοπούς που απέχουν από κάθε σοσιαλιστική τάξη.»

Ήταν, σύμφωνα με τα λόγια του Μαζουρένκο, το «κύκνειο άσμα» τους. Αφού πίστεψαν ότι είχαν αναλάβει την ηγεσία του αυθόρμητου κινήματος, τα γεγονότα άρχισαν να αποδεικνύουν το αντίθετο.

Είχαν παραπλανηθεί σχετικά με μια αλλαγή στην κυβέρνηση της ΟυΛΔ «ότι η αντιδραστική πτέρυγα είχε αποχωρήσει και ότι διορίστηκε ένα νέο υπουργικό συμβούλιο αποτελούμενο από Σοσιαλιστές, το οποίο υποστηρίζει τη σοβιετική εξουσία».181 Στην πραγματικότητα, της κυβέρνησης της ΟυΛΔ ηγούνταν τώρα ο Μπόρις Μάρτος από τη δεξιά πτέρυγα του ΟυΣΔΕΚ, ενώ ο Πετλιούρα παρέμενε δικτατορικός επικεφαλής του Διευθυντηρίου.182 Μια κοινή επιστολή των Κεντρικών Επιτροπών του «επίσημου ΟυΣΔΕΚ» και του ΟυΣΕΚ κατήγγειλε ότι η «πρόθεση ορισμένων κομμάτων (Αριστεροί Σοσιαλεπαναστάτες και Σοσοαλδημοκράτες Νεζαλέζνικι) να εγκαθιδρύσουν κάποιο είδος ουκρανικού κομμουνισμού είναι μια πλήρης φαντασίωση.»183

Το επίσημο ΟυΣΔΕΚ διέψευσε τη συμφωνία που είχε γίνει στο Κίεβο και με το στρατό της ΟυΛΔ να αρχίζει να κάνει προόδους, μια «πρόσθετη συμφωνία» έγινε στο Τσόρνι Οστρίβ στις 9 Ιουνίου 1919. Οι Νεζαλέζνικι παραμερίστηκαν με τη διαβεβαίωση της νόμιμης ύπαρξης, υπό τον όρο της πίστης σε μια κυβέρνηση ΟυΣΔΕΚ-ΟυΣΕΚ.184 Αγκιτάτορες στάλθηκαν στις περιοχές των ανταρτών για να υπονομεύσουν τη Ρεβκόμ των Νεζαλέζνικι και να υποτάξουν τις μονάδες των ανταρτών στον Πετλιούρα. Εν τω μεταξύ, οι δυνάμεις που διοικούνταν από τον Ζελένι υπέστησαν σοβαρή ήττα σε μια τετραήμερη μάχη μεταξύ του Ομπούχοφ και του Τριπλίι στις αρχές Ιουλίου.

Ο Ζαλένι υποχώρησε προς το Ουμάν, ενώ το Ανώτατο Επαναστατικό Συμβούλιο του Μαζουρένκο, αναγκασμένο να εγκαταλείψει τις επιχειρήσεις του προς το Κίεβο, πολέμησε προς το Καμιάνετς στις 18 Ιουλίου.

Οι Νεζαλέζνικι θεώρησαν ότι τα ημιπρολεταριακά στοιχεία που το κόμμα είχε υπό την ηγεσία του είχαν αρχίσει να εκφυλίζονται: «Οι επαναστατικές ένοπλες ομάδες άρχισαν να γεμίζουν με αντεπαναστατικά στοιχεία άρχισε ο εκφυλισμός και ένα κίνημα πογκρόμ».185 Οι δυνάμεις υπό τη διοίκηση του Ζελένι επρόκειτο να αμαυρωθούν από τη διαμάχη για τη μεταχείριση των Εβραίων αυτή την περίοδο. Σύμφωνα με τον Elias Tcherikover, ο Ζελένι απέτρεψε ένα πογκρόμ στην Τριπίλλια, η οποία είχε χίλιους Εβραίους κατοίκους, αλλά σε πολλά άλλα μέρη ο Tcherikover καταγράφει μια σειρά από βιαιότητες εναντίον του εβραϊκού πληθυσμού.186 Οι πηγές σίγουρα συγκρούονται ως προς την ευθύνη του Ζελένι και άλλων διοικητών, αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι σημειώθηκαν φρικαλεότητες. Αυτή η οπισθοδρόμηση και η απώλεια της πολιτικής ηγεσίας ώθησε τους Νεζαλέζνικι να τερματίσουν την εξέγερση. Ο Μαζουρένκο κατέληξε στο συμπέρασμα: «Το κόμμα υπερεκτίμησε τη δύναμή του, παρερμήνευσε τις αντικειμενικές συνθήκες και τις συνέπειες που θα μπορούσαν να προκύψουν από το λανθασμένο βήμα του και αναγκάστηκε να παραδεχτεί την ήττα και να αποσυρθεί με την εναπομείνασα δύναμή του».187 Μπροστά στην προέλαση του Ρωσικού Εθελοντικού Στρατού [των Λευκών], μια συνάντηση στις 18-19 Ιουλίου των μελών της Οργανωτικής Επιτροπής και των εργατών που είχαν υπεύθυνες θέσεις, πήρε την απόφαση να εγκαταλείψει την εξέγερση. Αργότερα εξήγησαν:

«Ορισμένες οργανώσεις των Νεζαλέζνικι ανέλαβαν το καθήκον να δώσουν στο επαναστατικό κίνημα το ιδεολογικό περιεχόμενο ενός αγώνα ενάντια στην πολιτική κατοχής της σοβιετικής κυβέρνησης στην Ουκρανία. Ήθελαν να αναγκάσουν τη σοβιετική κυβέρνηση να αλλάξει την τακτική της, αλλά επειδή δεν είχαν τη δύναμη να κυριαρχήσουν στο κίνημα, οι ίδιοι χτυπήθηκαν από την αντεπανάσταση των Πετλιουρικών, που και η ίδια χτυπήθηκε από τον αντεπαναστατικό στρατό του Ντενίκιν.»188

Καθώς τους θεωρούσαν «Ουκρανούς Μπολσεβίκους», οι δυνάμεις του Πετλιούρα αφόπλισαν τις μονάδες των ανταρτών που είχαν υποχωρήσει στο έδαφος της ΟυΛΔ· οι Μαζουρένκο, Τκατσένκο, Ριτσίτσκι και άλλοι συνελήφθησαν.189 Ο διοικητής Ντιατσένκο εκτελέστηκε και οι υπόλοιποι διατάχθηκε επίσης να εκτελεστούν, σώθηκαν μόνο από την παρέμβαση του ΟυΣΕΚ.

Το καλοκαίρι του 1919 η Ουκρανική Σ.Σ.Δ. οδηγήθηκε σε κατάρρευση. Αυτό άλλαξε τον συσχετισμό δυνάμεων επέτρεψε την προσωρινή αναβίωση της ΟυΛΔ, ο στρατός της οποίας έφτασε στο Κίεβο ταυτόχρονα με τον Ρωσικό Εθελοντικό Στρατό του Ντενίκιν. Το «επίσημο ΟυΣΔΕΚ», που το είδε ως νίκη επί των Ρώσων και Ουκρανών Μπολσεβίκων καυχιόταν ότι «η ιστορία, όπως προβλέψαμε, πήγε σύμφωνα με τον Μαρξ και όχι σύμφωνα με τον Λένιν».190 Αυτό ήταν βραχύβιο μπροστά στον Ντενίκιν η ΟυΛΔ επίσης κατακερματίστηκε η Ρομπιτνίτσα Χαζέτα παραπονιόταν ότι οι πολίτες δεν έβλεπαν μεγάλη διαφορά μεταξύ του Πετλιούρα και του Ντενίκιν.191 Ο συντηρητικός επικεφαλής της δυτικοουκρανικής κυβέρνησης Πετρούσεβιτς έθεσε τον στρατό της Γαλικίας στην υπηρεσία του Ντενίκιν, με τον Πετλιούρα να στρέφεται στη συνέχεια προς την Πολωνία του Πιλσούντσκι, παραχωρώντας την Ανατολική Γαλικία με αντάλλαγμα μια συμμαχία.

Επίλογος

Επανεξετάζοντας το ρόλο των Ουκρανών μαρξιστών στην ουκρανική επανάσταση είναι απαραίτητο να αναγνωρίσουμε ότι το λαϊκό ρεύμα έχει πέσει θύμα των κυρίαρχων παραδειγμάτων που επικρατούν στην ιστοριογραφία εδώ και οκτώ δεκαετίες.192

Από τη μία πλευρά, η επίσημη σοβιετική ιστορία χρησίμευε ως πηγή νομιμοποίησης του συστήματος. Αυτό το ρεύμα δεν θεωρούσε ότι η ουκρανική επανάσταση διέθετε ανεξάρτητη δυναμική και παρουσίαζε τους Ρώσους Μπολσεβίκους ως πρωταγωνιστές σε ολόκληρη την επαναστατική διαδικασία του 1917-1920. Ο αντίποδας μπορεί να βρεθεί στη βιβλιογραφία του εθνικού παραδείγματος που αναπτύχθηκε κυρίως, αν και όχι αποκλειστικά, από Ουκρανούς μετανάστες. Δίνει στην εθνική διάσταση πρωταρχική θέση σε βάρος και με υποβάθμιση των κοινωνικών ζητημάτων. Αυτό που συχνά παραβλέπεται είναι η οµοιότητα των δύο παραδειγµάτων: χαρακτηριστικά που θεωρούνται αρνητικά στο ένα απεικονίζονται θετικά στο άλλο. Αυτό είναι αξιοσημείωτο στην αντιμετώπιση του σοσιαλιστικού/κομμουνιστικού στοιχείου της Ουκρανικής Επανάστασης. Και οι δύο ορθοδοξίες δίνουν έμφαση στην πιο μετριοπαθή τάση του, σαν να ήταν ο συνολικός του χαρακτήρας και υποβαθμίζουν τη σχετική επιρροή της λαϊκής επαναστατικής αριστεράς.193

Μια κριτική που ασκήθηκε στα ριζοσπαστικά ουκρανικά κόμματα από την εθνική σχολή είναι ότι, ενώ ο αγώνας παρέμενε εσωτερική υπόθεση, ηττήθηκαν από τους μετριοπαθείς Σοσιαλιστές αντιπάλους τους· απόδειξη αυτού είναι η αναβίωση της ΟυΛΔ στα τέλη του 1918 και όχι της σοβιετικής δημοκρατίας που οραματίζονταν. Ο ρωσικός Κόκκινος Στρατός μετατόπισε τις ισορροπίες προς το μέρος της.194 Στην πραγματικότητα, το 1919 οι Μπολσεβίκοι δεν θα μπορούσαν να έχουν κατακτήσει την εξουσία χωρίς μια εσωτερική μετατόπιση.

Οι Ουκρανοί αγρότες πέρασαν γρήγορα στην αντιπολίτευση ενάντια στο Διευθυντήριο μια σειρά από πρόσθετες αντάρτικες ταξιαρχίες υποστήριξαν ενεργά τη σοβιετική πλατφόρμα των Μποροτμπιστών και των Νεζαλέζνικι.195 Καθώς ο Κόκκινος Στρατός προέλαυνε προς το Κίεβο, οι τάξεις του διογκώθηκαν από Ουκρανούς στρατιώτες που πήγαν μαζικά, βλέποντας στην εξέγερση το μέσο με το οποίο θα μπορούσαν να πραγματοποιήσουν τις κοινωνικές τους προσδοκίες που τόσο παραμελήθηκαν από το Διευθυντήριο.196

Την άνοιξη του 1919 η δημιουργία μιας ουκρανικής δημοκρατίας βασισμένης στην αυτοδιοίκηση των εργατών και των αγροτών με μια πλειάδα φιλοσοβιετικών κομμάτων ήταν μια βιώσιμη δυνατότητα. Γιατί δεν υλοποιήθηκε η αντίληψή τους για την Ουκρανία; Θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί η ιστορική τραγωδία της; Η ανάλυση που διατηρεί την εγκυρότητά της ήταν αυτή που παρουσίασε το Ουκρανικό Κομμουνιστικό Κόμμα (Νεζαλέζνικι), η οποία ξεκίνησε κατά τη διάρκεια της αντίστασης στον Ντενίκιν στις 16 Δεκεμβρίου 1919.197 Η ανάλυσή τους αναπτύχθηκε πληρέστερα στο Υπόμνημά τους προς το Δεύτερο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς το 1920.

Γραμμένο από τον Ριτσίτσκι, το Υπόμνημα εξηγούσε ότι από τις τάσεις ανάπτυξης του παγκόσμιου καπιταλισμού στη φάση του ιμπεριαλισμού, είχαν προκύψει νέες υποκειμενικές δυνάμεις. Ενώ η κύρια δύναμη που εκδηλωνόταν ήταν «η παγκόσμια προλεταριακή επανάσταση που ξεκίνησε από τη Ρωσία», ήταν απαραίτητο να αναγνωριστεί ότι «η καπιταλιστική ανάπτυξη ευνοεί την τάση των υποδουλωμένων αποικιακών λαών να αγωνιστούν για εθνική απελευθέρωση – για ανεξάρτητη κρατική υπόσταση». Το καθήκον των εθνικών επαναστάσεων ήταν να αποδεσμεύσουν τις παραγωγικές δυνάμεις από τους περιορισμούς και τις στρεβλώσεις του ιμπεριαλισμού η δημιουργία ανεξάρτητων εργατικών δημοκρατιών ήταν ένας απαραίτητος παράγοντας αν η εργατική τάξη ήθελε να υπερβεί το παγκόσμιο κεφάλαιο. Αν η εργατική τάξη προσπαθούσε να δημιουργήσει την κομμουνιστική κοινωνία στη βάση μόνο της μιας από τις δύο αντιφατικές τάσεις των παραγωγικών δυνάμεων, τότε θα οδηγούσε σε κατακερματισμό και άρνηση του εαυτού της. Το Υπόμνημα συνόψιζε:

«Είναι, επομένως, αδιανόητο και αντιδραστικό να επιχειρείται οποιαδήποτε βίαιη μεταφορά της προλεταριακής επανάστασης εντός των συνόρων των παλαιών ιμπεριαλιστικών κρατών. Το καθήκον του διεθνούς προλεταριάτου είναι να τραβήξει προς την κομμουνιστική επανάσταση και την οικοδόμηση μιας νέας κοινωνίας όχι μόνο τις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες αλλά και τους λιγότερο ανεπτυγμένους λαούς των αποικιών – εκμεταλλευόμενο τις εθνικές τους επαναστάσεις. Για να εκπληρώσει αυτό το καθήκον, πρέπει να πάρει ενεργό μέρος σε αυτές τις επαναστάσεις και να παίξει τον ηγετικό ρόλο στην προοπτική της διαρκούς επανάστασης, να εμποδίσει την εθνική αστική τάξη να τις περιορίσει στο επίπεδο της εκπλήρωσης του αιτήματος της εθνικής απελευθέρωσης. Είναι απαραίτητο να συνεχίσει τον αγώνα μέχρι την κατάληψη της εξουσίας και την εγκαθίδρυση της δικτατορίας του προλεταριάτου και να οδηγήσει την αστικοδημοκρατική επανάσταση μέχρι τέλους μέσω της εγκαθίδρυσης εθνικών κρατών προορισμένων να ενταχθούν στο παγκόσμιο δίκτυο της διεθνούς ένωσης των αναδυόμενων σοβιετικών δημοκρατιών που θα βασίζεται στις δυνάμεις των τοπικών προλεταριακών και εργατικών μαζών κάθε χώρας με την αμοιβαία βοήθεια όλων των τμημάτων της παγκόσμιας επανάστασης.»198

Η προσέγγιση του ΟυΚΚ ήταν μοναδική· ήταν το μόνο κομμουνιστικό κόμμα που αναφέρθηκε στην έννοια της διαρκούς επανάστασης καθ’ όλη τη διάρκεια της Ρωσικής Επανάστασης. Από αυτή την κατανόηση της διαλεκτικής της παγκόσμιας επαναστατικής διαδικασίας μπορούσε κανείς να «κατανοήσει την πορεία και τον χαρακτήρα της ουκρανικής επανάστασης και έτσι να καθορίσει τα καθήκοντα του ουκρανικού προλεταριάτου και του κομμουνιστικού κόμματός του».199 Αυτές ήταν οι άλυτες αντιφάσεις της πάλης των εσωτερικών και εξωτερικών κοινωνικών δυνάμεων στην Ουκρανία που καθυστερούσαν την επανάσταση.

Αυτό είχε «επηρεάσει ολόκληρη την πορεία της ουκρανικής επανάστασης, η οποία δεν μπόρεσε μέχρι στιγμής να εξελιχθεί πλήρως σε κομμουνιστική επανάσταση».

Το ρήγμα που αναπτύχθηκε το 1919 στο εσωτερικό της αριστεράς δεν προήλθε μόνο από τη δυσαρέσκεια για την πολιτική στο εθνικό ζήτημα, αλλά και από τη συνολική απουσία αυτοδιακυβέρνησης. Το πιο δημοφιλές αίτημα των εξεγέρσεων που προέκυψαν ήταν η δημιουργία δημοκρατικά εκλεγμένων σοβιέτ. Ένα μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΟυΚΚ, ο Ιβάν Μαϊστρένκο, θεωρούσε ότι οι Μπολσεβίκοι είχαν «περισσότερες ευκαιρίες από τους Γιακωβίνους να συνεχίσουν την εθνική επανάσταση, με άλλα λόγια να οργανώσουν τη δημιουργική ορμή των μαζών που κατευθυνόταν προς την οικοδόμηση μιας νέας κοινωνίας».200 Μια τέτοια ευκαιρία ήταν οι εκκλήσεις του 1919 για την ανασύσταση της Σοβιετικής Ουκρανίας ως πραγματικά ανεξάρτητης και αυτοδιοικούμενης δημοκρατίας που ακούστηκαν στη Βουδαπέστη. Ο Λένιν έγραψε ότι «η ουγγρική προλεταριακή επανάσταση βοηθάει ακόμα και τους τυφλούς να δουν».201 Αυτή η επιφώτιση δεν έφτασε ούτε στον Ρακόφσκι ούτε στον Λένιν. Η ευκαιρία χάθηκε.

Η εμπειρία αυτού και των προηγούμενων επεισοδίων θέτει υπό αμφισβήτηση τη μακροχρόνια αποδεκτή εξήγηση για τη μοίρα της Ρωσικής Επανάστασης, δηλαδή τον πρωταρχικό ρόλο των εξωτερικών παραγόντων στον εκφυλισμό της και την άνοδο του σταλινισμού. Σε συνδυασμό με αυτή την εκτίμηση είναι ο ισχυρισμός ότι οι δυσμενείς συνθήκες περιόρισαν τις επιλογές που είχαν οι Μπολσεβίκοι. Ο σοβιετικός ιστορικός Volodymyr Chyrko υποστήριξε ότι η εμπειρία των Νεζαλέζνικι διαψεύδει «ότι ένα μονοκομματικό σύστημα εγκαθιδρύθηκε στη χώρα μας ως συνέπεια του ότι οι Μπολσεβίκοι δεν ήταν πρόθυμοι να συνεργαστούν με κανέναν».202 Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι Μπολσεβίκοι συνεργάστηκαν με άλλους, αλλά ήταν μια σχέση που επιβαρύνθηκε από τις αντικρουόμενες αντιλήψεις μεταξύ των Μπολσεβίκων και των άλλων κομμάτων σχετικά με το ποια ακριβώς επανάσταση δημιουργούσαν. Μια σύγκρουση που συνοψίστηκε από τους Νεζαλέζνικι το 1918 σαν σύγκρουση μεταξύ της δικτατορίας των εργατών και των αγροτών ή της δικτατορίας ενός τμήματος του προλεταριάτου και του κόμματός του. Στο τέλος επικράτησε η τελευταία.

Για τους Μπολσεβίκους, ο σοσιαλισμός δεν μπορούσε να αναπτυχθεί σε μια μεμονωμένη, απομονωμένη, καθυστερημένη χώρα όπως η Ρωσία χωρίς τη βοήθεια των πιο ανεπτυγμένων χωρών της Ευρώπης. Το σχέδιό τους βασιζόταν στην επέκταση της επανάστασης προς τα δυτικά. Η όλη προσέγγιση στην Ουκρανία συνέβαλε στην υπονόμευση της ίδιας της προοπτικής στην οποία βασίστηκε η Οκτωβριανή Επανάσταση.

Αυτό που είναι εντυπωσιακό σε αυτή την καίρια συγκυρία είναι ότι παρά την απογοήτευση για τους Μπολσεβίκους δεν υπήρξε κατάρρευση ή μείωση της υποστήριξης της σοβιετικής ιδέας. Πράγματι, συνέβη το αντίθετο. Το χειμώνα του 1919-1920 οι Μποροτμπιστές, οι οποίοι βασίζονταν σε μεγάλο βαθμό σε αγρότες, έχοντας επαναδραστηριοποιηθεί ως «Ουκρανικό Κομμουνιστικό Κόμμα (Μποροτμπιστές)», γνώρισαν μια αύξηση της υποστήριξης. Μια εξήγηση για αυτή την κινητοποίηση είναι ότι βασίστηκαν στην επιλογή μεταξύ της παλινόρθωσης και της αντίστασης ωστόσο αυτό δεν ερμηνεύει πλήρως την Ουκρανία.

Παρά τις συνθήκες που φαίνονταν ευνοϊκότερες για τα κόμματα της εναπομείνασας ΟυΛΔ, δεν κατάφεραν να κερδίσουν την ηγεμονία έναντι της λαϊκής αντίστασης το χειμώνα του 1920. Αλλά το φιλοσοβιετικό κύμα του 1920 που νίκησε τον Ρωσικό Εθελοντικό Στρατό δεν μπόρεσε να επαναφέρει τον Μάρτιο του 1919, όπως συμπέρανε ο Βιννιτσένκο στο έργο του Η αναγέννηση ενός έθνους, αν το σχέδιό τους είχε γίνει αποδεκτό και είχε δημιουργηθεί ένα κοινό σοβιετικό μέτωπο, η Ουγγρική Σοβιετική Δημοκρατία και η Σοβιετική Βαυαρία θα είχαν σωθεί.203