Εισβολή και αντίσταση – Μποροτμπισμός, επαναστατικός σοσιαλισμός στην Ουκρανική Επανάσταση 1917-1921

Η Ουκρανία έχει πέσει θύμα εισβολής αρκετές φορές κατά τη διάρκεια της τραγικής ιστορίας της χώρας αυτής. Σε κάθε μία από αυτές τις περιπτώσεις η εισβολή συνοδεύτηκε από κινήματα αντίστασης και ριζοσπαστικοποίησης του πληθυσμού. Ένα τέτοιο κίνημα ήταν οι Μποροτμπιστές, οι οποίοι ήταν η ριζοσπαστική αριστερά του Ουκρανικού Κόμματος Σοσιαλιστών Επαναστατών κατά τη διάρκεια της επανάστασης του 1917-1921. Στη συνέχεια σχημάτισαν το Ουκρανικό Κομμουνιστικό Κόμμα (Μποροτμπιστές) και επεδίωξαν την ένταξη στην Τρίτη Διεθνή, ενώ διαδραμάτισαν ηγετικό ρόλο κατά την εθνική και πολιτιστική αναγέννηση της Ουκρανίας τη δεκαετία του 1920.

Παρακάτω δημοσιεύονται τρία άγνωστα κείμενα των Μποροτμπιστών, η Πλατφόρμα της Κεντρικής Επιτροπής του Ουκρανικού Κόμματος Σοσιαλιστών Επαναστατών (1918), το Σχέδιο Διατάγματος για την ενθάρρυνση της ανάπτυξης του πολιτισμού του ουκρανικού λαού (1920) και το Υπόμνημα του Ουκρανικού Κομμουνιστικού Κόμματος (Μποροτμπιστών) προς την Εκτελεστική Επιτροπή της Τρίτης Κομμουνιστικής Διεθνούς, (1920).

Εισαγωγή

Με την ανατροπή της απολυταρχίας το 1917, η Ουκρανική Επανάσταση διαφοροποιήθηκε σύντομα από την ευρύτερη Ρωσική Επανάσταση, θέτοντας ως στόχο της την επίτευξη της εθνικής χειραφέτησης μέσω της δημιουργίας μιας Ουκρανικής Δημοκρατίας.

Η περίοδος αυτή ήταν μια περίοδος πρωτοφανούς αυτοοργάνωσης και κινητοποίησης των μαζών, το ουκρανικό κίνημα περιελάμβανε ένα μπλοκ της μεσαίας τάξης, της αγροτιάς, των εργατών και των επαναστατών-δημοκρατών διανοουμένων, με επίκεντρο την ουκρανική Κεντρική Ράντα [Συμβούλιο]. Η Ράντα ήταν μια μαζική συνέλευση που αποτελούνταν από συμβούλια αγροτών, στρατιωτών και εργατών, περιλάμβανε όλα τα σοσιαλιστικά κόμματα, ρωσικά, ουκρανικά, εβραϊκά και πολωνικά.1

Το κίνημα αυτό μετέτρεψε την κατάσταση από μια κατάσταση όπου επισήμως εντός της Ρωσικής Αυτοκρατορίας η Ουκρανία δεν υπήρχε, σε μια κατάσταση όπου, τον Ιούλιο του 1917, η Ρωσική Προσωρινή Κυβέρνηση αναγκάστηκε να αναγνωρίσει τη Ράντα ως «ανώτερο όργανο για τη διαχείριση των ουκρανικών εθνικών υποθέσεων».2 Με ιστορικούς όρους, η Ράντα αντιπροσώπευε για την Ουκρανία ό,τι η Πασχαλινή Εξέγερση και το Πρώτο Ντάιλ (Κοινοβούλιο) για την Ιρλανδική Δημοκρατία.

Οι ηγέτες και τα κόμματα στην πρώτη γραμμή του ουκρανικού κινήματος ήταν αποκλειστικά σοσιαλιστές, από το μετριοπαθές Ουκρανικό Κόμμα Σοσιαλιστών-Φεντεραλιστών μέχρι το μαρξιστικό Ουκρανικό Σοσιαλδημοκρατικό Εργατικό Κόμμα (ΟυΣΔΕΚ) και το μαζικό Ουκρανικό Κόμμα Σοσιαλιστών Επαναστατών (ΟυΚΣΕ). Η αυτόνομη κυβέρνηση της Ουκρανίας, η Γενική Γραμματεία και η «Μάλα Ράντα», δεν ήταν αποκλειστικά ουκρανικές, αλλά περιλάμβαναν μενσεβίκους, μπουντιστές και Ρώσους εσέρους.

Το ΟυΚΣΕ ήταν το μεγαλύτερο πολιτικό κόμμα και το κεντρικό στις επανειλημμένες κινητοποιήσεις της αγροτιάς το 1917 και κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου. Έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην αγροτική επανάσταση, εκατομμύρια εργάτες και αγρότες της υπαίθρου εγγράφηκαν στην Ένωση Ουκρανών Αγροτών (Σπίλκα) που οργανώθηκε από το ΟυΚΣΕ.

Η Ράντα αντιμετώπισε τα φλέγοντα ζητήματα του τερματισμού του πολέμου, της αγροτικής επανάστασης και της προσπάθειας για εργατικό έλεγχο, που συμπυκνώθηκε στο σύνθημα «γη για τους αγρότες και εργοστάσια για τους εργάτες». Στα τέλη του 1917, η ηγεσία της Ράντα άρχισε να καθυστερεί σε σχέση με το ρυθμό και τις προσδοκίες του λαϊκού κινήματος από τα κάτω.3 Οι σχέσεις μεταξύ των μετριοπαθών και κεντριστικών στοιχείων και της ριζοσπαστικοποιημένης βάσης του κινήματος ήταν τεταμένες.

Μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, ανακηρύχθηκε μια νέα Ουκρανική Λαϊκή Δημοκρατία με ευρεία υποστήριξη, η συγκυρία είδε επίσης αυξανόμενη υποστήριξη για μια πιο ριζοσπαστική στροφή. Αυτό αντικατοπτρίστηκε στην ανάπτυξη των αριστερών ρευμάτων τόσο στους Ουκρανούς Σοσιαλδημοκράτες όσο και στους Ουκρανούς Σοσιαλεπαναστάτες – μια πτυχή που υποβαθμίζεται τόσο από τη σταλινική όσο και από την εθνικιστική ιστοριογραφία.

Όμως, ενώ στη Ρωσία αυτή η ριζοσπαστικοποίηση οδήγησε τα διάφορα ρεύματα του λαϊκού κινήματος να συνασπιστούν στην ηγεσία των Μπολσεβίκων-Αριστερών Εσέρων στα σοβιέτ, η οποία ανταποκρίθηκε στην αλλαγή της διάθεσης, στην Ουκρανία το κύριο χαρακτηριστικό της κατάστασης ήταν ο κατακερματισμός. Η ουκρανική αγροτιά, στην συντριπτική της πλειοψηφία, δεν έβρισκε αυτόματα συμμάχους και ηγέτες στην εργατική τάξη των πόλεων, η οποία περιείχε επίσης ένα μεγάλο ρωσικό και εκρωσισμένο στοιχείο.4

Όσοι ήθελαν να δώσουν στην αναδυόμενη σοσιαλιστική επανάσταση ουκρανικό χαρακτήρα και μορφή, δεν τα κατάφεραν στη δίνη του χειμώνα του 1917-1918. Οι μπολσεβίκικες οργανώσεις στην Ουκρανία δεν ήταν προετοιμασμένες για την αντιαποικιακή διάσταση της επανάστασης. Στη μεταγενέστερη ανάλυσή του για τις εκλογές της Ρωσικής Συντακτικής Συνέλευσης, ο Λένιν τόνισε ότι οι Ουκρανοί σοσιαλιστές ήταν αυτοί που όχι μόνο είχαν εξασφαλίσει μεγάλο αριθμό ψήφων στο στρατό, αλλά και ότι, στην Ουκρανία συνολικά, «οι Ουκρανοί Σοσιαλιστές-Επαναστάτες και σοσιαλιστές συγκέντρωσαν την πλειοψηφία», καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι «το να αγνοούμε τη σημασία του εθνικού ζητήματος στην Ουκρανία ... είναι ένα μεγάλο και επικίνδυνο λάθος.»5

Τα αποτελέσματα αποτύπωσαν τη λαϊκή βάση του ουκρανικού κινήματος, καταδεικνύοντας ότι η απογοήτευση από τη Ράντα δεν μεταφράστηκε αυτόματα σε απόρριψη της ίδιας της ουκρανικής υπόθεσης. Ενώ ορισμένοι ιστορικοί επισημαίνουν τον περιορισμένο αριθμό ψήφων υπέρ των Μπολσεβίκων στην Ουκρανία, είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε ποιοι ακριβώς εκλέχθηκαν.

Από τους 120 βουλευτές που εκλέχθηκαν από την Ουκρανία, το ΟυΚΣΕ αποτέλεσε μια παράταξη 81 βουλευτών στη Ρωσική Συντακτική Συνέλευση.6 Στις τάξεις τους υπερίσχυε το ριζοσπαστικό αριστερό ρεύμα, η ομάδα των «Διεθνιστών» που συνέδεε την εθνική χειραφέτηση με την παγκόσμια επανάσταση. Μετά τη διάλυση της Πανρωσικής Συντακτικής Συνέλευσης, αυτοί οι αριστεροί βουλευτές του ΟυΚΣΕ επέστρεψαν στο Κίεβο και προσπάθησαν να αντικαταστήσουν τη Γενική Γραμματεία με μια νέα κυβέρνηση με την αριστερή πτέρυγα του ΟυΣΔΕΚ και να επιδιώξουν ειρήνη με τους Μπολσεβίκους. Το σχέδιό τους αποκαλύφθηκε και έξι ηγέτες του ΟυΚΣΕ συνελήφθησαν και η Αριστερά του ΟυΚΣΕ αποκλείστηκε από τη Ράντα.7

Τίποτα από όλα αυτά δεν ενίσχυσε τη θέση της Ράντα, η οποία αντιμετώπιζε υπαρξιακή κρίση. Η σοβιετική εξουσία εδραιωνόταν στη μία πόλη μετά την άλλη. Το να βλέπουμε αυτό το γεγονός αποκλειστικά ως μια ρωσική «εισβολή» είναι μια λανθασμένη απεικόνιση. Οι τοπικές Κόκκινες Φρουρές, οι εργατικές πολιτοφυλακές και οι Ουκρανοί στρατιώτες προώθησαν ενεργά τις εξεγέρσεις του τοπικού πληθυσμού.

Στο Χάρκοβο, οι αντιπρόσωποι από το ένα τρίτο των σοβιέτ της Ουκρανίας «ανέλαβαν την πλήρη κρατική εξουσία στην Ουκρανική Λαϊκή Δημοκρατία» και ανακήρυξαν μια αντίπαλη κυβέρνηση, τη Λαϊκή Γραμματεία. Ήταν σε μεγάλο βαθμό μπολσεβίκοι που είχαν συμμαχήσει με τους ΟυΣΔΕΚ (Αριστερά), οι οποίοι είχαν αποσχιστεί από το κόμμα τους.

Η Λαϊκή Γραμματεία, αφού αυτοανακηρύχθηκε κυβέρνηση της Ουκρανικής Δημοκρατίας, σύντομα ανακάλυψε ότι αυτή την άποψη δεν συμμερίζονταν ούτε η Ρωσία ούτε οι απεσταλμένοι της. Οι απόψεις που έτρεφαν ορισμένοι κορυφαίοι μπολσεβίκοι απέναντι στην Ουκρανία αποκαλύπτονται σε ένα τηλεγράφημα που έστειλε ο Στάλιν στον Λαϊκό Επίτροπο Εθνικοτήτων: «Αρκετά με τα παιχνίδια κυβέρνησης και δημοκρατίας. Ήρθε η ώρα να εγκαταλείψουμε αυτό το παιχνίδι∙ φτάνει πια».8

Η Ρωσία ανέπτυξε στην Ουκρανία μια δύναμη δέκα χιλιάδων ατόμων υπό τη διοίκηση του Βλαντιμίρ Αντόνοφ-Οβσέγιενκο. Διοικητής των σοβιετικών δυνάμεων που προέλασαν στο Κίεβο ήταν ο Ρώσος σοβινιστής Ν.Α. Μουράβιοφ, ο οποίος αρνήθηκε να αποδεχθεί την εξουσία της Λαϊκής Γραμματείας, την οποία θεωρούσε ένοχη για «στενό εθνικισμό». Ο Αντόνοφ σημείωσε ότι ο Μουράβιοφ υιοθέτησε «τον τόνο του κατακτητή και μπήκε σε οξεία σύγκρουση με το τοπικό σοβιέτ και ξεσήκωσε όλους τους Ουκρανούς εναντίον του.»9

Καθώς το Κίεβο κινδύνευε να πέσει, στις 17 Ιανουαρίου σχηματίστηκε εκεί μια νέα κυβέρνηση, στην οποία κυριαρχούσε η κεντροδεξιά παράταξη των Ουκρανών Σοσιαλιστών Επαναστατών. Δελεασμένη από την έκκληση των Γερμανών, η αντιπροσωπεία που εκπροσωπούσε τη Ράντα υπέγραψε ξεχωριστή συνθήκη ειρήνης στο Μπρεστ Λιτόφσκ στις 27 Ιανουαρίου 1918. Υπήρχε ένα τίμημα για τα 200.000 γερμανικά και αυστριακά στρατεύματα που εκδίωξαν τους Μπολσεβίκους από την Ουκρανία, το οποίο μετρήθηκε σε σιτηρά και πρώτες ύλες.

Σύντομα οι Γερμανοί καθαίρεσαν τις αντίπαλες κυβερνήσεις που διεκδικούσαν την εξουσία της Ουκρανικής Λαϊκής Δημοκρατίας, πρώτα τη Λαϊκή Γραμματεία και στη συνέχεια τους οικοδεσπότες της Ράντα, τους οποίους θεωρούσαν αναξιόπιστους «αριστερούς οπορτουνιστές». Οι Γερμανοί εγκατέστησαν τον Αταμάνο Πάβλο Σκοροπάντσκι, έναν αριστοκράτη γαιοκτήμονα και πρώην τσαρικό αξιωματικό, ο οποίος εγκαθίδρυσε ένα αυταρχικό «ουκρανικό κράτος» – το Χετμανάτο.10

Το Χετμανάτο άρχισε να ανατρέπει τα κεκτημένα της επανάστασης, με τις κατοχικές αυστρογερμανικές δυνάμεις να έχουν «ελεύθερα τα χέρια τους στο εμπόριο και την προμήθεια πρώτων υλών», άρχισαν να αποσπούν ό,τι μπορούσαν με τη βία των όπλων από την ύπαιθρο.11 Η οπισθοδρόμηση που επικράτησε στην Ουκρανία το 1918 αντιμετωπίστηκε σύντομα από ένα κύμα αντίστασης, καθώς οι εξεγέρσεις εξαπλώθηκαν στην ύπαιθρο τον Μάιο και ένα κύμα εργατικών απεργιών που ξέσπασε τον Ιούλιο. Κατά τη διάρκεια του 1918, αυτή η λαϊκή αντίσταση στην κατοχή θα κόστιζε στον Γερμανικό Αυτοκρατορικό Στρατό 20.000 νεκρούς.

Η εμπειρία του πρώτου έτους της επανάστασης στην Ουκρανία προκάλεσε σημαντικές εξελίξεις στα κύρια ουκρανικά κόμματα – αντανακλούσε το γεγονός ότι, στα μάτια πολλών εργατών και αγροτών, μια εναλλακτική διατύπωση της εθνικής χειραφέτησης ήταν πλέον απαραίτητη. Ένα ποικιλόμορφο ρεύμα διαμορφώθηκε μέσα στους Μπολσεβίκους, τους Ουκρανούς Σοσιαλιστές Επαναστάτες και τους Σοσιαλδημοκράτες, το οποίο υποστήριζε μια σοβιετική πλατφόρμα και προσπαθούσε να την υλοποιήσει μέσα σε μια «ανεξάρτητη ουκρανική σοσιαλιστική δημοκρατία».

Στα μέσα Μαΐου του 1918, στο τέταρτο συνέδριο του ΟυΚΣΕ, οι διεθνιστές πέτυχαν τον έλεγχο ολόκληρου του κόμματος, το οποίο πλέον διασπάστηκε. Με το όνομα της εφημερίδας του κόμματος Μπορότμπα [Αγώνας], οι Διεθνιστές, η αριστερή πτέρυγα, υιοθέτησαν το όνομα «Μποροτμπίστι».

Κατά την περίοδο της δεύτερης σοβιετικής κυβέρνησης στην Ουκρανία, (Φεβρουάριος - Αύγουστος 1919), με επικεφαλής τον Κριστιάν Ρακόφσκι, οι Μποροτμπιστές θα έπαιζαν επίσης ηγετικό ρόλο, ενώ αρκετοί από αυτούς θα αναλάμβαναν θέσεις στην κυβέρνηση της νέας Ουκρανικής Σ.Σ.Δ. Μετά την πτώση αυτής της κυβέρνησης τον Αύγουστο του 1919, επαναδραστηριοποιήθηκαν ως Ουκρανικό Κομμουνιστικό Κόμμα (Μποροτμπιστές).

Κατά την περίοδο της κατοχής της Ουκρανίας από τον λευκό ρωσικό στρατό υπό τον Ντενίκιν, οι Μποροτμπιστές έπαιξαν ηγετικό ρόλο στην αντίσταση. Ο Μιχάιλο Χρουσέφσκι, πρώην ηγέτης της Κεντρικής Ράντα, έγραψε το 1920 για τους Μποροτμπιστές ότι όταν «ηγήθηκαν μιας εξέγερσης με το σύνθημα μιας Ουκρανικής Δημοκρατίας που θα ήταν ανεξάρτητη αλλά σοβιετική και φιλική προς τους Μπολσεβίκους και τη Σοβιετική Ρωσία, οι μάζες συνέρρευσαν στο λάβαρό τους...»12

Το Ουκρανικό Κομμουνιστικό Κόμμα (Μποροτμπιστές), αγωνίστηκε για μια ανεξάρτητη Ουκρανική Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία που θα συμμαχούσε μέσω ομοσπονδίας με τη Ρωσική Σοβιετική Δημοκρατία. Επιδίωξε την ένταξη ως ανεξάρτητο κόμμα στην Τρίτη (Κομμουνιστική) Διεθνή.

Την άνοιξη του 1920, οι Μποροτμπιστές συγχωνεύτηκαν με το Κομμουνιστικό Κόμμα (Μπολσεβίκοι) της Ουκρανίας. Παρέχοντας στο τελευταίο πολλούς εξέχοντες ηγέτες, προσωπικότητες όπως ο Ολεξάντερ Σούμσκι, θα έπαιζαν εξέχοντα ρόλο κατά την περίοδο της Ουκρανοποίησης, της εθνικής και πολιτιστικής αναγέννησης της δεκαετίας του 1920 στη Σοβιετική Ουκρανία. Η επιρροή τους διήρκεσε μέχρι την έναρξη της σταλινικής τρομοκρατίας στην Ουκρανία.

Τα κείμενα αυτά αναδημοσιεύονται με την άδεια του κορυφαίου έργου στην αγγλική γλώσσα για το θέμα: Ivan Maistrenko, Borotbism: A Chapter in the History of the Ukrainian Revolution [Μποροτμπισμός: Ένα Κεφάλαιο στην Ιστορία της Ουκρανικής Επανάστασης], Επιμέλεια: Christopher Ford, 2019.

Πλατφόρμα της Κεντρικής Επιτροπής του Ουκρανικού Κόμματος Σοσιαλιστών Επαναστατών:

Η παρούσα κατάσταση των πραγμάτων και η τακτική του κόμματος

(εγκρίθηκε από την Κεντρική Επιτροπή στις 3 Ιουνίου 1918)13

I. Αξιολογώντας την παρούσα κατάσταση πραγμάτων, η Κεντρική Επιτροπή του Ουκρανικού Κόμματος Σοσιαλιστών Επαναστατών επιβεβαιώνει τα εξής:

1. Η επανάσταση στην Ουκρανία βρίσκεται σήμερα σε βαθιά κρίση και παρακμή. Η αστική τάξη (οι γαιοκτήμονες και οι βιομηχανικοί καπιταλιστές) στην Ουκρανία, ενωμένη με μικροαστικούς κύκλους (τους κουλάκους-ιδιοκτήτες) υποστηριζόμενη από τη διεθνή αστική τάξη (γερμανική, ρωσική, πολωνική και άλλες) και στηριζόμενη στις δυνάμεις του γερμανικού ιμπεριαλισμού, ηγήθηκε μιας αντεπαναστατικής επίθεσης που κατέληξε στο λεγόμενο πραξικόπημα τον Απρίλιο του τρέχοντος έτους.

2. Η αντεπανάσταση, με τους πληρεξούσιους της διεθνούς αστικής τάξης τον Αταμάνο και την κυβέρνησή του, εκμηδένισε όλες τις κατακτήσεις ενός χρόνου της ουκρανικής επανάστασης. Η μεγάλη κατάκτηση του εθνικού κινήματος στην Ουκρανία –η Ουκρανική Λαϊκή Δημοκρατία με εθνική-πολιτιστική αυτονομία – καταστράφηκε. Έχοντας καταργήσει όλες τις πολιτικές και αστικές ελευθερίες που κέρδισε η επανάσταση και έχοντας καταστρέψει όλες τις οργανώσεις του εργαζόμενου λαού, οι αντιδραστικοί εγκαθίδρυσαν ένα μοναρχικό κράτος, το οποίο καταπάτησε όλες τις κοινωνικοοικονομικές μεταρρυθμίσεις, πάνω απ’ όλα τη μεγαλύτερη από αυτές – την κοινωνικοποίηση της γης και την εργατική νομοθεσία.

II. Λαμβάνοντας υπόψη το εύρος και το χαρακτήρα που πήρε το επαναστατικό κίνημα στην Ουκρανία, το οποίο είναι σημαντικότερο από ένα χρόνο επαναστατικής εκπαίδευσης των μαζών, αφενός και, αφετέρου, λαμβάνοντας υπόψη το αναπόφευκτο της επαναστατικής αντιμετώπισης του βάρους της παγκόσμιας καταιγίδας από τη διεθνή δημοκρατία, η Κεντρική Επιτροπή του ΟυΚΣΕ θεωρεί τη σημερινή αντίδραση στην Ουκρανία ως μια προσωρινή υποχώρηση της επανάστασης, οι λόγοι της οποίας είναι οι εξής:

1. Η απουσία ισχυρών οργανώσεων στο κέντρο και, κυρίως, σε τοπικό επίπεδο, οι οποίες θα μπορούσαν από μόνες τους να παράσχουν τη στήριξη στο επαναστατικό κίνημα και, την κατάλληλη στιγμή, να αποκρούσουν την αντεπανάσταση,

2. Η μονόπλευρη εθνική πολιτική της ουκρανικής Κεντρικής Ράντα, από την οποία η ουκρανική δημοκρατία από την αρχή απαιτούσε απαντήσεις σε μια ολόκληρη σειρά κοινωνικών ζητημάτων, των οποίων η συγκεκριμενοποίηση και η πλήρης επίλυση θα μπορούσε μόνο να αποτελέσει τη βάση για την ένωση όλου του ουκρανικού εργαζόμενου λαού γύρω από τα ηγετικά του όργανα και, αντίθετα, η καθυστέρηση των οποίων, σε συνδυασμό με μια αποκλειστικά εθνική πολιτική, προκάλεσε τη δυσπιστία των μαζών και ένα μπολσεβίκικο κίνημα ως αντίδραση στην επικρατούσα κατάσταση.

3. Η καταστροφική επίθεση των μπολσεβίκων στην Ουκρανία, η οποία διέσπασε και αποθάρρυνε τις εργατικές τάξεις της κοινωνίας, η οποία, με την παρανόηση του εθνικού ζητήματος και τον συγκεντρωτισμό της, παρήγαγε σοβινισμό στις λαϊκές μάζες, δημιούργησε τη βάση για τον εθνικό αποχωρισμό και την εθνική κυριαρχία, και η συμφωνία τους με τη γερμανική στρατιωτική δύναμη, η οποία στην καταστρεπτική της επίθεση, αναπόφευκτα κατέστρεψε ή διέλυσε και τις οργανώσεις της επαναστατικής δημοκρατίας στην Ουκρανία.

4. Η εύκαμπτη και ασταθής εσωτερική πολιτική της Μάλα Ράντα και της κυβέρνησής της, του Συμβουλίου των Λαϊκών Υπουργών, η οποία αμφιταλαντευόταν μεταξύ των μικροαστικών και των εργατικών τάξεων της κοινωνίας, επιτρέποντας την επιταχυνόμενη οργάνωση της αντίδρασης, απομακρυνόμενη όλο και περισσότερο από την επαναστατική δημοκρατία και μη δίνοντάς της την ευκαιρία να οργανωθεί, κάτω από τη σημαντική επιρροή και πίεση που ασκούσε η διεθνής και ιδιαίτερα η γερμανική ιμπεριαλιστική αστική τάξη στην ουκρανική κυβέρνηση.

5. Η ανεπίτρεπτη και εγκληματική, από την άποψη του διεθνούς σοσιαλισμού, ένωση της ουκρανικής κυβέρνησης με τον γερμανικό στρατό απαξίωσε την Κεντρική Ράντα στα μάτια μεγάλου μέρους των εργατικών τάξεων, εξέθεσε την ίδια την ιδέα του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος και των ουκρανικών σοσιαλιστικών κομμάτων, αποθάρρυνε την ουκρανική δημοκρατία, οδήγησε αντικειμενικά στην εξάλειψη όλων των κατακτήσεων της επανάστασης, άνοιξε ένα ευρύ πεδίο στην Ουκρανία για τη δράση της διεθνούς αντίδρασης, η οποία, στο πρόσωπο της γερμανικής αστικής τάξης, υποστηριζόμενη από τις ξιφολόγχες του αυστρογερμανικού στρατού στην Ουκρανία και εκμεταλλευόμενη την απουσία στρατιωτικής δύναμης της [Ουκρανικής Λαϊκής] Δημοκρατίας και την έλλειψη ισχυρών δημοκρατικών οργανώσεων, βοήθησε ανοιχτά την αστική τάξη στον αγώνα της κατά της αγροτικής μεταρρύθμισης και άλλων κοινωνικών μεταρρυθμίσεων, επιδιώκοντας τους δικούς της στόχους, δηλαδή:

α) τη μετατροπή της Ουκρανίας σε αποικία της,

β) την αναίρεση όλων των παραχωρήσεων, που έγιναν στη συνθήκη του Μπρεστ υπό την πίεση των στρατιωτικών συνθηκών στο ανατολικό μέτωπο και από την επιθυμία να εκμεταλλευτεί γρήγορα τις πολιτικές συνθήκες στη Ρωσία για να αποδυναμώσει τον ιμπεριαλιστικό αντίπαλό της,

γ) τη δημιουργία στην Ουκρανία μιας πλασματικής αυτόνομης κυβέρνησης που θα εκτελούσε πειθήνια όλες τις οδηγίες του Βερολίνου προς την κατεύθυνση της πολιτικής και κοινωνικής ευθυγράμμισης με τη μητρόπολη∙ τη δυσαρέσκεια για τη φιλελεύθερη-δημοκρατική πολιτική της ουκρανικής Κεντρικής Ράντα και το φόβο ότι η σύγκληση της ουκρανικής Συντακτικής Συνέλευσης θα μπορούσε να αλλάξει αυτή την πολιτική προς την κατεύθυνση της επαναστατικής δημοκρατίας,

δ) την επιθυμία να αποτραπούν οι επαναστατικές ενέργειες των γερμανικών εργατικών τάξεων, να καλυφθούν με τις στρατιωτικές, «απελευθερωτικές» και οικονομικές νίκες του γερμανικού κράτους, ώστε να παραμείνουν σταθερά στα χέρια της ιμπεριαλιστικής, μιλιταριστικής αστικής τάξης,

6. την απουσία υποστήριξης του επαναστατικού κινήματος στην Ουκρανία από την πλευρά της διεθνούς δημοκρατίας, η οποία, διχασμένη από τον πόλεμο και την καταστροφή της Δεύτερης Διεθνούς, δεν ήταν σε θέση να δώσει μια σωστή, οργανωμένη απάντηση στις ενωμένες δράσεις της μαύρης διεθνούς ενάντια στην κόκκινη.

III. Επισημαίνοντας ότι το επαναστατικό κίνημα στην Ουκρανία αναγκάστηκε να παρεκκλίνει και να εισέλθει σε αυτή τη φάση υποχώρησης από την ανερμάτιστη πολιτική των προηγούμενων διοικητικών οργάνων της επανάστασης, από την καταστροφή των δημοκρατικών οργανώσεων, και κυρίως από την άμεση παρέμβαση στην πορεία των γεγονότων από προηγουμένως εξωτερικούς παράγοντες, από την έλλειψη διεθνών δημοκρατικών οργανώσεων, που διαχωρίζονται από τεχνητά κρατικά σύνορα και από τον πόλεμο, και από την έλλειψη δράσεων αλληλεγγύης εκ μέρους τους, η Κεντρική Επιτροπή του ΟυΚΣΕ πιστεύει ότι ο αγώνας των εργαζομένων με τη σημερινή αντίδραση για την εθνική και κοινωνικοοικονομική απελευθέρωσή τους μπορεί να είναι πλήρως επιτυχής μόνο όταν ο αγώνας αυτός βασίζεται σε δημοκρατικές οργανώσεις με ταξική και πολιτική συνείδηση στην Ουκρανία και διεξάγεται σε πλήρη επαφή με τους δημοκράτες άλλων χωρών, ιδιαίτερα των κρατών της Κεντρικής Ευρώπης, με τα οποία η Ουκρανία συνδέεται ιστορικά – όταν οι δημοκράτες αυτών των κρατών υποστηρίζουν το επαναστατικό κίνημα στην Ουκρανία με την ετοιμότητα να διεξάγουν έναν ανοιχτό αγώνα με τις δικές τους αστικές τάξεις.

Η ουκρανική επανάσταση, που δεν ήταν μόνο πολιτική-εθνική, αλλά μια βαθιά κοινωνική επανάσταση, η οποία, από την αρχή, προσπάθησε να μετατραπεί σε μια διεθνή επανάσταση και είχε ως πολιτικό της σύνθημα μια χωρίς όρια ομοσπονδία δημοκρατιών (η οποία, στην περίπτωση της Ουκρανίας, επρόκειτο να υλοποιηθεί μέσω μιας απόφασης της ουκρανικής Συντακτικής Συνέλευσης), αναγκάστηκε από τις δυσμενείς συνθήκες να παραμείνει σε ένα εθνικό πλαίσιο και έτσι σχεδόν τελείωσε. Τώρα, η εισαγωγή σε αυτό ενός στοιχείου διεθνισμού την ωθεί αναπόφευκτα σε αυτό το μονοπάτι, το μονοπάτι της ανανέωσης του αγώνα για την υλοποίηση των συνθημάτων της - για την οικοδόμηση μιας σοσιαλιστικής διεθνούς, για την εξάλειψη του παγκόσμιου πολέμου στον οποίο έχει τώρα παρασυρθεί το ουκρανικό κράτος, για τη σύγκληση της ουκρανικής Συντακτικής Συνέλευσης, για τον αγώνα για γη και ελευθερία, για την ομοσπονδία.

Υπερασπιζόμενη την παλιά θέση του κόμματος και συνειδητοποιώντας ότι το σύνθημα της ανεξαρτησίας ως αυτοσκοπός είναι μόνο ένα όπλο στα χέρια της αντιδραστικής αστικής τάξης, η Κεντρική Επιτροπή του Ουκρανικού Κόμματος Σοσιαλιστών Επαναστατών πιστεύει ότι οι φιλοδοξίες για την απόκτηση κράτους, που συνδέονται αναγκαστικά με ιμπεριαλιστικές τάσεις, αποδυναμώνουν την ταξική πάλη των εργαζομένων και αναπόφευκτα έρχονται σε σύγκρουση με αυτήν. Ως εκ τούτου, η ανεξαρτησία του κράτους δεν μπορεί να είναι το αναγκαίο σύνθημα του εργαζόμενου λαού στον αγώνα του, αλλά μόνο ένα τακτικό μέσο για την επίτευξη παγκόσμιας ομοσπονδίας.

IV.

1. Με βάση όλα τα παραπάνω, η Κεντρική Επιτροπή του ΟυΚΣΕ, στον επαναστατικό αγώνα για την απελευθέρωση του ουκρανικού εργαζόμενου λαού, θα συντονίζει τις δράσεις της με τις δράσεις της διεθνούς επαναστατικής δημοκρατίας, συνάπτοντας τις στενότερες σχέσεις ιδιαίτερα με τα σοσιαλιστικά κόμματα της Γερμανίας, της Αυστροουγγαρίας, της Μεγάλης Ρωσίας, της Πολωνίας και άλλων γειτονικών κρατών, διατηρώντας αταλάντευτα την ταξική τακτική, βασισμένη στις επαναστατικές οργανώσεις του εργαζόμενου λαού της Ουκρανίας, χωρίς τις οποίες κανένας αγώνας ή εξέγερση δεν μπορεί να έχει θετικά αποτελέσματα και οι οποίες θα είναι ισχυρές μόνο όταν οργανώνονται κάτω από κοινά συνθήματα, υλοποιήσιμα με μια ενιαία τακτική.

2. Λαμβάνοντας υπόψη ότι ένας ιμπεριαλιστικός, πεφωτισμένος δεσποτισμός μπορεί επίσης να αποτελέσει απειλή για την επανάσταση, αν η γερμανική γραφειοκρατία κάνει υπολογισμένες πολιτικές και ακόμη και κοινωνικές παραχωρήσεις προς την ουκρανική δημοκρατία στην ανατολική πολιτική της, προκειμένου να αμβλύνει την επαναστατική ενέργεια των εργαζόμενων μαζών, η Κεντρική Επιτροπή του ΟυΚΣΕ αντιτίθεται σε τέτοιους συμβιβασμούς, είναι αδιάλλακτη απέναντι στην αντιδραστική αστική κυβέρνηση του Χετμανάτου και, με την παρούσα πολιτική, αντιτίθεται σε κάθε οπορτουνισμό και στην είσοδο δημοκρατικών στοιχείων στην κυβέρνηση του Χετμανάτου.

3. Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι οι πρόωρες ενέργειες των μεμονωμένων χωριών και κωμοπόλεων οδηγούν μόνο στην ήττα τους από τις αντιδραστικές στρατιωτικές δυνάμεις και στην απώλεια της πίστης τους στην επανάσταση, αποδιοργανώνουν και αποθαρρύνουν τις μάζες, προκαλούν μια άχρηστη και ακόμη και επιβλαβή σπατάλη των επαναστατικών δυνάμεων, η Κεντρική Επιτροπή του ΟυΚΣΕ αποτρέπει την αγροτιά από τέτοιες ανοργάνωτες ενέργειες.

4. Υποστηρίζοντας τον διεθνή σοσιαλισμό και τα κοινά συμφέροντα των εργατών όλων των εθνών και χωρών και μη αναγνωρίζοντας ως μέθοδο ταξικής πάλης τον δρόμο του πολέμου και της δημιουργίας στρατιωτικών μετώπων, που αναπόφευκτα διασπά και καταστρέφει τις ίδιες τις δυνάμεις της δημοκρατίας, και καταδικάζοντας την ένοπλη εισβολή των μπολσεβίκων (της Μόσχας) στην Ουκρανία, το Ουκρανικό Κόμμα των Σοσιαλιστών Επαναστατών θα αγωνιστεί ενάντια στα δημαγωγικά συνθήματα, που αποσκοπούν μόνο στην αναζωπύρωση των εθνικών ανταγωνισμών, συνθήματα που καλούν αποκλειστικά σε στρατιωτική εξέγερση και ένοπλο αγώνα κατά του γερμανικού στρατού στην Ουκρανία, και θα απευθύνει έκκληση για αγώνα στο εσωτερικό ταξικό μέτωπο.

5. Επειδή οι Αυστρογερμανοί δεν μπορούν να αντέξουν για πολύ σε μια σειρά τιμωρητικών εκστρατειών και καταστολής των λαϊκών επαναστάσεων, επειδή η απώλεια των ιμπεριαλιστικών ψευδαισθήσεών τους θα φέρει αναπόφευκτα εξέγερση στο εσωτερικό τους, και μαζί με αυτήν εξέγερση στις ίδιες τις Κεντρικές Δυνάμεις, το Ουκρανικό Κόμμα των Σοσιαλιστών Επαναστατών θα συνεχίσει την προπαγάνδα και την οργάνωση προς αυτή την κατεύθυνση ανάμεσα στα ξένα στρατεύματα στην Ουκρανία.

6. Στοχεύοντας σε μια επανάσταση που θα εγγυάται όλα τα αιτήματα του Ουκρανικού εργαζόμενου λαού, το ΟυΚΣΕ θα διεξάγει, από τη μια πλευρά, συνεχή και δραστήρια αγκιτάτσια και αγώνα για την αποδιοργάνωση της αντίδρασης, της κυβέρνησής της, της στρατιωτικής και πολιτικοκοινωνικής υποστήριξής της κεντρικά και τοπικά, συγκεντρώνοντας αντάρτικες μονάδες που θα υπερασπιστούν ενεργά την ιδέα της κοινωνικοποίησης της γης, θα διαφυλάξουν την ελευθερία, δεν θα επιτρέψουν στην ιμπεριαλιστική αντίδραση να επισκιάσει την ταξική συνείδηση με φαινομενικά οφέλη (αυτά που αναφέρονται)· από την άλλη πλευρά, θα διεξάγει, ταυτόχρονα, προπαγάνδα, προετοιμασία και οργάνωση επαναστατικών κέντρων αγροτών και εργατών (επιτροπές γης, επιτροπές εργοστασίων και σιδηροδρόμων, συμβούλια εργατών και αγροτών αντιπροσώπων, επαναστατικές επιτροπές) με σκοπό την κατάληψη της εξουσίας την ανατροπή της αντιδραστικής κυβέρνησης και την κατάληψη της εξουσίας για τη δημοκρατία με το σύνθημα της επαναστατικής εξέγερσης με συνεχή και ταυτόχρονη δράση αλληλεγγύης σε τοπικό επίπεδο και στο κέντρο μαζί με μια οργανωμένη απεργία.

7. Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι, όσο τα σοσιαλιστικά κόμματα εμφανίζονται μόνο ως οργανωμένη μειοψηφία και μέχρι η διεθνής σοσιαλιστική δημοκρατία να δημιουργήσει μια ενιαία οργανωμένη μονάδα, δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί μια πλήρης κοινωνική επανάσταση, δεν μπορεί να υπάρξει σοσιαλιστική επανάσταση και δικτατορία της εργατικής δημοκρατίας σε ξεχωριστές χώρες, η Κεντρική Επιτροπή του ΟυΚΣΕ θεωρεί ότι η μεταβίβαση της εξουσίας στις εργαζόμενες μάζες, όπως εκπροσωπούνται από τα συμβούλια των εργατικών και αγροτικών αντιπροσώπων, είναι δυνατή μόνο σε σύντομες περιόδους επαναστατικής ζύμωσης – στο βαθμό που η επανάσταση δημιουργείται από τον εργαζόμενο λαό και υποστηρίζεται από τις οργανώσεις του, στο βαθμό που τα κέρδη του επαναστατικού κινήματος είναι ασφαλή και η αντίδραση δεν είναι νικηφόρα, - την ίδια στιγμή, πρέπει να προετοιμαστεί η μεταβίβαση της επίσημης εξουσίας στις τοπικές αυτοδιοικήσεις, που εκλέγονται με βάση μια πενταμελή μορφή, και σε ένα κοινοβούλιο στο κέντρο, το πρώτο από τα οποία πρέπει να είναι η ουκρανική Συντακτική Συνέλευση.

8. Γνωρίζοντας ότι το έδαφος για την επαναστατική δουλειά και η διάθεση μεταξύ των εργαζόμενων μαζών είναι ευνοϊκές, και συνειδητοποιώντας ότι το σύνθημα της Ουκρανικής Συντακτικής Συνέλευσης είναι σήμερα το σύνθημα που επαναστατικοποιεί τις μάζες, η Κεντρική Επιτροπή του ΟυΚΣΕ θεωρεί ότι είναι απαραίτητο η Ουκρανική Συντακτική Συνέλευση να συγκληθεί και να ανοίξει το συντομότερο δυνατό, να διατυπώσει τη θέση της απέναντι στα σύγχρονα γεγονότα, να απευθύνει μια πρόκληση και διαμαρτυρία προς τους δημοκράτες όλου του κόσμου, μια έκκληση για επαναστατικό αγώνα ενάντια στη διεθνή αντίδραση και την κυβέρνηση του Χετμανάτου, μια έκκληση για την ενότητα όλων των Ουκρανών δημοκρατών στον αγώνα τους για τη γη και την ελευθερία.

Σχέδιο διατάγματος για την ενθάρρυνση της ανάπτυξης του πολιτισμού του ουκρανικού λαού14

Επεξηγηματικό σημείωμα του διατάγματος

Στην πορεία της εξέλιξης της παγκόσμιας επανάστασης, η σοβιετική κυβέρνηση της Ουκρανίας έχει γίνει, λόγω των συνθηκών, πηγή εφοδιασμού για τη Σοβιετική Ρωσία και γέφυρα που συνδέει την τελευταία με τις εστίες [δηλαδή τα κέντρα] της ευρωπαϊκής επανάστασης. Το χτύπημα αυτής της γέφυρας και η καταστροφή της είναι ο στόχος της αντεπανάστασης. Η δημιουργία αυτής της γέφυρας έχει γίνει όλο και περισσότερο [επείγουσα] ανάγκη για τις κινητήριες δυνάμεις της πανρωσικής [Rossiiskaya] επανάστασης.

Εξ ου και η διακοπτόμενη και πολύπλοκη εξέλιξη της επανάστασης στην Ουκρανία∙ εξ ου και η εμπλοκή σε αυτήν συνοδευτικών παραγόντων, εξωτερικών δυνάμεων και χτυπημάτων. Κατά τη διάρκεια της σφοδρής αντίδρασης του Χετμανάτου και την εποχή του ισχυρού κύματος της προλεταριακής επανάστασης, η ηγεσία βρισκόταν στα χέρια εξωτερικών δυνάμεων, σε μεγάλο βαθμό ξένων προς τις βασικές συνθήκες ζωής του ουκρανικού λαού και προς τη φυσική πορεία της επαναστατικής του ανάπτυξης.

Αυτή η περίσταση, αυτή η συνεχής πίεση των εξωτερικών δυνάμεων, μπλέκει τις εκδηλώσεις του κοινωνικού αγώνα με αυτές του εθνικού αγώνα, επιδεινώνει δυσανάλογα τον τρόπο με τον οποίο τίθεται το ήδη πολύπλοκο εθνικό ζήτημα και δίνει ζωτικότητα στο εθνικιστικό κίνημα που προέρχεται από την αστική τάξη και την αστική διανόηση.

Ταυτόχρονα, η πρόταση που μας υποχρεώνει να θεωρήσουμε την Ουκρανία απλώς ως ένα βολικό έδαφος για την ανάπτυξη και τους ελιγμούς των στρατιωτικών δυνάμεων της σοσιαλιστικής επανάστασης, αφενός δεν παρέχει την ευκαιρία να αξιοποιηθούν και να ενταχθούν στον αγώνα όλα τα αποθέματα των τοπικών κοινωνικών δυνάμεων και, αφετέρου, εμποδίζει τη διατύπωση, σε όλη της την πληρότητα, του ζητήματος –απεριόριστης σημασίας– σχετικά με την ανάπτυξη του πολιτισμού του ουκρανικού λαού.

Περιορισμένοι από αιώνες εθνικής και κοινωνικής καταπίεσης, χωρίς σχολεία στη μητρική τους γλώσσα, στερημένοι από μια διανόηση και περιορισμένοι στην αδράνεια που προκύπτει από τη ρωσοποίηση όλων των κρατικών και δημόσιων θεσμών σε όλη τη χώρα, το ουκρανικό προλεταριάτο και η αγροτιά βρίσκονται αντιμέτωποι είτε με τις εθνικιστικές τάσεις της αστικής διανόησης είτε με την πραγματική κυριαρχία της μεγαλορωσικής γλώσσας και κουλτούρας σε όλους τους τεράστιους μηχανισμούς της σοβιετικής κυβέρνησης στην Ουκρανία.

Το ένα, μέσω του εθνικιστικού δηλητηρίου, απειλεί να συσκοτίσει την καθαρότητα της ταξικής συνείδησης των εργατικών μαζών· το άλλο δεν παρέχει ούτε δημιουργεί τις συνθήκες για τη φυσική ανάπτυξη των εθνικών μορφών πολιτισμού και τη χρήση τους ως σημαντικό όπλο στον αγώνα για τη διεθνή ενοποίηση των εργαζόμενων μαζών.

Η τυπική αναγνώριση των ίσων δικαιωμάτων των γλωσσών και των πολιτισμών, μια πολιτική ουδετερότητας [σε αυτά τα ζητήματα], δεν προσφέρει καμία λύση σε αυτές τις κοινωνικοπολιτικές και πολιτιστικές συγκρούσεις.

Ο επί αιώνες συστηματικός και σχεδιασμένος «εκρωσισμός» [obrusitelstvo] επέφερε μια κατάσταση πραγμάτων κατά την οποία το ουκρανικό έθνος, που κάποτε ήταν εγγράμματο σχεδόν μέχρι ενός ανδρός [sic], το 1898 είχε εγγράμματο πληθυσμό μόλις 13, 5%∙ οι πόλεις μετατράπηκαν από κέντρα αποκρυστάλλωσης των πολιτιστικών επιτευγμάτων σε καταναγκαστικές έδρες μιας ξένης κουλτούρας∙ το σχολείο έγινε, όπως εύστοχα παρατήρησε ο Ουσίνσκι15, το μόνο μέρος στο χωριό όπου η ομιλούμενη γλώσσα δεν ήταν κατανοητή. Όλος ο κρατικός υλικοτεχνικός μηχανισμός, όλοι οι ηγέτες και οι υπάλληλοι της κυβέρνησης επί δεκαετίες εκπαιδεύονταν αυτόματα και χωρίς εξαίρεση να εξαλείφουν όλες τις ουκρανικές δυνάμεις από τη διοικητική ζωή. Αναπτύχθηκε μια σοβαρή αδράνεια, η οποία αντικατοπτρίζεται με σπάνια ευγλωττία στους αριθμούς για την αναλογία του [συνολικού] πληθυσμού προς τα σχολεία δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στην Ουκρανία: Οι Ουκρανοί, 77,1%16 του πληθυσμού, έχουν 121 σχολεία∙ οι Ρώσοι, 12,6% του πληθυσμού, έχουν 950 σχολεία∙ με άλλα λόγια, η ποσόστωση των σχολείων δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης για το σύνολο του ντόπιου πληθυσμού είναι 10,8%, ενώ η ποσόστωση για τον ρωσικό πληθυσμό είναι 84,7%.

Το κείμενο του διατάγματος

Το νικηφόρο κίνημα και η διαρκής επιτυχία της κομμουνιστικής επανάστασης, η οποία ανοίγει το δρόμο για την οικοδόμηση νέων κοινωνικών σχέσεων και η οποία εμπλέκει στην οικοδόμηση αυτή τεράστιες μάζες του προλεταριάτου και της αγροτιάς, εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την πληρότητα, τη σαφήνεια, τη σταθερότητα και την οξύτητα της ταξικής συνείδησης αυτών των μαζών των επαναστατών οικοδόμων, από τη σταθερότητα της συνείδησής τους μπροστά στους τεράστιους ιδεολογικούς κινδύνους που απορρέουν από το κοινωνικό σύστημα που ανατρέπεται.

Η σαφήνεια και η σταθερότητα της ταξικής συνείδησης, το βάθος και η δύναμή της, συνδέονται άμεσα με το γενικό πολιτιστικό επίπεδο της εργατικής τάξης, με το βαθμό στον οποίο η εργατική τάξη, στο σύνολό της και μεταξύ των μεμονωμένων μελών της, είναι ενταγμένη σε ενεργό και ανεξάρτητο δημιουργικό έργο στον πολιτισμό της ανθρωπότητας. Αλλά η ανάπτυξη του πολιτισμού, ιδιαίτερα στην αρχή του, είναι αδιανόητη έξω από τις εθνικές μορφές, έξω από τη φυσική και ελεύθερη ανάπτυξη του εθνικού στοιχείου ενός συγκεκριμένου λαού∙ επομένως, οι δρόμοι της Κομμουνιστικής Διεθνούς δεν βρίσκονται στο επίπεδο της περιφρόνησης και της καταπίεσης των εθνικών μορφών, ιδιαίτερα μεταξύ των καθυστερημένων εθνικοτήτων, αλλά στην αναγκαιότητα της ανύψωσης της πολιτιστικής τους ανάπτυξης στο επίπεδο των πιο προοδευμένων εθνικοτήτων και της συγχώνευσής τους στα ύψη της διεθνούς ενότητας όλων των εργαζομένων.

Όποιος επιθυμεί ειλικρινά την ανάπτυξη της συνείδησης και τη διεθνή ενοποίηση των εργαζόμενων μαζών δεν μπορεί παρά να θέλει και να αγωνίζεται για την ταχύτερη ανάπτυξη των εθνικών μορφών πολιτισμού μεταξύ των λαών εκείνων που, όπως ο ουκρανικός λαός, έχουν κρατηθεί σε κατάσταση εθνικής στασιμότητας και καταπίεσης από τη σκληρή κυριαρχία της καπιταλιστικής κοινωνίας.

Στις εξαιρετικά περίπλοκες συνθήκες ανάπτυξης της σοσιαλιστικής επανάστασης στην Ουκρανία, πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στην προβολή μιας αληθινής πολιτικής όσον αφορά την ανάπτυξη των εθνικών πολιτισμών, ώστε να αφοπλιστούν έτσι εκείνες οι κοινωνικές ομάδες που, μέσα από την αφελή ή ιησουίτικη κηδεμονία του εθνικού πολιτισμού, κρύβουν κοινωνικούς στόχους ξένους και εχθρικούς προς την εργατική τάξη και που θεωρούν την ανάπτυξη των εθνικών μορφών όχι ως δρόμο για τη διεθνή ενοποίηση των εργαζομένων, αλλά ως μέσο για την πραγματοποίηση των δικών τους ιμπεριαλιστικών επιθυμιών.

Για τους λόγους αυτούς, συμπληρώνοντας και αναπτύσσοντας τα αντίστοιχα άρθρα [του Συντάγματος] της Προσωρινής Κυβέρνησης Εργατών και Αγροτών, η Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή δίνει εντολή στο Λαϊκό Επιτροπάτο Παιδείας, ως το αρμόδιο όργανο για το πολιτιστικό και εκπαιδευτικό έργο στη Δημοκρατία, να ακολουθήσει συστηματικά και προγραμματισμένα μια πολιτική ενθάρρυνσης με κάθε τρόπο της ανάπτυξης του ουκρανικού πολιτισμού σε όλους τους κλάδους της εθνικής ζωής. Ως εκ τούτου, είναι απαραίτητο:

1. Στην εκπαίδευση έξω από τα σχολεία, ως το σημαντικότερο πεδίο εκπαιδευτικής δραστηριότητας, κατά τη διάρκεια της δύσκολης περιόδου της σοσιαλιστικής επανάστασης, να συνεχίσουμε τη συστηματική εργασία για τη διεύρυνση των ορίων και την εμβάθυνση της βάσης της ταξικής συνείδησης, αξιοποιώντας για το σκοπό αυτό όλα τα γεγονότα και τα ερεθίσματα που απορρέουν από το εθνικό στοιχείο που είναι εγγενές και οικείο στο λαό.

2. Στην κοινωνική εκπαίδευση (το προσχολικό και σχολικό σύστημα) για τον ουκρανικό πληθυσμό στα σχολεία και σε άλλα εκπαιδευτικά ιδρύματα, να διεξάγεται η διδασκαλία στη μητρική ουκρανική γλώσσα.

Σημείωση 1. Για τον μη ουκρανικό πληθυσμό, θα ιδρυθούν σχολεία με διδασκαλία στη γλώσσα της εθνότητας για την οποία ανοίγει το σχολείο.

Σημείωση 2. Ο καθορισμός της γλώσσας διδασκαλίας στα εκπαιδευτικά ιδρύματα θα γίνεται από το Λαϊκό Επιτροπάτο Παιδείας μέσω των οργάνων του.

3. Κατά την πραγματοποίηση αυτού του καθήκοντος, να οργανωθεί σε ευρεία βάση η κατάρτιση κατάλληλου στελεχιακού δυναμικού επαγγελματιών [rabotniki] και η έκδοση κατάλληλης βιβλιογραφίας και διδακτικού υλικού.

4. Κατά την οργάνωση των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, να επιδιώκεται ακούραστα η διαρκώς αυξανόμενη ανάγκη και ζήτηση για τον κατάλληλα εκπαιδευμένο Ουκρανό επαγγελματία σε όλους τους τομείς της ζωής, τον επαγγελματία που είναι σε θέση με τη δημιουργική του πρωτοβουλία να εισέλθει σε αυτή τη ζωή και να εμπλουτίσει την αυθόρμητη ανάπτυξη του εθνικού πολιτισμού.

5. Στην απρογραμμάτιστη και χαοτική ανάπτυξη της ουκρανικής αγοράς βιβλίου, να υπάρξει οργάνωση και σύστημα, που θα οδηγήσει στην ευρεία ανάπτυξη και διάδοση τόσο των πρωτότυπων έργων της ουκρανικής εθνικής λογοτεχνίας όσο και της μεταφρασμένης λογοτεχνίας σε όλα τα προβλήματα και τους κλάδους της μάθησης.

6. Στον τομέα της τέχνης, να αναπτυχθούν, να ανακαλυφθούν και να καταγραφούν τα αποτελέσματα όλων των κλάδων του εθνικού καλλιτεχνικού έργου σε εθνικές μορφές, με την οργάνωση των κατάλληλων θεσμών και [τη λήψη] κατάλληλων μέτρων.

Το φυλλάδιο στο οποίο δημοσιεύθηκε το παραπάνω σχέδιο διατάγματος παρουσίαζε επίσης τον ακόλουθο σχολιασμό σχετικά με το διάταγμα:17

Ο Λαϊκός Επίτροπος Παιδείας σύντροφος Σούμσκι υπέβαλε το παραπάνω σχέδιο διατάγματος προς εξέταση στο διοικητικό συμβούλιο του Επιτροπάτου, το οποίο το έλαβε υπόψη του στις 2 Αυγούστου 1919. Ως συμβολή στην ιστορία των προσπαθειών επίλυσης του λεγόμενου «εθνικού προβλήματος», αξίζει να υπενθυμίσουμε τις συζητήσεις που προέκυψαν στο συμβούλιο σε σχέση με αυτό το σχέδιο διατάγματος. Η βασική ιδέα του διατάγματος ήταν ότι οι προσδοκίες των καθυστερημένων εθνών για αναγέννηση δεν είναι ένα οπισθοδρομικό φαινόμενο, όπως θεωρήθηκε από τους ορθόδοξους μαρξιστές και τους εκπροσώπους του [ρωσικού] κομμουνιστικού κόμματος στην Ουκρανία. Εξαιτίας αυτού, μέχρι τις μέρες μας, έχουν γίνει πολλά αποτυχημένα βήματα στην εκπαιδευτική πολιτική, όλα με μια σφραγίδα – τον φόβο να εκφράσει κανείς τη γνώμη του για το «εθνικό πρόβλημα». Και το πρόβλημα εξακολουθεί να αφήνεται κάπου στην άκρη. Αλλά επιτέλους αποφασίσαμε να βάλουμε αυτό το πρόβλημα στην ημερήσια διάταξη και να του δώσουμε κομμουνιστική βάση. Από το καπιταλιστικό σύστημα κληρονομήσαμε μια εθνική καταπίεση, η οποία προκάλεσε μια σειρά από προσδοκίες για δημιουργική εργασία. Ωστόσο, όχι μόνο δεν καταφέρνουμε να ικανοποιήσουμε αυτές τις προσδοκίες, αλλά τις μετατρέπουμε σε όπλα στα χέρια των εχθρών μας. Πρέπει να ελέγξουμε αυτές τις προσδοκίες και να τους δώσουμε ταξικό χαρακτήρα. Με βάση όλα αυτά, ο σύντροφος Σούμσκι θεώρησε επιτακτική την άμεση δημοσίευση ενός διατάγματος, με το οποίο η Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή θα διέταζε το Λαϊκό Επιτροπάτο Παιδείας να ακολουθήσει συστηματικά και προγραμματισμένα μια πολιτική που θα συνέβαλε περισσότερο στην ολόπλευρη ανάπτυξη της κουλτούρας του ουκρανικού λαού σε όλους τους κλάδους της εθνικής ζωής.

Κατά τη διάρκεια της συζήτησης του σχεδίου στο συμβούλιο, υπήρξαν έντονες συζητήσεις, οι οποίες, κατά κύριο λόγο, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η δημοσίευση του διατάγματος, κατά τη γνώμη των αντιπάλων του, ήταν εντελώς περιττή. Αντιθέτως [σκέφτηκαν], το σχέδιο θα μπορούσε να φουντώσει τα πάθη των εθνικιστών σε μια στιγμή που θα ήταν πιο σωστό να ρίξουμε κρύο νερό στο κεφάλι τους. Πρακτικά μιλώντας, γιατί η Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή θα έπρεπε να δώσει εντολές στο Λαϊκό Επιτροπάτο Παιδείας, σαν να μην ήταν όλα καλά εκεί; Η δημοσίευση ενός διατάγματος που θα κάλυπτε την υπεράσπιση ενός εθνικού πολιτισμού [πίστευαν] θα ήταν άχρηστη, αφού το πρόβλημα του πολιτισμού των άλλων εθνικοτήτων δεν είχε τεθεί. Η επίλυση του γλωσσικού προβλήματος, το οποίο με το διάταγμα έπρεπε να ανατεθεί στο όργανο του Λαϊκού Επιτρόπου Παιδείας (σημείωση 2, σημείο 2 του διατάγματος), ήταν, κατά τη γνώμη των αντιπάλων του (μέλη του συμβουλίου – οι σύντροφοι Χόπνερ, Ντέμπα, Ντεχτιάρεφ, Ναζάροφ και ο αναπληρωτής Λαϊκός Επίτροπος [Παιδείας] Σάλκο), θέμα μόνο για το τοπικό προλεταριάτο μέσω [των διαύλων] των σοβιετικών αντιπροσώπων και των εκτελεστικών επιτροπών.

Στην απάντησή του, ο σύντροφος Σούμσκι επιβεβαίωσε και πάλι ότι το διάταγμα αποσκοπούσε στην εξάλειψη του πολιτικού παράγοντα από το «εθνικό πρόβλημα», καθιστώντας το καθαρά θέμα πολιτισμού, και ότι, επομένως, δεν υπήρχε κανένας κίνδυνος να προκληθούν πάθη. Όσον αφορά τον ουκρανικό πολιτισμό, συχνά είχε παρατηρηθεί κρυφό σαμποτάζ, αλλά αυτό θα ήταν αδύνατο μετά τη δημοσίευση ενός τέτοιου διατάγματος, διότι τότε θα ήταν σαμποτάζ κατά της κυβέρνησης. Το γλωσσικό πρόβλημα δεν μπορούσε να αφεθεί στην εκτελεστική επιτροπή του χωριού ή της περιοχής· ως εκπαιδευτικοί πρέπει να αντιταχθούμε σε αυτό και να μην ακολουθήσουμε έναν τέτοιο «δημοκρατικό» δρόμο. Το διάταγμα στόχευε στην άνοδο του πολιτιστικού επιπέδου των μαζών και στην αύξηση του αριθμού των ταξικών επαγγελματιών, αλλά αυτό θα παρέμενε αδύνατο όσο οι δάσκαλοι θα χαρακτηρίζονταν «Πετλιουρίστες».

Δεν θα αφαιρέσουμε ποτέ την [ετικέτα] όσο δεν εκφράζουμε σαφή άποψη για το πρόβλημα του εθνικού πολιτισμού και όσο πολλά στελέχη της εκπαίδευσης παραμένουν ανοργάνωτα και αχρησιμοποίητα. Ο σύντροφος Σούμσκι θεώρησε το διάταγμα απολύτως αποδεκτό κατ’ αρχήν και στην πράξη και θεώρησε ως μεγάλο λάθος του Κομμουνιστικού Κόμματος, το οποίο βρίσκεται στην εξουσία, το γεγονός ότι μέχρι σήμερα δεν είχε εκδώσει ένα τέτοιο διάταγμα. Ένα τέτοιο διάταγμα θα καθιέρωνε τα ίσα δικαιώματα των πολιτισμών στην πράξη και όχι στα χαρτιά, θα εξάλειφε την ηγεμονία του ρωσικού πολιτισμού και θα παρείχε ευρείες ευκαιρίες για την ανάπτυξη του ουκρανικού πολιτισμού. Αυτή ήταν η άποψη των Κομμουνιστών-Μποροτμπιστών.

Οι ιδέες του συντρόφου Σούμσκι υποστηρίχθηκαν από τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου συντρόφους Χρίνκο και Μιζερνίτσκι. Στη συζήτηση του σχεδίου συμμετείχαν μέλη της Επιτροπής των Πενήντα υπό την Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή, τα οποία επίσης θεωρούσαν επιτακτική τη δημοσίευση του διατάγματος. Ανέφεραν διάφορα παραδείγματα για το πώς η περιφρόνηση του ουκρανικού πολιτισμού από τις τοπικές αρχές είχε βλάψει το γενικό πολιτικό έργο της [Ουκρανικής] Σοβιετικής Δημοκρατίας.

Ο σύντροφος Μπεσκρόβνιι, μέλος της Επιτροπής που επέστρεψε πρόσφατα από ένα ταξίδι στις επαρχίες, εξέφρασε την πεποίθηση ότι η θλίψη που μπορούσε να αισθανθεί κανείς στο σχέδιο διατάγματος είχε βάση στην πραγματικότητα, ειδικά στη Δεξιά Όχθη [Ουκρανία].

Μετά την ολοκλήρωση των συζητήσεων το συμβούλιο καταψήφισε το διάταγμα με πέντε ψήφους (Κομμουνιστές-Μπολσεβίκοι) έναντι τριών (Κομμουνιστές-Μποροτμπιστές).

Στερούμενος έτσι την ευκαιρία να προσφέρει το σχέδιο στην Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή εκ μέρους του Επιτροπάτου Παιδείας, ο σύντροφος Σούμσκι το εισήγαγε στις 7 Αυγούστου εκ μέρους του, ως Λαϊκός Επίτροπος Παιδείας.

Το σχέδιο επρόκειτο να εξεταστεί στην Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή, αλλά τα στρατιωτικά γεγονότα του Αυγούστου του 1919 το κατέστησαν αδύνατο. Δεν μπόρεσε να μπει στην ημερήσια διάταξη της συνεδρίασης της Κεντρικής Εκτελεστικής Επιτροπής πριν από την εκκένωση της σοβιετικής κυβέρνησης από το Κίεβο.

Υπόμνημα του Ουκρανικού Κομμουνιστικού Κόμματος (Borotbisty) προς την Εκτελεστική Επιτροπή της Τρίτης Κομμουνιστικής Διεθνούς18

Στην πορεία της εξέλιξης της παγκόσμιας επανάστασης, η σοβιετική κυβέρνηση της Ουκρανίας έχει γίνει, λόγω των συνθηκών, μια πηγή εφοδιασμού για τη Σοβιετική Ρωσία, την οποία μισεί ολόκληρος ο καπιταλιστικός κόσμος, και το σημαντικότερο, η γέφυρα που τη συνδέει με την επερχόμενη αυγή της ευρωπαϊκής επανάστασης.

Το χτύπημα αυτής της πηγής, αυτής της γέφυρας και η καταστροφή της -αυτός είναι ο στόχος της ρωσικής και παγκόσμιας αντεπανάστασης.

Να προσπαθούν ξανά και ξανά να την ξαναχτίσουν -αυτή είναι η επείγουσα ανάγκη για τις κινητήριες δυνάμεις της πανρωσικής [Rosiyska] επανάστασης.

Εξ ου και η διακεκομμένη και εξαιρετική πολυπλοκότητα του επαναστατικού κινήματος στην Ουκρανία∙ εξ ου και η εμπλοκή, γεμάτη συνέπειες, συνοδευτικών παραγόντων και εξωτερικών δυνάμεων και χτυπημάτων.

Κατά τη διάρκεια της σφοδρής αντίδρασης του Χετμανάτου και, εκείνη την εποχή, των δύο ξεσπασμάτων της προλεταριακής επανάστασης, η ηγεσία βρισκόταν στα χέρια εξωτερικών δυνάμεων, σε μεγάλο βαθμό ξένων προς τις βασικές συνθήκες ζωής του ουκρανικού λαού και προς τη φυσική πορεία του επαναστατικού του κινήματος.

Αυτή η περίσταση, αυτή η συνεχής πίεση των εξωτερικών δυνάμεων, περιπλέκει σε μεγάλο βαθμό τους ήδη εξαιρετικά πολύπλοκους συσχετισμούς των κοινωνικο-οικονομικών και εθνικο-πολιτικών φαινομένων στην Ουκρανία∙ μας υποχρεώνει να θεωρούμε την Ουκρανία μάλλον ως αντικείμενο πότε αντιδραστικών χτυπημάτων, πότε επαναστατικών αντιδράσεων, παρά ως υποκείμενο μιας γνήσιας και οργανικής επαναστατικής εξέλιξης, και έτσι δεν παρέχει την ευκαιρία να αξιοποιηθούν, να ενταχθούν στον αγώνα και να χρησιμοποιηθούν όλα τα αποθέματα των τοπικών κοινωνικών δυνάμεων που είναι ικανές να αγωνιστούν για μια κομμουνιστική αναδιοργάνωση της κοινωνίας.

Επιπλέον, αυτή η συνεχής πίεση των εξωτερικών δυνάμεων, σε μεγάλο βαθμό απομακρυσμένη από την πραγματική κατανόηση των αλληλοσυσχετίσεων των τοπικών κοινωνικοοικονομικών και εθνικοπολιτικών φαινομένων, όχι μόνο εμπόδισε την πορεία της ταξικής διαφοροποίησης, όχι μόνο αγνόησε ή εξουδετέρωσε εκείνα τα κοινωνικοοικονομικά στρώματα που, από καθήκον, θα έπρεπε να είναι ενεργά στο πλευρό της σοβιετικής κυβέρνησης· μέσω μιας σειράς πολυάριθμων τακτικών λαθών, αναπόφευκτων υπό τις περιστάσεις, τα οδήγησε στο στρατόπεδο της ενεργού αντεπανάστασης.

Η σοβαρή, αν και αναμφίβολα προσωρινή, αποτυχία της απόπειρας, για δεύτερη φορά, να οργανωθεί μια σοβιετική κυβέρνηση στην Ουκρανία οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό σε αυτές τις συνθήκες· επομένως, μια ακριβής και βαθιά ρεαλιστική μελέτη αυτής της εμπειρίας είναι το πιο επείγον καθήκον εκείνων που διεκδικούν την ηγεσία της κομμουνιστικής επανάστασης στην Ουκρανία και, με τη σειρά τους, εκείνων που εκδίδουν τις γενικές οδηγίες των υπεύθυνων ηγετών της Τρίτης Διεθνούς.

Η μελέτη αυτής της εμπειρίας [και] η ανάλυση και η αποτίμηση των τακτικών εκτιμήσεων που έχει προκαλέσει [είναι] ευκολότερο απ’ όλα να διεξαχθεί κατά μήκος δύο γραμμών, της κοινωνικοοικονομικής και της εθνικοπολιτικής, οι οποίες είναι, σίγουρα, αρκετά αδιαχώριστες στο ενιαίο ρεύμα της ζωής.

I

Στον κοινωνικοοικονομικό τομέα, η Ουκρανία αποτελεί ταυτόχρονα έναν ιδιόμορφο και σε μεγάλο βαθμό ανεξάρτητο εθνικοοικονομικό οργανισμό με ιδιαίτερη οικονομική ζωή και ένα μάλλον πολύπλοκο σύστημα κοινωνικών σχέσεων.

Στην Ουκρανία, η οποία είναι μια γεωργική χώρα όχι μόνο σήμερα αλλά και στην προοπτική της περαιτέρω ανάπτυξης των παραγωγικών της δυνάμεων, το προλεταριάτο δεν υπερβαίνει το 15% του συνολικού εργαζόμενου πληθυσμού στη διαδικασία της κοινωνικοοικονομικής ανάπτυξης∙ οι τάξεις του χωρίζονται, αφενός, σε ένα βιομηχανικό προλεταριάτο, το οποίο είναι σε μεγάλο βαθμό οργανωμένο (από την ίδια τη φύση της ζωής του), και, αφετέρου, σε ένα γεωργικό προλεταριάτο, το οποίο είναι ευρέως διασκορπισμένο και ελάχιστα οργανωμένο. Η επόμενη κοινωνική δύναμη κατά σειρά φυσικής συγγένειας με τους στόχους της σοσιαλιστικής επανάστασης στην Ουκρανία είναι η διάσπαρτη, ημιπρολεταριοποιημένη φτωχή αγροτιά, η οποία αποτελεί περίπου το 30% του συνολικού πληθυσμού. Ακολουθεί η αρκετά συμπαγής μάζα της λεγόμενης μεσαίας αγροτιάς, με σημαντική σημασία στη συνολική αγροτική παραγωγή της Ουκρανίας, με τη βαθιά ριζωμένη ψυχολογία του ιδιοκτήτη και του γαιοκτήμονα. Η τάξη αυτή αντιπροσωπεύει το 45% του συνολικού πληθυσμού.

Αυτή η αναλογία των εργαζόμενων κοινωνικών στοιχείων στην Ουκρανία προσδίδει ένα ιδιαίτερο, ειδικά αγροτικό χρώμα στην όλη εξέλιξη της σοσιαλιστικής επανάστασης και είναι το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της οικονομικής δομής της Ουκρανίας, όπου το μεγαλύτερο μέρος όλων των βιομηχανιών συνδέεται με τη γη και ασχολείται με την επεξεργασία των γεωργικών προϊόντων. Η μαζική παραγωγή πρώτων υλών –κυρίως γεωργικών, με ελάχιστη επεξεργασία– είναι το κυρίαρχο χαρακτηριστικό της οικονομίας της Ουκρανίας. Έτσι, μόνο ένα πολύ ασήμαντο μέρος του ουκρανικού προλεταριάτου είναι συγκεντρωμένο σε μεγάλα βιομηχανικά κέντρα, όπως η περιοχή Ντόνετς – Κρίβιι Ριχ, το βόρειο τμήμα της επαρχίας Τσερνίχιφ και αρκετές μεγάλες πόλεις. Η συντριπτική πλειονότητα των προλεταριακών δυνάμεων απασχολείται και είναι διασκορπισμένη σε διάφορους τύπους επιχειρήσεων που συνδέονται με τη μεταποίηση γεωργικών προϊόντων και, σε αρκετά μεγάλο βαθμό, συνορεύει ασυνείδητα με την επόμενη κοινωνική κατηγορία, το ημιπρολεταριάτο του χωριού. Αυτή η τελευταία ομάδα (το ημιπρολεταριάτο του χωριού) αποκτά το κύριο μερίδιο του βιοπορισμού της όχι από τα δικά της ατομικά αγροκτήματα (σε πλήρη απομόνωση), αλλά από την εργασία της σε μεγάλα περίπλοκα οργανωμένα κτήματα, στα οποία ο καταμερισμός της εργασίας είναι ιδιαίτερα ανεπτυγμένος και τα οποία μετατρέπονται σε πραγματικά γεωργικά εργοστάσια. Εδώ, τα ημιπρολεταριακά στοιχεία του χωριού αισθάνονται τη βαθιά οργανωτική επίδραση μιας ανεπτυγμένης καπιταλιστικής επιχείρησης και μιας μεγάλης εργατικής συλλογικότητας.

Επιπλέον, είναι αξιοσημείωτο ότι, αφενός, η απομόνωση του αστικού βιομηχανικού προλεταριάτου και, αφετέρου, η άγνοια της μετάβασης του γεωργικού προλεταριάτου και του ημιπρολεταριάτου του χωριού ενισχύονται σε σημαντικό βαθμό από τον ιδιότυπο και διαρκή εθνικό, πολιτισμικό και εθιμικό τρόπο ζωής της υπαίθρου, ο οποίος διαφέρει αρκετά από το ύφος της ζωής του λεπτού στρώματος του εκρωσισμένου αστικού βιομηχανικού προλεταριάτου.

Στην αμιγώς αγροτική περιοχή της Ουκρανίας, η οποία, σε αντίθεση με τη Μεγάλη Ρωσία, δεν γνώρισε το κοινοτικό σύστημα, η οικονομική διαφοροποίηση του χωριού έχει προχωρήσει αρκετά∙ συνεπώς, το μόνο καθήκον που απομένει είναι η ιδεολογική αποσαφήνιση και η οργανωτική παγίωση αυτής της διαφοροποίησης.

Σε αυτή τη διαδικασία, ιδιαίτερη σημασία έχει το γεγονός ότι το μέσο μέγεθος της κατανομής γης ανά άτομο σε ολόκληρη την Ουκρανία ανέρχεται σε μόλις 1,75 ντεσιατίνες (επαρχία Κιέβου, 1,2, επαρχία Ποντόλιε, 1,2, επαρχία Βολίν, 1,7, επαρχία Τσερνίχιφ, 2,0, επαρχία Πολτάβα, 1,5, επαρχία Χάρκοβο, 2,9, επαρχία Κατερίνοσλαβ και επαρχία Χερσώνας, 2,3). Επομένως, όσον αφορά το μέγεθος της γης που κατέχει, η κατηγορία εκείνη που ονομάζουμε μεσαία αγροτιά βρίσκεται πολύ κοντά στη φτωχή αγροτιά και διατηρείται στο ίδιο επίπεδο με τη μεσαία αγροτιά μόνο χάρη στο σχετικά υψηλό επίπεδο γεωργικής καλλιέργειας.

Έτσι, στην Ουκρανία, οι προλεταριακές δυνάμεις, οι οποίες είναι οι φυσικοί φορείς της κομμουνιστικής επανάστασης, αντιπροσωπεύουν περίπου το 45% [του συνολικού τοπικού πληθυσμού], συμπεριλαμβανομένου του ημιπρολεταριάτου του χωριού, το οποίο βρίσκεται κάτω από τη συλλογική οργανωτική ρύθμιση στις μεγάλες γεωργικές επιχειρήσεις. Μόνο αυτές οι δυνάμεις, σε συμφωνία με την οικονομική δομή της χώρας, έχουν μια ομαδοποίηση και συγκέντρωση διαφορετική από εκείνη στην πλειονότητα των ευρωπαϊκών χωρών, ιδιαίτερα στη Μεγάλη Ρωσία.

Από την αρχή του επαναστατικού κινήματος, το γεγονός αυτό έθεσε μπροστά στις ηγετικές ομάδες του προλεταριάτου το δύσκολο και εξαιρετικά περίπλοκο καθήκον της άμεσης συμμετοχής του προλεταριάτου και του ημιπρολεταριάτου του χωριού στην ενεργό κομμουνιστική εργασία. Η πλήρης παράβλεψη αυτού του καθήκοντος είναι η βασική αιτία της τελευταίας ήττας της σοβιετικής κυβέρνησης στην Ουκρανία.

Η οργανωμένη παγίωση των κομμουνιστικών επιτευγμάτων στην Ουκρανία, τα οποία επιτυγχάνονται με τη βία της Επανάστασης (πιθανότατα σε αντίθεση με [την κατάσταση] οπουδήποτε αλλού), θα είναι δυνατή μόνο αν δεν υπάρξει καμία απομάκρυνση από αυτό το καθήκον και αν οι ηγετικές δυνάμεις της κομμουνιστικής επανάστασης καταβάλουν όλες τους τις προσπάθειες για την εκτέλεσή του. Ωστόσο, η εκπλήρωση αυτού του καθήκοντος μπορεί να προβλεφθεί μόνο εάν η ηγεσία αυτής της διαδικασίας βρίσκεται στα χέρια εκείνων των κομμουνιστικών δυνάμεων που συνδέονται οργανικά με το σύνολο των κοινωνικοοικονομικών συνθηκών και των δυνατοτήτων της Ουκρανίας.

Μόνο με τη συμμετοχή όλων των τοπικών κομμουνιστικών δυνάμεων στη δημιουργική εργασία είναι δυνατόν να φανταστούμε τη δημιουργία ενός προλεταριακού κρατικού μηχανισμού, ο οποίος είναι ζωντανός στην πολύπλοκη πραγματικότητα και ο οποίος είναι, μέσω της σωστής βασικής κομμουνιστικής γραμμής, ικανός να ενσωματώσει όλη την απαραίτητη ελευθερία που τόσο λαμπρά επεξεργάστηκε ο ηγέτης [δηλαδή ο Λένιν] της ρωσικής παράταξης του διεθνούς κομμουνισμού στο Όγδοο Συνέδριο του [Ρωσικού Κομμουνιστικού] Κόμματος.

II

Παράλληλα με όλη την κοινωνικοοικονομική πολυπλοκότητα της κατάστασης, η επιδείνωση των εθνικοπολιτικών συνθηκών προσθέτει περαιτέρω περιπλοκές. Η πολυπλοκότητα και η οξύτητα αυτών και παρόμοιων συνθηκών είχαν, κατά καιρούς, μια εξαιρετικά ολέθρια επίδραση στην ανάπτυξη της προλεταριακής επανάστασης, η οποία εξαρτιόταν πολύ περισσότερο από τη συνεχή (επίμονη) εισβολή, κατά τη διάρκεια αυτής της ανάπτυξης, εξωτερικών δυνάμεων, ξένων προς το σύνολο των τοπικών συνθηκών.

Σύμφωνα με την ιδιόμορφη κοινωνικοοικονομική δομή, αναπτύχθηκε στην πορεία της ιστορίας ένα εξαιρετικά ανθεκτικό, εθνικό πολιτιστικό περιβάλλον, το οποίο είναι πρωτότυπο στα ίδια του τα θεμέλια.

Μια ανεξάρτητη γλώσσα, με όλες τις εικόνες και τη φαντασία της που βοηθούν στην κατανόηση του κόσμου, το πλούσια ανεπτυγμένο και εντυπωσιακά χαρακτηριστικό τραγούδι, τα έθιμα και οι λαϊκές συνήθειες που είναι ιδιότυπα και έντονα διαφορετικά από εκείνα της Μεγάλης Ρωσίας και που αντανακλούν ακριβώς τη φύση των οικονομικών συνθηκών – εν ολίγοις το σύνολο της εθνικής πολιτιστικής εμπειρίας αποδείχθηκε ικανό να αντέξει την καταπίεση επί έναν αιώνα από τη εκρωσισμένη γαιοκτημονική και αστική κρατική μηχανή. Κατά τη διάρκεια αυτής της καταπίεσης, το σύνολο της πολιτιστικής-εθνικής εμπειρίας, με τον δικό του τρόπο, διατηρήθηκε συμπαγές και ζωντανό μόνο στα βάθη της κοινωνίας, στο ουκρανικό προλεταριάτο, στην καρδιά του ουκρανικού προλεταριάτου και ημιπρολεταριάτου, στην καρδιά εκείνων των κοινωνικών ομάδων που είναι φορείς της κομμουνιστικής επανάστασης.

Ανίσχυρη να κάμψει τη σταθερότητα του πολιτιστικού-εθνικού αισθήματος του ουκρανικού προλεταριάτου και της αγροτιάς, η κρατική μηχανή κατάφερε να ελέγξει αυτή την πολιτιστική ανάπτυξη και να μετατρέψει τις πόλεις από κέντρα αποκρυστάλλωσης των πολιτιστικών επιτευγμάτων της χώρας σε πολιτιστικά απομονωμένες νησίδες και καταναγκαστικά κέντρα μιας ξένης κουλτούρας, τεχνητά εμφυτευμένης και συνεπώς παρασιτικής.

Αναπτύχθηκε μια σοβαρή εθνικοπολιτική αδράνεια, η οποία αντανακλάται μάλλον έντονα ακόμη και στα στοιχεία για την αναλογία του [συνολικού] πληθυσμού προς τα σχολεία δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στην Ουκρανία: Οι Ουκρανοί, το 71,1%19 του πληθυσμού, έχουν 121 σχολεία∙ οι Μεγαλορώσοι, το 12,6% του πληθυσμού, 950 σχολεία∙ δηλαδή, η ποσόστωση των σχολείων δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης για το σύνολο του ντόπιου πληθυσμού είναι 10,8%, ενώ η ποσόστωση για το λεπτό στρώμα του πληθυσμού των Μεγαλορώσων είναι 84,7%. Με άλλα λόγια, οι εθνικότητες και τα σχολεία βρίσκονται σε αντίστροφη αναλογία.

Προκύπτει ότι, πριν από τη σοσιαλιστική επανάσταση στην Ουκρανία, οι συνθήκες ήταν τέτοιες που το ουκρανικό προλεταριάτο και το ημιπρολεταριάτο, που είναι τώρα οι κινητήριες δυνάμεις της κομμουνιστικής επανάστασης, αντιμετώπιζαν είτε τις εθνικιστικές τάσεις της ουκρανικής αστικής τάξης και της αστικής διανόησης είτε την πραγματική κυριαρχία της μεγαλορωσικής γλώσσας και κουλτούρας και την αδράνεια που προκύπτει από τον εκρωσισμό σε ολόκληρο τον κυβερνητικό μηχανισμό της Ουκρανίας. Το ένα απειλεί και συχνά καταφέρνει να συσκοτίσει την καθαρότητα της ταξικής συνείδησης των εργατικών μαζών μέσω του εθνικιστικού οπίου∙ το άλλο δεν παρέχει ούτε δημιουργεί τις συνθήκες για την ανάπτυξη των εξαιρετικά ανθεκτικών μορφών πολιτισμού που είναι ιδιότυπες για το ουκρανικό προλεταριάτο και ημιπρολεταριάτο και για τη χρήση τους ως ισχυρού παράγοντα στον αγώνα για τη διεθνή ενότητα της εργατικής τάξης.

Η κυβέρνηση που επιχειρεί να ελέγξει την πορεία της προλεταριακής επανάστασης στην Ουκρανία και θέτει ως καθήκον της την ένταξη όλο και ευρύτερων στρωμάτων των προλεταριακών και ημιπρολεταριακών μαζών στην κομμουνιστική οικοδόμηση είναι, με αυτή την έννοια, μια υπόσχεση επιτυχίας. Σε σχέση με την ανάπτυξη των εθνικών μορφών πολιτισμού, μια τέτοια κυβέρνηση πρέπει να υιοθετήσει μια ισχυρή θέση, μια πολιτική ανάλογη με όλη την πολυπλοκότητα της κοινωνικοπολιτικής κατάστασης στην Ουκρανία και με τη σημασία της πολιτιστικής, εκπαιδευτικής εργασίας, αδιανόητη όταν βασίζεται στα προηγούμενα πρότυπα των ξένων εθνικών μορφών. Κατά τη διάρκεια της κομμουνιστικής επανάστασης, το εθνικό ζήτημα είναι ζήτημα τακτικής. Ωστόσο, απλώς και μόνο το να λάβουμε υπόψη μας την επιμονή της εθνικής πολιτιστικής εμπειρίας του ουκρανικού προλεταριάτου και ημιπρολεταριάτου αρκεί για να [μας υποχρεώσει να] αναζητήσουμε τους κατάλληλους και ευκολότερους τρόπους για να τα τραβήξουμε στην τροχιά του διεθνούς κομμουνισμού όχι στο επίπεδο των απεγνωσμένων και επικίνδυνων προσπαθειών περαιτέρω αποεθνικοποίησης, αλλά στη μεγάλη προοπτική της φυσικής, οργανικής επιβίωσης των εθνικών μορφών και της νίκης τους στα ύψη της διεθνούς ενότητας της εργατικής τάξης όλων των χωρών και εθνών. Επομένως, στη σφαίρα του εθνικού πολιτισμού, μια ευρεία και σχεδιασμένη πολιτική ενθάρρυνσης της ανάπτυξης του προλεταριακού πολιτισμού σε εθνικές μορφές, που είναι ντόπιες και κοντά στο ουκρανικό προλεταριάτο και την αγροτιά, δεν θα αποτελέσει εμπόδιο αλλά ενεργό παράγοντα της κομμουνιστικής επανάστασης.

Αυτή η πολιτική, αδιαμφισβήτητα επιβεβλημένη ενόψει της αύξησης του πολιτιστικού επιπέδου των εργαζόμενων μαζών της Ουκρανίας, χωρίς την οποία η ανάπτυξη της ταξικής τους συνείδησης θα ήταν αδύνατη, υπαγορεύεται επίσης από την επιτακτική ανάγκη να αφοπλιστούν οι αντεπαναστατικοί εχθροί, οι οποίοι τόσο επιδεικτικά και κατά καιρούς τόσο επιτυχημένα προσπαθούν να τοποθετήσουν τον εθνικό αγώνα στη θέση του κοινωνικού καθήκοντος της εργατικής τάξης. Με αυτή την έννοια, είναι εξαιρετικά σημαντικό το γεγονός ότι το εθνικό σύνθημα, το οποίο προβλήθηκε από όλες τις αντισοβιετικές εξεγέρσεις, είχε επιτυχία ακριβώς σε εκείνες τις εξεγερμένες περιοχές (επαρχίες Κιέβου, Πολτάβας και Τσερνίχιφ) όπου συμμετείχαν οι φτωχοί αγρότες, ενώ, αντίθετα, το σύνθημα δεν εμφανίστηκε σχεδόν καθόλου στις καθαρά κουλάκικες εξεγέρσεις της επαρχίας Χερσώνας.

Είναι απολύτως φυσικό ότι η υλοποίηση αυτής της τακτικής γραμμής, ίσως σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι στον τομέα των κοινωνικοοικονομικών φαινομένων, απαιτεί τη δημιουργία ενός προλεταριακού κυβερνητικού μηχανισμού που να είναι εξαιρετικά ευαίσθητος στα φαινόμενα της τοπικής πραγματικότητας και ικανός να αποφύγει τόσο την υποτροπή στην παλιά αδράνεια που προκύπτει από τον εκρωσισμό όσο και τα λάθη από την πλευρά του ουκρανικού σοβινισμού. Αλλά η δημιουργία ενός τέτοιου μηχανισμού χωρίς την πληρέστερη συμμετοχή σε αυτό το έργο όλων των τοπικών δυνάμεων και όσων βρίσκονται κοντά τους θα ήταν ένα απεγνωσμένο έργο.

Η εντυπωσιακή ιδιαιτερότητα της κοινωνικο-οικονομικής και εθνικο-πολιτιστικής δομής της Ουκρανίας εγείρει σαφώς την πολιτική πλευρά του ζητήματος σχετικά με την αναγκαιότητα της εγκαθίδρυσης της Ουκρανίας ως ξεχωριστής Σοβιετικής Δημοκρατίας, ως ανεξάρτητου μέλους της αναπτυσσόμενης παγκόσμιας ομοσπονδίας των Σοβιετικών Δημοκρατιών. Το σύνολο των συγκεκριμένων συνθηκών και ιδιαιτεροτήτων της οικοδόμησης της οικονομικής ζωής και της ομαδοποίησης των κοινωνικών δυνάμεων που καθορίζει την πορεία και τα θέματα για την ανάπτυξη της κοινωνικής επανάστασης πρέπει, με αναπόφευκτη οριστικότητα, να βρει την κρατικο-πολιτική της επίτευξη σε όλες τις σφαίρες της ζωής, γιατί μόνο υπό τέτοιες συνθήκες υπάρχει η δυνατότητα για τη μέγιστη αξιοποίηση όλων των πραγματικών δυνάμεων και συνθηκών της χώρας προς το συμφέρον της δικτατορίας του προλεταριάτου ως την καλύτερη σχεδιασμένη οργάνωση για την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Κάθε τακτικό λάθος σε αυτόν τον τομέα, κάθε παρέμβαση ή πίεση από μια εξωτερική δύναμη που δεν συνάδει με τις τοπικές συνθήκες, περιπλέκει το έργο της περαιτέρω διαφοροποίησης, [και] διακόπτει την ιδεολογική αποσαφήνιση και την οργανωτική εδραίωση των ήδη καθορισμένων ταξικών ομάδων – με άλλα λόγια, υποκαθιστά προσωρινά την κοινωνική πάλη με την εθνική.

IV [sic]

Μια απλή ανάλυση της κοινωνικοοικονομικής δομής και της εθνικοπολιτικής κατάστασης στην Ουκρανία αποκαλύπτει σαφώς όλη την ιδιαιτερότητα της ομαδοποίησης και της ανάπτυξης των τοπικών κινητήριων δυνάμεων της επανάστασης γενικά και των προλεταριακών δυνάμεων ειδικότερα. Αυτές οι ιδιαιτερότητες καθορίζουν τη μοναδική μοίρα των ουκρανικών κοινωνικοπολιτικών κομμάτων.

Στην προεπαναστατική περίοδο, η συγκριτικά αδύναμη συγκέντρωση του προλεταριάτου και του ημιπρολεταριάτου του χωριού, το χαμηλό και τεχνητά διατηρούμενο επίπεδο πολιτιστικής ανάπτυξης, σε συνδυασμό με την εκμετάλλευση των δυνάμεών τους από τη συγκεντρωτική κρατική μηχανή, αναπόφευκτα εμπόδισαν την οργανωτική-ιδεολογική εδραίωση των αυθόρμητων επαναστατικών ορμών των προλεταριακών και ημιπρολεταριακών μαζών και προκάλεσαν την αυξανόμενη διείσδυση δραστήριων επαναστατικών στοιχείων στα ρωσικά επαναστατικά κόμματα.

Η αναπόφευκτη ανάπτυξη των ουκρανικών σοσιαλιστικών κομμάτων και η εμφάνιση στη σκηνή μιας δραστήριας ηγεσίας του επαναστατικού κινήματος καθυστέρησε. Παρ’ όλα αυτά, από την αρχή της πανρωσικής επανάστασης, η ηγεσία πάνω στο κίνημα αυτό στην Ουκρανία πέρασε γρήγορα στα χέρια των ουκρανικών κομμάτων και η περίοδος του συμφιλιωτικού σοσιαλισμού εξελίχθηκε υπό τη σημαία όχι των ρωσικών αλλά των Ουκρανών Εσέρων και Σοσιαλδημοκρατών, αντικατοπτρίζοντας όλες τις ιδιαίτερες ιδιομορφίες της τοπικής κοινωνικοοικονομικής δομής και του ιδεολογικού κλίματος.

Μια παρόμοια καθυστέρηση, που προκλήθηκε από την ιδιόμορφη φύση της ομαδοποίησης και της ανάπτυξης των κινητήριων δυνάμεων της προλεταριακής επανάστασης στην Ουκρανία και από την όλη διεθνή κατάσταση που αντικατοπτρίζεται σοβαρά σε αυτήν, συνέβη με την ανάπτυξη του Ουκρανικού Κομμουνιστικού Κόμματος ως κέντρου για την ένταξη των τοπικών κοινωνικών δυνάμεων που διεξάγουν την κομμουνιστική επανάσταση.

Ο διχασμός του αγροτικού και του περιορισμένου προλεταριάτου της πόλης, η γειτνίαση μεγάλου μέρους του τελευταίου με το προλεταριάτο της Μεγάλης Ρωσίας, ο ξένος -σε μεγάλο βαθμό κατοχικός- χαρακτήρας της εγκαθίδρυσης της σοβιετικής κυβέρνησης στην Ουκρανία για δεύτερη φορά με όλα τα αναπόφευκτα λάθη τακτικής και, τέλος, η επικίνδυνη περίοδος της αντίδρασης των αστών γαιοκτημόνων δεν άφησαν να δημιουργηθούν ευνοϊκές συνθήκες για την ένταξη μεγάλου αριθμού του ουκρανικού προλεταριάτου και ημιπρολεταριάτου στην ενεργό κομμουνιστική οικοδόμηση.

Επιπλέον, οι συνθήκες αυτές εξάλειψαν σε μεγάλο βαθμό τα τεράστια φορτία δυνητικής και πραγματικής επαναστατικής ενέργειας που περιέχονταν στους κύκλους του προλεταριάτου και του ημιπρολεταριάτου του χωριού. Αυτές ακριβώς οι συνθήκες καθυστέρησαν την ήδη πολύπλοκη και δύσκολη διαδικασία σχηματισμού και οργανωτικής-ιδεολογικής αποκρυστάλλωσης του κομμουνιστικού κόμματος, το οποίο αναπτύσσεται οργανικά μέσα από το σύνολο των κοινωνικοοικονομικών και πολιτισμικών συνθηκών της Ουκρανίας.

Παρ’ όλα αυτά, από την αρχή της προλεταριακής επανάστασης στη Ρωσία, η τάση για τη δημιουργία ενός τοπικού κομμουνιστικού κόμματος ήταν αρκετά σαφής και το κέντρο της αποκρυστάλλωσής του ξεκάθαρα εμφανές. Επιπλέον, με την παρατεταμένη διακοπή της εξέλιξης της επανάστασης στην Ουκρανία, σε όλες τις σημαντικές καμπές αυτής της εξέλιξης το οργανωτικό-ιδεολογικό κέντρο του Ουκρανικού Κομμουνιστικού Κόμματος εμφανίστηκε με ολοένα αυξανόμενη δραστηριότητα ως τμήμα του διεθνούς κομμουνισμού και αγωνίστηκε στις γραμμές της Τρίτης Διεθνούς για την εγκαθίδρυση της δικτατορίας του προλεταριάτου.

Η ιδιαιτερότητα της κοινωνικοοικονομικής δομής της Ουκρανίας είναι επίσης εμφανής από το γεγονός ότι ο οργανωτικός πυρήνας του Ουκρανικού Κομμουνιστικού Κόμματος, ο οποίος, μετά από κάποια αναπόφευκτη καθυστέρηση, συνδέεται πλέον οργανικά με τις μάζες του αγροτικού προλεταριάτου (τη συντριπτική πλειοψηφία των ουκρανικών προλεταριακών δυνάμεων), σχηματίστηκε μέσα στις γραμμές του διαλυόμενου κόμματος των Ουκρανών Σοσιαλιστών Επαναστατών. Η σφαίρα ενδιαφέροντος αυτού του κόμματος ήταν το αγροτικό προλεταριάτο και το ημιπρολεταριάτο μέχρι το ξέσπασμα της κομμουνιστικής επανάστασης.

Μια δεύτερη δημιουργική δύναμη του ουκρανικού Κομμουνιστικού Κόμματος που συνάδει και πάλι με την ιδιαίτερη φύση των κοινωνικοοικονομικών ομάδων και τις εθνικές πολιτιστικές ιδιομορφίες της Ουκρανίας είναι η «Αριστερή Ανεξάρτητη» πτέρυγα του ουκρανικού Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος.

Ο λόγος για την ύπαρξη αυτής της «πτέρυγας» έγκειται, αφενός, στην επιμονή της εθνικής πολιτιστικής εμπειρίας σε ένα ορισμένο (σταθερό) τμήμα του ουκρανικού προλεταριάτου, συμπεριλαμβανομένου του βιομηχανικού προλεταριάτου, και, αφετέρου, στην αδιαφορία από την πλευρά της πανρωσικής επαναστατικής σοσιαλδημοκρατίας για την οξύτητα και την πολυπλοκότητα του εθνικού ζητήματος στην Ουκρανία.

Αυτή η παρατεταμένη αποκρυστάλλωση των κομμουνιστικών δυνάμεων, που αναπτύσσονται οργανικά μέσα από το σύνολο της κοινωνικοοικονομικής δομής και των εθνικών-πολιτιστικών συνθηκών της Ουκρανίας, μια διαδικασία που, μέχρι το τέλος της δεύτερης προλεταριακής επανάστασης στην Ουκρανία, είχε φτάσει σε ένα βαθμό αποπεράτωσης με το σχηματισμό του Ουκρανικού Κομμουνιστικού Κόμματος (Μποροτμπίστι), σκιαγραφεί με σαφήνεια τόσο τις προοπτικές της περαιτέρω ανάπτυξης της κομμουνιστικής επανάστασης όσο και τη φύση των σχέσεων μεταξύ των δύο κομμουνιστικών κέντρων της Ουκρανίας.

Η φυσική καθυστέρηση της συντριπτικής πλειοψηφίας του ουκρανικού προλεταριάτου και ημιπρολεταριάτου να συμμετάσχει οργανωμένα στην κομμουνιστική επανάσταση και την κομμουνιστική οικοδόμηση, ο ιστορικά διαμορφωμένος δεσμός μεταξύ ενός μεγάλου αριθμού ενός σημαντικού τμήματος του αστικού βιομηχανικού προλεταριάτου της Ουκρανίας και του προλεταριάτου της Μεγάλης Ρωσίας, η επείγουσα ανάγκη να διευρυνθεί η βάση της επανάστασης κατά τη διάρκεια του εξαιρετικά δύσκολου αγώνα ενάντια στην παγκόσμια αντεπανάσταση, ταυτόχρονα, η παλιά αδράνεια –που δεν ξεπερνιέται εύκολα– της συγκεντρωτικής κρατικής μηχανής δημιούργησαν τα ιστορικά αναπόφευκτα χαρακτηριστικά της εν πολλοίς κατοχικού τύπου οικοδόμησης της σοβιετικής κυβέρνησης στην Ουκρανία και ταυτόχρονα, την ιστορικά αναπόφευκτη, προσωρινή οργάνωση του Ρωσικού Κομμουνιστικού Κόμματος στην Ουκρανία, το οποίο, στην πραγματικότητα, ήταν και είναι το Κομμουνιστικό Κόμμα (Μπολσεβίκοι) της Ουκρανίας.

Αυτά τα ιστορικά αναπόφευκτα χαρακτηριστικά της ένταξης της Ουκρανίας, υπό κατοχή, στην τροχιά της κομμουνιστικής επανάστασης και της κατοχικού τύπου οικοδόμησης της σοβιετικής κυβέρνησής της, επιτάχυναν και ταυτόχρονα περιέπλεξαν βαθιά την ανάπτυξη της κομμουνιστικής επανάστασης στην Ουκρανία και του κομμουνιστικού κέντρου, το οποίο αναπτύσσεται οργανικά μέσα από το σύνολο της κοινωνικοοικονομικής και πολιτιστικής εθνικής δομής της Ουκρανίας.

Ωστόσο, αυτή η διαδικασία συνεχίζεται σιωπηλά. Οι πλατιές τάξεις του ουκρανικού προλεταριάτου και ημιπρολεταριάτου βγάζουν τα δικά τους συμπεράσματα με βάση την εμπειρία της επανάστασης που αναπτύχθηκε μέσω της ίδρυσης του Ουκρανικού Κομμουνιστικού Κόμματος (Μποροτμπιστές), του οργανικά αναδυόμενου κέντρου για την ενσωμάτωση και την οργανωτική-ιδεολογική ενοποίηση των κομμουνιστικών δυνάμεων της Ουκρανίας.

Σε ποιο βαθμό αυτό το κέντρο είναι αναπόφευκτα η οργανική συνέπεια του συνόλου των ιδιαιτεροτήτων της κοινωνικοοικονομικής δομής της Ουκρανίας, φαίνεται από το γεγονός ότι, έχοντας αναδυθεί από τις τάξεις των εθνικών ουκρανικών σοσιαλιστικών κομμάτων, έχει γίνει ταυτόχρονα το κέντρο που ενώνει και στρατολογεί όλο και περισσότερο ευρείς προλεταριακούς κύκλους όλων των εθνικοτήτων που ζουν στην επικράτεια της Ουκρανίας. Αυτό αποδεικνύει ότι η διάκριση –που δημιουργήθηκε τεχνητά από τον τσαρισμό– μεταξύ του βιομηχανικού και του αγροτικού προλεταριάτου της Ουκρανίας εξαφανίζεται γρήγορα. Αυτή ακριβώς η τάση χρησιμεύει ως εγγύηση ότι στην περαιτέρω πορεία της κομμουνιστικής επανάστασης το ισχυρό κύμα προς την ενεργό δημιουργική εργασία από τις ευρύτερες προλεταριακές και ημιπρολεταριακές μάζες της Ουκρανίας θα οδηγήσει αναπόφευκτα στη συγχώνευση όλων των προλεταριακών δυνάμεων σε έναν ενιαίο τύπο, πολιτιστικό στα βαθύτερα θεμέλιά του και καθορισμένο από το σύνολο της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων της Ουκρανίας, ο οποίος θα εμφανίζει μια ορισμένη εσωτερική ενότητα με όλη την ποικιλία των κοινωνικών τους ιδιομορφιών.

Η διεθνής κατάσταση και η ακραία ένταση της πάλης μεταξύ παγκόσμιας επανάστασης και παγκόσμιας αντεπανάστασης απαιτούν τόσο την ταχύτερη είσοδο των ουκρανικών προλετάριων στις τάξεις των δραστήριων μαχητών της κομμουνιστικής επανάστασης όσο και την ταχύτερη ανασυγκρότηση της Ουκρανικής Σοβιετικής Δημοκρατίας.

Αυτή η ανασυγκρότηση, σε συμφωνία με όλη την εμπειρία της προηγούμενης περιόδου της επανάστασης, πρέπει και θα αναληφθεί από το ενιαίο ουκρανικό κομμουνιστικό κέντρο, το οποίο κατά τη διάρκεια της εξέλιξης της επανάστασης έχει αναπτυχθεί από τη συνολική συσσώρευση των κοινωνικοοικονομικών και πολιτιστικών-εθνικών δυνάμεων, συνθηκών και δυνατοτήτων της Ουκρανίας.

Κίεβο, 28 Αυγούστου 1919

Κ[εντρική] Ε[πιτροπή] του Ουκρανικού Κομμουνιστικού Κόμματος (Μποροτμπιστές).