Η αριστερά - στον Καναδά και διεθνώς - δεν έχει αντιδράσει με συνεκτικό τρόπο στην επίθεση της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Η σοσιαλδημοκρατική αριστερά, όπως το NDP του Καναδά, αντιμετωπίζει με συμπάθεια την αντίσταση της Ουκρανίας, αλλά σε μεγάλο βαθμό αδυνατεί να διαχωρίσει τη θέση της από την πολιτική υποστήριξη της κυβέρνησης προς το νεοφιλελεύθερο καθεστώς Ζελένσκι ή τα δυτικά ιμπεριαλιστικά σχέδια.
Πιο αριστερά, υπάρχει ένα εύρος θέσεων. Στο ένα άκρο (ευτυχώς, ελάχιστης επιρροής), υπάρχει μια αριστερά που υποστηρίζει ανοιχτά τη Ρωσία, αναπαράγοντας την αφήγηση του Κρεμλίνου για τον πόλεμο. Παρακάτω παρατίθεται (η άποψη) της Radhika Desai, που είναι η κύρια εκπρόσωπος της Ομάδας Διεθνές Μανιφέστο και γράφει στο πρόσφατο βιβλίο της Capitalism, Coronavirus and War (Καπιταλισμός, Κορονοϊός και Πόλεμος):
"Η σύγκρουση που η Δύση αποκαλεί εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και η Μόσχα ειδική στρατιωτική επιχείρηση για την αποστρατιωτικοποίηση και αποναζιστικοποίηση της Ουκρανίας, δεν είναι σύγκρουση μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας. Είναι μια φάση του υβριδικού πολέμου που οι Ηνωμένες Πολιτείες, συνήθως αλλά όχι πάντα ακολουθούμενες από άλλες μεγάλες καπιταλιστικές χώρες, διεξάγουν εδώ και πάνω από έναν αιώνα εναντίον κάθε χώρας που επιλέγει έναν οικονομικό δρόμο διαφορετικό από την υποταγή σε αυτές ή στον ευρύτερο καπιταλιστικό κόσμο. Στην τρέχουσα φάση του, ο πόλεμος αυτός παίρνει τη μορφή ενός πολέμου του ΝΑΤΟ υπό την ηγεσία των ΗΠΑ εναντίον της Ρωσίας για την Ουκρανία. Σε αυτόν τον πόλεμο, η Ουκρανία είναι το πεδίο και ένα πιόνι - ένα πιόνι που μπορεί να θυσιαστεί και θυσιάζεται με την προφανή συνεργασία της δυτικόφιλης ηγεσίας της».[1]
Κάποιοι άλλοι, ενώ επικρίνουν τη ρωσική εισβολή, έστω και για λόγους τακτικής, παρουσιάζουν τη σύγκρουση ως "πόλεμο δι' αντιπροσώπων" μεταξύ του ΝΑΤΟ και της Ρωσίας. Όπως και η Desai, αντιμετωπίζουν την Ουκρανία ως ένα απλό πιόνι των δυτικών δυνάμεων και την παροτρύνουν να σταματήσει την ένοπλη αντίστασή της και να δεχτεί τις όποιες παραχωρήσεις θα της επιβληθούν στην εδαφική της κυριαρχία. Ο Yves Engler, μια αντιπροσωπευτική άποψη, επικρίνει την Ομοσπονδία Εργαζομένων της Βρετανικής Κολομβίας επειδή υιοθέτησε στο πρόσφατο συνέδριό της ένα ψήφισμα που εκφράζει την αλληλεγγύη της προς την Ουκρανία. Αυτό, λέει, "αναδεικνύει την αποτυχία των καναδικών συνδικάτων να αμφισβητήσουν τον πόλεμο δι’ αντιπροσώπων του ΝΑΤΟ με τη Ρωσία»[2].
Άλλοι πάλι, όπως το Socialist Project με έδρα το Τορόντο, φαίνεται να συμμερίζονται αυτή την προσέγγιση. Πρόσφατο άρθρο στην έκδοσή του The Bullet καλεί την Αριστερά να "απαιτήσει από την καναδική κυβέρνηση να πιέσει για άμεση κατάπαυση του πυρός και επιστροφή στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, κάτι που η Μόσχα ζητά συνεχώς". Η πραγματικότητα, λέει ο συγγραφέας David Mandel, "είναι ότι η συνέχιση των μαχών μπορεί μόνο να αυξήσει τα δεινά των εργαζομένων της Ουκρανίας, χωρίς να υπάρχει καμία ελπίδα ότι θα βελτιώσει την έκβαση του πολέμου γι' αυτούς. Το αντίθετο είναι η αλήθεια".
Στη λίστα συζητήσεων του SP (στην οποία συμμετέχω), ένα εξέχον μέλος εκφράζει τη λύπη του για την έλλειψη "μιας επαρκούς αντι-ιμπεριαλιστικής σοσιαλιστικής βάσης στην Ουκρανία" και λέει σε άλλα μέλη όπως εγώ, που αγωνίζομαι για την υπεράσπιση της αντίστασης της Ουκρανίας, ότι αυτό " το κάνει δύσκολο... να φανταστούμε πώς θα δουλέψουμε μαζί για την καταπολέμηση της αμερικανικής αυτοκρατορίας". Ένα ιδιαίτερα ένθερμο μέλος διακηρύσσει ότι " δεν τον ενδιαφέρει ποια συμμορία Ουκρανών ή Ρώσων σοβινιστών και εκμεταλλευτών ελέγχει αυτή την άθλια λωρίδα αμφισβητούμενης γης που συνορεύει με τις δύο χώρες". Δεν πρόκειται, λέει, "για έναν γνήσιο πόλεμο εθνικής αντίστασης υπό την ηγεσία αριστερών ουκρανικών δυνάμεων".
Αξιοσημείωτη σε όλες αυτές τις θέσεις είναι η τάση να αγνοούν ή να αντιπαρατίθενται στη συντριπτική αντίθεση των απλών Ουκρανών στην παράνομη ρώσικη εισβολή, κατοχή και προσάρτηση και να αποδοκιμάζουν την αντίστασή τους με το σκεπτικό ότι δεν καθοδηγείται από σοσιαλιστικές δυνάμεις.
Ένα μέλος του SP (δημοσιεύει επίσης συχνά στη διαδικτυακή λίστα Marxmail) έχει επανειλημμένα αναζητήσει υποστήριξη για την αντίθεσή του στην αντίσταση της Ουκρανίας σε ένα ιστορικό προηγούμενο, τον ενδοϊμπεριαλιστικό Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Σε εκείνον τον πόλεμο, η σοσιαλιστική αριστερά, λέει, αντιτάχθηκε σε όλες τις πλευρές του πολέμου και αρνήθηκε αποφασιστικά να υπερασπιστεί το "φτωχό μικρό Βέλγιο"- όπως η Ουκρανία σήμερα - που είχε καταληφθεί από μια ιμπεριαλιστική δύναμη (Γερμανία), με τη μοίρα του να χρησιμοποιείται από τις αντίπαλες δυνάμεις της Αντάντ για να ξεσηκώσουν τον πολεμικό πυρετό.
Οι ιστορικές αναλογίες μπορούν πράγματι να είναι χρήσιμες για την ανάλυση των ζητημάτων που τίθενται στα σύγχρονα γεγονότα, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι δίνεται προσοχή στις ιδιαίτερες συνθήκες και στο κατά πόσο είναι συγκρίσιμες οι διαφορετικές καταστάσεις και οι πρωταγωνιστές. Τυχαίνει να είχα την ευκαιρία στο παρελθόν να μελετήσω την προσέγγιση της αριστεράς στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο για τη γερμανική κατοχή του Βελγίου και ειδικότερα τι είχε να πει η επαναστατική αριστερά γι' αυτό. Σημειώστε, παρεμπιπτόντως, ότι όσα λέγονται για το "ιμπεριαλιστικό Βέλγιο" ισχύουν a fortiori για την καπιταλιστική Ουκρανία.
Το παρακάτω είναι αυτό που έγραψα για το θέμα πριν από πάνω από δώδεκα χρόνια σε μια συζήτηση σε μια λίστα συζητήσεων του" Socialist Voice" που έχει πλέον εκλείψει. Ο σύντροφος στον οποίο απευθυνόμουν αναφέρεται με τα αρχικά του- δεν μου απάντησε ποτέ. Ακολουθούν αναφορές σε όσα έχουν να πουν οι Ουκρανοί σοσιαλιστές στη δυτική "αντιιμπεριαλιστική" αριστερά για τον πόλεμο και οι απαντήσεις τους, οι οποίες απευθύνονται και απαντούν σε πολλές από τις ανησυχίες που εκφράστηκαν παραπάνω.
Richard Fidler
Καταπιεστής και καταπιεσμένος: Η περίπτωση του «φτωχού μικρού Βελγίου»
Σε μια ανάρτηση σε αυτή τη λίστα στις 9 Ιανουαρίου, με τίτλο «Εθνική καταπίεση και ανεξαρτησία του Κεμπέκ», ο JPR γράφει, αναφερόμενος σε σχόλια του Λένιν για την απόσχιση της Νορβηγίας από τη Σουηδία το 1905:
"Αξίζει να σημειωθεί ότι το 1905, οι μαρξιστές εφάρμοζαν ακόμα τις αντιλήψεις περί εθνικής αυτοδιάθεσης που αναπτύχθηκαν κατά την εποχή των προοδευτικών εθνικών αστικών επαναστάσεων στις προηγμένες χώρες της Ευρώπης. Η ανάλυση των εθνικών αγώνων με όρους καταπιεστών και καταπιεσμένων εθνών αναπτύχθηκε κάπως αργότερα. Οι μαρξιστές συζητούσαν το νέο φαινόμενο του σύγχρονου ιμπεριαλισμού την πρώτη δεκαετία του περασμένου αιώνα, αλλά δεν εφάρμοσαν αμέσως αυτή την ανάλυση στην έννοια της αυτοδιάθεσης. [...]
Όταν ξέσπασε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, η άρχουσα τάξη κάθε εμπόλεμης χώρας προέβαλε μια μερικώς αληθοφανή υπόθεση ότι πολεμούσε για λόγους αυτοάμυνας και ότι το δικαίωμα του έθνους στην αυτοδιάθεση κινδύνευε. Εκτός της Ρωσίας, οι κύριες σοσιαλιστικές ηγεσίες υπέκυψαν σε αυτό το επιχείρημα και επικαλέστηκαν την πάγια θέση τους για εθνική αυτοάμυνα. Δεδομένου αυτού του γεγονότος και του ελέγχου της πληροφόρησης από τους κυβερνώντες, οι περισσότεροι εργάτες υποστήριξαν ή συμφώνησαν με την πολεμική προσπάθεια -τουλάχιστον για ένα διάστημα. Καθώς οι επαναστατικές δυνάμεις συσπειρώνονταν ενάντια στον πόλεμο, αρνήθηκαν να υπερασπιστούν την "αυτοδιάθεση" οποιασδήποτε ιμπεριαλιστικής χώρας - ούτε καν του μικρού Βελγίου, η σωτηρία του οποίου ήταν ο υποτιθέμενος λόγος της Βρετανίας για να εμπλακεί στον πόλεμο».
Ο JPR ανέφερε αυτό το παράδειγμα για να στηρίξει την άποψή του - μια σωστή άποψη - ότι "υπάρχουν περιπτώσεις όπου τα αιτήματα για εθνική αυτοδιάθεση εκφράζουν σοβινιστικές συμπεριφορές που επικρατούν μεταξύ των κυρίαρχων εθνοτήτων και τέτοια αιτήματα δεν αξίζουν υποστήριξης".
Ο JPR δεν αμφισβητούσε την άποψη του Λένιν ότι η απόσχιση της Νορβηγίας ήταν ένα χρήσιμο παράδειγμα για το πώς το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης μπορεί να εφαρμοστεί στην πράξη στο πλαίσιο των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών της Ευρώπης - κατ' εξαίρεση, όπως σημείωνε ο Λένιν. Η άποψη του JPR, όπως την αντιλαμβάνομαι [...], είναι ότι στην εποχή του ιμπεριαλισμού η διάκριση μεταξύ καταπιεστών και καταπιεσμένων εθνών είναι θεμελιώδης, ότι οι ιμπεριαλιστικές χώρες είναι καταπιεστικά κράτη ή έθνη και ότι οι επαναστάτες μαρξιστές δεν αναγνωρίζουν δικαίωμα αυτοδιάθεσης για μια ιμπεριαλιστική χώρα. Αντίθετα, υποστηρίζουμε ανεπιφύλακτα το δικαίωμα των καταπιεσμένων εθνών στην αυτοδιάθεση, μέχρι και το δικαίωμα απόσχισης και δημιουργίας ανεξάρτητου κράτους.
Αυτές οι θέσεις αποτελούν μακροχρόνιες θέσεις αρχών του κινήματός μας και αποτελούν το θεμέλιο της προσέγγισής μας στο εθνικό ζήτημα. Ωστόσο, το παράδειγμα του JPR για το Βέλγιο στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, όπως συμβαίνει, καταδεικνύει το σημείο που θέλω να αναφέρω παρακάτω: ότι ο χαρακτηρισμός μιας χώρας ή ενός έθνους ως ιμπεριαλιστικού ή καταπιεστικού δεν καθορίζει απαραίτητα τη θέση που πρέπει να λάβουμε απέναντι στις ενέργειές του σε ορισμένες συγκεκριμένες καταστάσεις. Ούτε μας απαλλάσσει από τη διαρκή ανάγκη να αναλύουμε συγκεκριμένα κάθε κατάσταση εθνικής καταπίεσης. Στην εποχή του ιμπεριαλισμού, μια εποχή πολέμων και επαναστάσεων, τα ιμπεριαλιστικά έθνη μπορούν στην πραγματικότητα σε ορισμένες περιπτώσεις να γίνουν τα ίδια το πεδίο προοδευτικών αγώνων για αυτοδιάθεση που αποτελούν σημαντικά στοιχεία της επαναστατικής στρατηγικής. Το παράδειγμα του Βελγίου είναι μια χρήσιμη υπενθύμιση της σημασίας της ανάλυσης κάθε εθνικού ζητήματος στο πλαίσιό του και της αποφυγής αδικαιολόγητης εξάρτησης από αφηρημένες αναλλοίωτες αρχές, όσο σημαντικές κι αν είναι αυτές.
Το Βέλγιο το 1914 ήταν μια ιμπεριαλιστική δύναμη καταπίεσης από μόνη της, ένας βάναυσος αποικιοκράτης ενός μεγάλου τμήματος της Αφρικής, του Κονγκό. Στην αρχή του πολέμου, τον Αύγουστο του 1914, η Γερμανία εισέβαλε και κατέλαβε το Βέλγιο. Απείλησε να προσαρτήσει τη χώρα, δηλαδή να την καταστήσει τμήμα της Γερμανίας και να αποκτήσει έτσι τον έλεγχο των αποικιών του Βελγίου. Όπως αναφέρει ο JPR, η δυσχερής θέση του "φτωχού μικρού Βελγίου" αναφέρθηκε από τη Βρετανία και τους συμμάχους της ως ένας από τους κύριους λόγους για να ξεκινήσουν τον πόλεμο εναντίον της Γερμανίας. Οι επαναστάτες μαρξιστές, από την άλλη πλευρά, αναφέροντας ως παράδειγμα την κατάληψη του Βελγίου από τη Γερμανία, χαρακτήρισαν σωστά τον πόλεμο ως έναν ιμπεριαλιστικό πόλεμο που διεξήχθη μεταξύ των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων κυρίως για την κατάληψη αποικιών. Και για το λόγο αυτό αντιτάχθηκαν σε αυτόν.
Ο JPR λέει ότι "οι επαναστατικές δυνάμεις" αρνήθηκαν να υποστηρίξουν την αυτοδιάθεση του Βελγίου ή άλλων ιμπεριαλιστικών εθνών που δέχτηκαν εισβολή, κατοχή ή προσάρτηση από τον ένα ή τον άλλο μεγάλο εμπόλεμο ιμπεριαλιστή. Ωστόσο, αυτή η δήλωση πρέπει να εξειδικευτεί, καθώς υπήρχαν σημαντικές εξαιρέσεις μεταξύ αυτών των επαναστατικών δυνάμεων. Στην πραγματικότητα, σε αντίθεση με όσα λέει ο JPR, πολλές από τις δυνάμεις που συσπειρώθηκαν σε αντίθεση με τον πόλεμο και τον ιμπεριαλιστικό αμυνιτισμό της πλειοψηφίας των σοσιαλδημοκρατών ηγετών όχι μόνο αντιτάχθηκαν στην κατοχή του Βελγίου και την προσάρτησή του, αλλά υπερασπίστηκαν το δικαίωμά του στην αυτοδιάθεση. Και επικεφαλής τους ήταν ο Λένιν, ο πιο συνεπής και επίμονος υπερασπιστής του δικαιώματος του Βελγίου στην αυτοδιάθεση. Μάλιστα, ο Λένιν δεν δίστασε να αναφερθεί στο Βέλγιο, στις συνθήκες του πολέμου, ως καταπιεσμένο έθνος.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου, ο Λένιν ανέπτυσσε τόσο την ανάλυσή του για τον ιμπεριαλισμό όσο και την κατανόηση του εθνικού ζητήματος. Τα σημαντικότερα γραπτά του και για τα δύο ζητήματα χρονολογούνται στην πραγματικότητα από αυτή την περίοδο. Είναι γνωστό ότι ο Λένιν έστρεφε την προσοχή του όλο και περισσότερο προς τα αντιιμπεριαλιστικά απελευθερωτικά κινήματα στις αποικίες και τις ημιαποικίες ως βασικά στοιχεία της διεθνιστικής επαναστατικής στρατηγικής. Αλλά η αντίληψή του για το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης και ο ρόλος των σχετικών δημοκρατικών αιτημάτων στα πιο ανεπτυγμένα έθνη της Ευρώπης, κάθε άλλο παρά εκτοπίστηκε από την ανάλυσή του για τον ιμπεριαλισμό, ενσωματώθηκε μέσα σε αυτή την ανάλυση και εμπλουτίστηκε από αυτήν ως μέρος της στρατηγικής του για τον επαναστατικό αγώνα στις ιμπεριαλιστικές χώρες.Δεν πρόκειται να αναφερθώ σε όλα τα διάφορα άρθρα, ψηφίσματα και πολεμικές του Λένιν και άλλων του επαναστατικού μαρξιστικού ρεύματος που ασχολούνται με το βελγικό ζήτημα και την αυτοδιάθεση αυτή την περίοδο. Τα περισσότερα από αυτά είναι διαθέσιμα στο βιβλίο που παραθέτει ο JPR: Lenin's Struggle for a Revolutionary International (εκδ. John Riddell), μια εξαιρετική πηγή. Ένας εύκολος τρόπος για να εντοπίσετε τα κυριότερα κείµενα είναι να συμβουλευτείτε το ευρετήριο µε τα λήµµατα "Βέλγιο" και "Αυτοδιάθεση". Ωστόσο, παραθέτουμε μερικά από τα κυριότερα σημεία, για να δείξουμε τη γενική ατμόσφαιρα των συζητήσεων και τον τρόπο με τον οποίο εξελίχθηκαν (παραπομπές σελίδων στο βιβλίο):
Το Μανιφέστο που εκδόθηκε από τη διάσκεψη του Τσίμερβαλντ, την πρώτη μεγάλη συγκέντρωση των μαρξιστών κατά του πολέμου, ανέφερε ότι "ολόκληρα έθνη και χώρες όπως το Βέλγιο, η Πολωνία, τα βαλκανικά κράτη και η Αρμενία απειλούνται με τη μοίρα να διαλυθούν, να προσαρτηθούν εν όλω ή εν μέρει ως λάφυρα στο παιχνίδι των ανταλλαγών". Καταγράφοντας τα καθήκοντα που έχει μπροστά του το διεθνές εργατικό κίνημα, το Μανιφέστο ανέφερε: "Το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης των εθνών πρέπει να είναι η απαράβατη αρχή στο σύστημα των διεθνών σχέσεων των λαών". (σελ. 318-20)
Σε μια κοινή δήλωση προς τη διάσκεψη, η γερμανική και η γαλλική αντιπροσωπεία κατήγγειλαν "την παραβίαση της βελγικής ουδετερότητας" και απαίτησαν "την αποκατάσταση του Βελγίου στην πλήρη ακεραιότητα και ανεξαρτησία του." (σελ. 307) Σε ένα μήνυμα προς τη διάσκεψη από τη φυλακή, ο Γερμανός βουλευτής Καρλ Λίμπκνεχτ που ήταν κατά του πολέμου ζήτησε "μια ειρήνη που θα μπορούσε να αποκαταστήσει το ταλαίπωρο Βέλγιο... σε συνθήκες ελευθερίας και ανεξαρτησίας και να δώσει τη Γαλλία πίσω στους Γάλλους". (σελ. 289) (Μέρος της Γαλλίας είχε καταληφθεί από τη Γερμανία).Ο Λένιν και κάποιοι άλλοι (ενώ ψήφισαν το Μανιφέστο) άσκησαν κριτική σ' αυτό, αλλά όχι γι' αυτές τις θέσεις. Ωστόσο, υπήρχαν κάποιες έντονες διχογνωμίες εντός της Αριστεράς του Τσίμερβαλντ σχετικά με το ζήτημα της αυτοδιάθεσης. Για παράδειγμα, οι Πολωνοί, συμπεριλαμβανομένης της Ρόζα Λούξεμπουργκ, υποστήριζαν ότι το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί μόνο σε μια σοσιαλιστική κοινωνία. Όπως εξηγούν οι σημειώσεις του εκδότη (σελ. 353):
«Ο Λένιν πίστευε ότι οι Πολωνοί Σοσιαλδημοκράτες ήταν σωστοί στο να μην εγείρουν το αίτημα για την ανεξαρτησία της Πολωνίας,[3]
και να τονίσουν αντ' αυτού την ανάγκη για ενότητα στη δράση με τους εργάτες της Γερμανίας και της Ρωσίας. Αλλά έκαναν λάθος στο να γενικεύσουν αυτή τη στάση και να την εφαρμόσουν στους εργάτες άλλων εθνών - ειδικά των κυρίαρχων εθνών. 'Δεν είναι αδιάφορο για τους Ρώσους και Γερμανούς εργάτες αν η Πολωνία είναι ανεξάρτητη ή αν συμμετέχουν στην προσάρτησή της', έγραψε.
"Η κατάσταση είναι, πράγματι, μπερδεμένη, αλλά υπάρχει μια διέξοδος στην οποία όλοι οι συμμετέχοντες θα παραμείνουν διεθνιστές: οι Ρώσοι και οι Γερμανοί σοσιαλδημοκράτες απαιτώντας για την Πολωνία την άνευ όρων "ελευθερία της απόσχισης"- οι Πολωνοί σοσιαλδημοκράτες επιδιώκοντας την ενότητα του προλεταριακού αγώνα τόσο στις μικρές όσο και στις μεγάλες χώρες, χωρίς να προβάλλουν το σύνθημα της πολωνικής ανεξαρτησίας για τη συγκεκριμένη εποχή ή περίοδο".
Αυτό είναι παρόμοιο με τη γενική προσέγγιση που είχε υιοθετήσει ο Λένιν όσον αφορά το ζήτημα της αυτοδιάθεσης της Νορβηγίας [...].
Στις θέσεις που διατύπωσε ο Λένιν εκείνη την εποχή, με τίτλο «Η Σοσιαλιστική Επανάσταση και το δικαίωμα των εθνών στην αυτοδιάθεση», υποστήριζε ότι «η αυξημένη εθνική καταπίεση υπό τον ιμπεριαλισμό δεν σημαίνει ότι η Σοσιαλδημοκρατία θα πρέπει να απορρίψει αυτό που η αστική τάξη ονομάζει “ουτοπικό” αγώνα για την ελευθερία των εθνών να αποσχιστούν, αλλά, αντίθετα, θα πρέπει να αξιοποιήσει περισσότερο τις συγκρούσεις που προκύπτουν και σε αυτή τη σφαίρα, ως αφορμή για μαζική δράση και για επαναστατικές επιθέσεις κατά της αστικής τάξης».
Ο Λένιν είχε επίσης πολεμική με τους συντρόφους του Μπολσεβίκους για το ζήτημα της αυτοδιάθεσης. Όπως εξηγούν οι σημειώσεις του εκδότη (σελ. 362):
«Το ζήτημα της αυτοδιάθεσης δίχασε και τους εξόριστους Μπολσεβίκους. ... Η Γεβγένια Μπος και ο Γιούρι Πιατάκοφ, οι εκδότες του περιοδικού των Μπολσεβίκων, κερδήθηκαν το 1915 από τη θέση του Νικολάι Μπουχάριν που ήταν αντίθετος στο αίτημα της αυτοδιάθεσης... Ο Μπουχάριν στήριξε την κριτική του ενάντια στο αίτημα της αυτοδιάθεσης στη φύση της ιμπεριαλιστικής εποχής, όπως φάνηκε από τον πόλεμο».
Οι συζητήσεις του Λένιν με τη Λούξεμπουργκ, τον Μπουχάριν και άλλους αφορούσαν τη γενική εγκυρότητα του συνθήματος της αυτοδιάθεσης και δεν ασχολήθηκαν άμεσα με το ζήτημα του κατά πόσον οι κατεχόμενες ιμπεριαλιστικές χώρες, όπως το Βέλγιο, θα μπορούσαν να θεωρηθούν ότι έχουν αυτό το δικαίωμα. Στην πραγματικότητα, στις θέσεις του για τη σοσιαλιστική επανάσταση, που αναφέρθηκαν παραπάνω, ο Λένιν είχε χωρίσει τις χώρες σε τρεις "κύριους τύπους".
Ο πρώτος ήταν "οι προηγμένες καπιταλιστικές χώρες της Δυτικής Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών". Σε αυτές τις χώρες, είπε ο Λένιν, "τα προοδευτικά αστικά εθνικά κινήματα έχουν τελειώσει εδώ και πολύ καιρό. Κάθε ένα από αυτά τα "μεγάλα" έθνη καταπιέζει άλλα έθνη τόσο στις αποικίες όσο και στο εσωτερικό τους. Τα καθήκοντα του προλεταριάτου αυτών των κυρίαρχων εθνών είναι τα ίδια με εκείνα του προλεταριάτου της Αγγλίας τον 19ο αιώνα σε σχέση με την Ιρλανδία".
Οι άλλοι "τύποι" εθνών ήταν οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, όπου οι αστικοδημοκρατικές μεταρρυθμίσεις ήταν ατελείς και τα εθνικά κινήματα προοδευτικά, και "οι ημιαποικιακές χώρες, όπως η Κίνα, η Περσία και η Τουρκία, και όλες οι αποικίες....". Εκεί, βέβαια, οι σοσιαλιστές ήταν ανεπιφύλακτοι υποστηρικτές της εθνικής απελευθέρωσης. Τι θα γινόταν όμως αν μια ιμπεριαλιστική χώρα του πρώτου τύπου δέχονταν εισβολή, καταλαμβανόταν και ενδεχομένως προσαρτούνταν; Είχε τότε δικαίωμα αυτοδιάθεσης; Ο Λένιν αντιμετώπισε αυτό το ερώτημα κατά μέτωπο στο τελικό του κείμενο, "Η συζήτηση για την αυτοδιάθεση συνοψισμένη". Μόνο ένα μικρό μέρος αυτού του κειμένου είναι αποσπασματικά αναρτημένο στο βιβλίο " Lenin's Struggle", και δεν περιλαμβάνει το μέρος που μας ενδιαφέρει εδώ. Ωστόσο, ολόκληρο το κείμενο είναι διαθέσιμο on-line στη διεύθυνση https://www.marxists.org/archive/lenin/works/1916/jul/x01.htm.
Στο κείμενο αυτό, ο Λένιν περιγράφει «τη βίαιη παραμονή ενός έθνους εντός των κρατικών συνόρων ενός άλλου» ως «μία από τις μορφές πολιτικής καταπίεσης». Στο κεφάλαιο με τίτλο «Τι είναι η προσάρτηση;», αναφέρει (όλη η έμφαση στο πρωτότυπο):
«Η έννοια της προσάρτησης συνήθως περιλαμβάνει: (1) την έννοια της βίας (προσάρτηση με τη χρήση βίας)· (2) την έννοια της καταπίεσης από ένα άλλο έθνος (προσάρτηση “ξένων” περιοχών κ.λπ.) και, μερικές φορές (3) την έννοια της παραβίασης του status quo. ... Όπως και να το διαστρεβλώσεις, η προσάρτηση είναι παραβίαση της αυτοδιάθεσης ενός έθνους, είναι η εγκαθίδρυση κρατικών συνόρων σε αντίθεση με τη θέληση του πληθυσμού.
Το να είσαι κατά των προσαρτήσεων σημαίνει να είσαι υπέρ του δικαιώματος στην αυτοδιάθεση. Το να είσαι “κατά της βίαιης παραμονής οποιουδήποτε έθνους εντός των συνόρων ενός συγκεκριμένου κράτους” ... είναι το ίδιο με το να είσαι υπέρ της αυτοδιάθεσης των εθνών».
Ταυτόχρονα, είπε ο Λένιν, «Θα ήταν παράλογο να επιμείνουμε στη λέξη “αυτοδιάθεση”… Το ζήτημα είναι μόνο ένα ζήτημα πολιτικής σαφήνειας και θεωρητικά ορθής βάσης των συνθημάτων μας». Λίγες παραγράφους αργότερα, στο κεφάλαιο «Υπέρ ή κατά της προσάρτησης», επανέρχεται στο ζήτημα:
«Σε κάθε περίπτωση, δύσκολα κάποιος θα τολμούσε να αρνηθεί ότι το προσαρτημένο Βέλγιο, η Σερβία, η Γαλικία και η Αρμενία θα ονόμαζαν την “εξέγερσή” τους εναντίον εκείνων που τους προσάρτησαν “υπεράσπιση της πατρίδας” και θα το έκαναν με όλο το δίκιο. Φαίνεται ότι οι Πολωνοί σύντροφοι είναι εναντίον αυτού του είδους της εξέγερσης με το σκεπτικό ότι υπάρχει επίσης μια αστική τάξη σε αυτές τις προσαρτημένες χώρες, η οποία επίσης καταπιέζει τους ξένους λαούς ή, ακριβέστερα, θα μπορούσε να τους καταπιέσει, καθώς το ζήτημα που τίθεται είναι το "δικαίωμα στην καταπίεση". Κατά συνέπεια, ο συγκεκριμένος πόλεμος ή η εξέγερση δεν αξιολογείται με βάση τη δύναμη του πραγματικού κοινωνικού του περιεχομένου (ο αγώνας ενός καταπιεσμένου έθνους για την απελευθέρωσή του από το έθνος-καταπιεστή), αλλά η πιθανή άσκηση του "δικαιώματος στην καταπίεση" από μια αστική τάξη η οποία αυτή τη στιγμή καταπιέζεται η ίδια. Αν το Βέλγιο, ας πούμε, προσαρτηθεί από τη Γερμανία το 1917 και το 1918 εξεγερθεί για να εξασφαλίσει την απελευθέρωσή του, οι Πολωνοί σύντροφοι θα είναι εναντίον της εξέγερσής του με το επιχείρημα ότι η βελγική αστική τάξη διατηρεί "το δικαίωμα να καταπιέζει ξένους λαούς"!
Δεν υπάρχει τίποτα μαρξιστικό ή έστω επαναστατικό σε αυτό το επιχείρημα. Αν δεν θέλουμε να προδώσουμε το σοσιαλισμό, πρέπει να υποστηρίξουμε κάθε εξέγερση ενάντια στον κύριο εχθρό μας, την αστική τάξη των μεγάλων κρατών, με την προϋπόθεση ότι δεν πρόκειται για την εξέγερση μιας αντιδραστικής τάξης. Αρνούμενοι να υποστηρίξουμε την εξέγερση των προσαρτημένων περιοχών γινόμαστε, αντικειμενικά, προσαρτητές. Ακριβώς στην “εποχή του ιμπεριαλισμού”, που είναι η εποχή της εκκολαπτόμενης κοινωνικής επανάστασης, το προλεταριάτο θα δώσει σήμερα ιδιαίτερα σθεναρή υποστήριξη σε κάθε εξέγερση των προσαρτημένων περιοχών, ώστε αύριο ή ταυτόχρονα να επιτεθεί στην αστική τάξη της “μεγάλης” δύναμης που αποδυναμώνεται από την εξέγερση».
Τέλος, στο προτελευταίο κεφάλαιο αυτού του κειμένου, στην περίφημη πολεμική εναντίον του Ράντεκ και άλλων σχετικά με τη σημασία της ιρλανδικής εξέγερσης του 1916, και μετά την εύγλωττη δήλωσή του ότι "Η σοσιαλιστική επανάσταση στην Ευρώπη δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο παρά ένα ξέσπασμα μαζικού αγώνα από την πλευρά όλων και κάθε είδους καταπιεσμένων και δυσαρεστημένων στρωμάτων", ο Λένιν διερωτάται:
"Δεν είναι ξεκάθαρο ότι δεν είναι καθόλου επιτρεπτό να αντιπαραβάλουμε την Ευρώπη με τις αποικίες από αυτή την άποψη; Ο αγώνας των καταπιεσμένων εθνών στην Ευρώπη, ένας αγώνας ικανός να φτάσει μέχρι την εξέγερση και τις οδομαχίες, ικανός να καταρρίψει τη σιδερένια πειθαρχία του στρατού και του στρατιωτικού νόμου, θα "οξύνει την επαναστατική κρίση στην Ευρώπη" σε απείρως μεγαλύτερο βαθμό από μια πολύ πιο ανεπτυγμένη εξέγερση σε μια απομακρυσμένη αποικία. Ένα χτύπημα που θα δοθεί ενάντια στην εξουσία της αγγλικής ιμπεριαλιστικής αστικής τάξης από μια εξέγερση στην Ιρλανδία είναι εκατό φορές πιο σημαντικό πολιτικά από ένα χτύπημα ίσης ισχύος που θα δοθεί στην Ασία ή στην Αφρική".
Και συνεχίζει:
«Ο γαλλικός σοβινιστικός Τύπος ανέφερε πρόσφατα τη δημοσίευση στο Βέλγιο του ογδοηκοστού τεύχους ενός παράνομου περιοδικού, του Ελεύθερου Βελγίου. Φυσικά, ο σοβινιστικός Τύπος της Γαλλίας πολύ συχνά ψεύδεται, αλλά αυτή η είδηση φαίνεται να είναι αληθινή. Ενώ η σοβινιστική και καουτσκιστική γερμανική σοσιαλδημοκρατία απέτυχε να καθιερώσει έναν ελεύθερο τύπο για τον εαυτό της κατά τη διάρκεια των δύο ετών του πολέμου, και υπέμεινε ήπια το ζυγό της στρατιωτικής λογοκρισίας (μόνο τα αριστερά ριζοσπαστικά στοιχεία, προς τιμήν τους, πρέπει να πούμε ότι δημοσίευσαν φυλλάδια και διακηρύξεις, παρά τη λογοκρισία) - ένα καταπιεσμένο πολιτισμένο έθνος αντέδρασε σε μια στρατιωτική καταπίεση που δεν έχει προηγούμενο σε αγριότητα με την ίδρυση ενός οργάνου επαναστατικής διαμαρτυρίας! Η διαλεκτική της ιστορίας είναι τέτοια που τα μικρά έθνη, ανίσχυρα ως ανεξάρτητος παράγοντας στην πάλη ενάντια στον ιμπεριαλισμό, παίζουν ρόλο ως ένα μέρος των ζυμώσεων, ένα από τα βακτήρια, που βοηθούν την πραγματική αντιιμπεριαλιστική δύναμη, το σοσιαλιστικό προλεταριάτο, να κάνει την εμφάνισή του στη σκηνή».
Έτσι, ακολουθώντας το σκεπτικό του Λένιν - και παρά τη θεμελιώδη διάκριση μεταξύ καταπιεστών και καταπιεσμένων εθνών - στις ιδιαίτερες συνθήκες της ξένης κατοχής μιας ιμπεριαλιστικής χώρας ένας εθνικός αγώνας μέσα στην κατεχόμενη χώρα για την απελευθέρωση από αυτή την καταπίεση θα μπορούσε να θεωρηθεί προοδευτικός και εφαρμογή της μαρξιστικής θεωρίας του δικαιώματος της εθνικής αυτοδιάθεσης. Αυτό δεν σήμαινε ότι η ιμπεριαλιστική χώρα είχε μετατραπεί σε αποικία ή ημι-αποικία- εξακολουθούσε να είναι ιμπεριαλιστική. Αλλά θα μπορούσε, μόνο για τη διάρκεια της κατοχής, να χαρακτηριστεί επίσης ως "καταπιεσμένη" από την κατοχική δύναμη και ο αγώνας της ενάντια στην κατοχή θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μια μορφή εθνικής αυτοδιάθεσης. Ο Λένιν δεν έκανε καμία εξαίρεση.
Νομίζω ότι αυτή είναι η σωστή προσέγγιση. Περιττό να πούμε, βέβαια, ότι ο αγώνας αυτός ενάντια στον ξένο καταπιεστή θα ενισχυθεί αν διεξαχθεί υπό ανεξάρτητη προλεταριακή ηγεσία (δηλαδή ανεξάρτητα από την "αντιδραστική τάξη", όπως το θέτει ο Λένιν) και γύρω από ένα πρόγραμμα ταξικής πάλης που περιλαμβάνει το αίτημα για ανεξαρτησία των αποικιών.
Τα γραπτά του Λένιν το 1916 για την αυτοδιάθεση δεν δημοσιεύτηκαν ευρέως εκείνη την εποχή λόγω της λογοκρισίας και, σε λίγους μήνες, λόγω του ξεσπάσματος της Ρωσικής Επανάστασης. Ορισμένα από τα βασικά έγγραφα δεν έγιναν διαθέσιμα μέχρι το 1929, όταν δημοσιεύτηκαν από τον Στάλιν, ο οποίος αναζητούσε την αυθεντία του Λένιν στην εκστρατεία του να δυσφημίσει τον Μπουχάριν και τον Τρότσκι (ο οποίος είχε επίσης διαφωνήσει με τον Λένιν σχετικά με τη σημασία του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης). Σε κάθε περίπτωση, τα διδάγματά τους δεν φαίνεται να έχουν εμπεδωθεί βαθιά από την επαναστατική πρωτοπορία. Το ξέσπασμα του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, το 1939, βρήκε τους επαναστάτες μαρξιστές σε κάποια αμηχανία σχετικά με το πώς να συσχετιστούν με τα μαζικά κινήματα αντίστασης που σύντομα ξέσπασαν στις χώρες που είχαν καταληφθεί από τους στρατούς του Άξονα της Γερμανίας και της Ιταλίας. Η ιστορία αναλύεται σε μια ενδιαφέρουσα ομιλία που έδωσε ο αείμνηστος Ernest Mandel, «Trotskyists and Resistance in World War 2», διαθέσιμη on-line στη διεύθυνση https://internationalviewpoint.org/spip.php?article800.
(στμ: στα ελληνικά https://www.elaliberta.gr Οι Τροτσκιστές και η Αντίσταση στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο
και https://tpt4.org/Οι τροτσκιστές και η αντίσταση στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο )
Ο Mandel περιγράφει τη λενινιστική θέση που μόλις περιέγραψα και σημειώνει ότι ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν "στην πραγματικότητα ένας συνδυασμός πέντε διαφορετικών πολέμων" - μια θέση που εκθέτει εκτενώς στο εξαιρετικό βιβλίο του, The Meaning of the Second World War (Verso, 1986). Ήταν (1) ένας ενδοϊμπεριαλιστικός πόλεμος, (2) ένας δίκαιος πόλεμος αυτοάμυνας της ΕΣΣΔ, (3) ένας δίκαιος πόλεμος του κινεζικού λαού ενάντια στον ιμπεριαλισμό, (4) ένας δίκαιος πόλεμος των ασιατικών αποικιακών λαών για την εθνική απελευθέρωση και κυριαρχία και (5) ένας δίκαιος πόλεμος εθνικής απελευθέρωσης, που διεξάγεται από τους καταπιεσμένους εργάτες, αγρότες και μικροαστούς των πόλεων ενάντια στους Γερμανούς ναζιστές ιμπεριαλιστές και τα τσιράκια τους, «πιο συγκεκριμένα σε δύο χώρες, τη Γιουγκοσλαβία και την Ελλάδα, σε μεγάλο βαθμό στην Πολωνία, και σταδιακά, στη Γαλλία και την Ιταλία.»
Οι Γάλλοι τροτσκιστές διχάστηκαν ως προς τη στάση τους απέναντι σε αυτόν τον "πέμπτο πόλεμο". Όπως το περιγράφει ο Μαντέλ, η ηγεσία της πλειοψηφίας, επικαλούμενη μια δήλωση του Τρότσκι σε ένα από τα τελευταία του άρθρα ("Η Γαλλία μετατρέπεται σε καταπιεσμένο έθνος" υπό τη γερμανική κατοχή), τάχθηκε υπέρ ενός μπλοκ με την "εθνική αστική τάξη" ενάντια στον γερμανικό ιμπεριαλισμό - αν και, όπως σημειώνει ο Μαντέλ, "δεν υπήρξε ποτέ καμία συμφωνία με την αστική τάξη, ποτέ καμία υποστήριξη προς αυτήν, όταν κρίθηκε το ζήτημα". Και στην πραγματικότητα αυτό το οπορτουνιστικό λάθος αντιστράφηκε το 1942.
Μια άλλη πτέρυγα των Γάλλων τροτσκιστών, ωστόσο, πήρε μια υπεραριστερή θέση, λέει ο Μαντέλ- "αρνήθηκε κάθε προοδευτικό στοιχείο στο κίνημα της αντίστασης και αρνήθηκε να κάνει οποιαδήποτε διάκριση μεταξύ της μαζικής αντίστασης, του ένοπλου μαζικού αγώνα και των ελιγμών και των σχεδίων των αστών εθνικιστών, σοσιαλδημοκρατών ή σταλινικών ηγετών που παραπλανούν τις μάζες. Αυτό το λάθος ήταν πολύ χειρότερο, γιατί οδήγησε σε αποχή από τους σημαντικούς ζωντανούς αγώνες των μαζών".
Ο Mandel προσθέτει:
«Ο Τρότσκι προειδοποίησε το τροτσκιστικό κίνημα για τέτοια ακριβώς λάθη στο τελευταίο του βασικό κείμενο, το Μανιφέστο της έκτακτης συνδιάσκεψης του 1940. Τόνισε ότι θα έπρεπε να προσέχουν να μην κρίνουν τους εργάτες με τον ίδιο τρόπο με την αστική τάξη, ακόμη και όταν μιλούσαν για την εθνική άμυνα. Ήταν απαραίτητο να διακρίνουμε μεταξύ αυτών που έλεγαν και αυτών που εννοούσαν – να κρίνουμε την αντικειμενική ιστορική φύση της παρέμβασής τους και όχι τις λέξεις που χρησιμοποιούσαν».
Αυτή η υπεραριστερή τροτσκιστική φράξια, στην οποία συμπεριλαμβανόταν η ομάδα που σήμερα ονομάζεται Lutte Ouvrière, "επιμένει ακόμη και σήμερα να ταυτίζει τα μαζικά κινήματα στις κατεχόμενες χώρες με τον ιμπεριαλισμό - λέγοντας ότι ο πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία [από τους παρτιζάνους του Τίτο] ήταν ένας ιμπεριαλιστικός πόλεμος επειδή διεξήχθη από εθνικιστές...." Και η Lutte Ouvrière συνεχίζει μέχρι σήμερα να επικαλείται αυτή τη διαίρεση στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο ως δικαιολογία για την ξεχωριστή της ύπαρξη ως επαναστατικό μαρξιστικό ρεύμα στη Γαλλία! [...]
Notes
[1] Radhika Desai, Capitalism, Coronavirus and War. A Geopolitical Economy, Routledge, 2022, σελ. 183.
[2] “BC Fed sides with anti-union Ukraine, right wing UCC”, https://yvesengler.com/2022/12/12/bc-fed-sides-with-anti-union-ukraine-right-wing-ucc/.
[3] Η Πολωνία ήταν μοιρασμένη μεταξύ τριών αυτοκρατοριών: της γερμανικής, της ρωσικής και της αυστροουγγρικής. - RF